
Δωρίτα Γιαννακού
Κλείνοντας την χρονιά οφείλουμε να κάνουμε απολογισμό, και μετά τον απολογισμό έρχεται η διόρθωση των κακώς κειμένων. Διαχρονικά, και δεν το λέμε μόνο εμείς που εργαζόμαστε στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και ορισμένοι ευσυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι, ένα βασικό πρόβλημα σε αυτόν τον τόπο είναι ο δημόσιος τομέας. Μάλλον για να το θέσουμε πιο ορθά, ο τρόπος με τον οποίο έχει δημιουργηθεί και λειτουργεί εδώ και δεκαετίες ο δημόσιος τομέας.
Ένας δημόσιος τομέας ο οποίος αντί να συρρικνώνεται πολλαπλασιάζεται, και μπολιάζεται όλο και περισσότερο με «άριστους». Λοιπόν εμείς δεν λέμε να μην ανοίγουν θέσεις και να μην μπαίνουν και άλλοι εργαζόμενοι στην κρατική μηχανή. Εμείς εισηγούμαστε όπως γίνεται καλύτερος προγραμματισμός, ώστε οι θέσεις που προκηρύσσονται στα τμήματα κάθε υπουργείου, υφυπουργείου και κρατικού οργανισμού να κρίνονται ως πραγματικά αναγκαίες. Το μπάχαλο που επικρατεί σε κρίσιμα κιόλας Υπουργεία με δημόσιους υπαλλήλους που είχαν ως όνειρο να ενταχθούν στο δημόσιο για την μονιμότητα, το καλό ωράριο και τις κλίμακες κρίνεται απαράδεκτο. Και δεν το αντέχει πλέον αυτός ο τόπος όλο αυτό, η μάστιγα των αρίστων και των πολιτών Α κατηγορίας ΠΡΕΠΕΙ να σταματήσει. Δύσκολο κάτι τέτοιο να επιτευχθεί εντός του 2026 αλλά τουλάχιστον θα πρέπει να γίνει μια αρχή. Η κατάσταση που επικρατεί είναι αδιανόητη, διότι ενώ στον κρατικό τομέα παραπονιούνται για υποστελέχωση σε ορισμένες περιπτώσεις οι υπάλληλοι που εργοδοτούνται σε κάθε υπουργείο υπερκαλύπτουν τις ανάγκες που υπάρχουν.
Το πρόβλημα ποιο είναι; Ότι μόνο ορισμένοι έχουν όντως αναλάβει αρμοδιότητες και έχουν φορτωθεί εργασίες οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις δεν συγκαταλέγονται και μέσα στα καθήκοντα τους. Οι υπόλοιποι οι οποίοι αποτελούν και την συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων των υπουργείων κάνουν τα απολύτως απαραίτητα και αναμένουν το πότε θα γίνει 3 για να τα ψευτο ολοκληρώσουν την εργασία τους και να αποχωρήσουν. Ένα άλλο ζήτημα το οποίο παραμένει εδώ και δεκαετίες άλυτο και κανένας πολιτικός προϊστάμενος δεν τόλμησε ουδέποτε να αγγίξει, είναι και το γεγονός ότι οι καρεκλοκένταυροι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν αλλεργία στην αλλαγή, την εξέλιξη και την γνώση. Όποτε τίθεται ζήτημα μεταρρύθμισης υπάρχουν αντιδράσεις, φωνές και γενικότερη αντίσταση σε οποιαδήποτε αλλαγή. Και δεν μιλάμε μόνο για τεχνολογική αναβάθμιση ή για αλλαγές που έχουν να κάνουν με το μηχανογραφικό, μιλάμε και για αλλαγές αρμοδιοτήτων. Για παράδειγμα την ώρα που η Κύπρος βρίσκεται ενώπιον της ανάληψης της προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε το πρώτο εξάμηνο του έτους θα προκύψουν ανάγκες οι οποίες θα διαμοιραστούν σε εμπλεκόμενα Υπουργεία και κατά συνέπεια στους δημοσίους υπαλλήλους.
Με σημαία το «δεν είναι δικός μου τομέας», «δεν είναι δική μου αρμοδιότητα», «δεν έχω εμπλοκή» ο ένας ρίχνει την μπάλα στον άλλο. Το αποτέλεσμα; Να εκτίθεται η Κύπρος στο τέλος της ημέρας. Για το συγκεκριμένο ζήτημα βεβαίως δεν φταίνε μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι. Φταίει και το σύστημα που έχει δημιουργήσει ένα δημόσιο με αρμοδιότητες σε Υπουργεία που πραγματικά δεν μπορούν και δεν εμπλέκονται με ορισμένα ζητήματα. Και εδώ είναι που θα έπρεπε να πατήσουν πόδι ορισμένοι πολιτικοί προϊστάμενοι οι οποίοι διορίστηκαν με την επιδίωξη να λύσουν προβλήματα, να βάλουν τάξη και να κάνουν έργο. Αλλά τολμούν; Αφού και οι Υπουργοί άγονται και φέρονται από τους δημοσίους υπαλλήλους, αυτούς με τις δυνατές συντεχνίες. Εκτός αυτού, η αναίδεια ορισμένων δημόσιων υπαλλήλων πάει και σε άλλο επίπεδο όπου δεν δέχονται κανενός είδους παρατήρηση από κανέναν θεωρώντας ότι αποτελούν την αφρόκρεμα των εργαζομένων στη χώρα μας. Ειδικότερα επικρατεί γενικότερα μια μουρμούρα αναφορικά με τις αξιολογήσεις των δημοσίων υπαλλήλων. Η παραδοξότητα μάλιστα καταδεικνύεται και στην ετήσια έκθεση της ΕΔΥ για το 2024 όπου ο μέσος όρος της βαθμολογίας των δημόσιων υπαλλήλων ανήλθε το 2024 στο 9,01 από τα 10, ενώ το 2023 ήταν στο 8,74.
Ενδεικτικό είναι ότι με εξαίρεση το Υφυπουργείο Ναυτιλίας, το Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, και το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, όπου παρατηρείται επιτυχής συμμόρφωση με τις αρχές του συστήματος αξιολόγησης, στις υπόλοιπες περιπτώσεις ο μέσος όρος βαθμολογίας κατά το 2024 όχι μόνο κινήθηκε στα ίδια επίπεδα με το 2023, αλλά παρουσίασε περαιτέρω αύξηση, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις ήταν σημαντική. Τολμάτε λοιπόν κύριοι ή είναι και τα παιδιά μας καταδικασμένα να κληρονομήσουν αυτό το καρκίνωμα;
