
Του Παύλου Ξανθούλη
Μου το είχε πει κοινοτικός διπλωμάτης, αλλά μου φάνηκε τόσο τραβηγμένο, ώστε δυσκολευόμουνα να το πιστέψω. Μου είχε πει λοιπόν, ότι στέλεχος της κυπριακής κυβέρνησης προέβη σε δηλώσεις για την πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου και είχε αναφέρει ότι δεν μπορούσε να πει συγγνώμη, διότι όπως εξήγησε, «η κυβέρνηση δεν άναψε καμιά πυρκαγιά». Και ότι αντίθετα, η κυβέρνηση την έσβησε. Άρα λοιπόν, γιατί να απολογηθεί;
Δυστυχώς, είναι πραγματικότητα. Κι αυτά ειπώθηκαν από τον κ. Βίκτωρα Παπαδόπουλο, διευθυντή του γραφείου του προέδρου Χριστοδουλίδη, o οποίος μίλησε στις 25 Ιουλίου στο ραδιόφωνο του «Άστρα». Ρωτήθηκε γιατί η κυβέρνηση δεν είχε πει ούτε μια συγγνώμη και απάντησε: «Κοιτάξτε, η κυβέρνηση δεν άναψε καμιά πυρκαγιά», προσθέτοντας ότι αντίθετα έχει σβήσει πολλές πυρκαγιές. Άρα, ο κ. Βίκτωρας Παπαδόπουλος δεν έβλεπε κανένα λόγο να απολογηθεί. Και πιθανόν να θεωρεί ότι εάν υπάρχει κάποιος που οφείλει μια απολογία, δεν είναι ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο ίδιος, αλλά όλοι εμείς, οι υπόλοιποι, που πρέπει να είμαστε ευγνώμονες γιατί αυτή η κυβέρνηση σβήνει φωτιές.
Την ουσία των τοποθετήσεων του κ. Βίκτωρα Παπαδόπουλου, θα μπορούσαμε ενδεχομένως πλέον να την παρακάμψουμε καθώς έχουν ήδη ειπωθεί πολλά. Άλλωστε, η κυβέρνηση αυτοαναιρείται και αυτοαποδομείται, αν βάλουμε δίπλα-δίπλα, αφενός τους κομπασμούς της 3ης Ιουνίου για την ετοιμότητα αναχαίτισης κάθε πυρκαγιάς και αφετέρου το αποτέλεσμα της καταστροφής που προκλήθηκε την 23η Ιουλίου, με το κράτος σε επίπεδο σχεδιασμού, συντονισμού και αποτελεσματικότητας, να θυμίζει διαλυμένη παρέλαση.
Αυτό όμως που προσθέτει στη δημόσια συζήτηση, είναι η νοοτροπία που εκφράζει με την τοποθέτησή του, ο κ. Βίκτωρας Παπαδόπουλος. Μια νοοτροπία απόκοσμη, η οποία κινείται στα όρια του πολιτικού θράσους. Με τον πλέον κυνικό και άγαρμπο τρόπο, χωρίς ίχνος ευαισθησίας, ενσυναίσθησης και χωρίς συναίσθηση των λόγων του. Και στη λογική αποποίησης των πολιτικών ευθυνών της κυβέρνησης, θεωρώντας ότι αυτές δεν υπάρχουν και συνεπώς δεν θα μπορούσαν να αναληφθούν.
Η τάση αποποίησης των πολιτικών ευθυνών, απορρέει όμως και από το διάγγελμα του προέδρου Χριστοδουλίδη, που ακολούθησε, λίγες μέρες αργότερα. Αν και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απολογήθηκε εκ μέρους της Πολιτείας, σε αντίθεση με τον Βίκτωρα Παπαδόπουλο που δεν έβλεπε κανένα λόγο να πει μια συγγνώμη, εντούτοις δεν άρθρωσε λέξη για τις πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης, οι οποίες είναι τεράστιες και δεν μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί.
Και όπως λέει και ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης, «η πολιτική ευθύνη είναι αντικειμενική». Και όπως εξηγεί, «δεν χρειάζεται να έχει άμεση και προσωπική εμπλοκή ένας/μία υπουργός σε ένα ζήτημα για να του/της καταλογιστεί. Αρκεί να εμπίπτει το κρίσιμο ζήτημα στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του/της», σημειώνει.
Αυτό τι σημαίνει; Με πολύ απλά λόγια, οι υπουργοί που στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους, εμπίπτουν όλα όσα έλαβαν χώρα στις 23-24 Ιουλίου, θα έπρεπε ήδη να βρίσκονται στο σπίτι τους. Διαφορετικά, στον κρίκο της αλυσίδας της «πολιτικής ευθύνης» θα προστεθεί εκ των πραγμάτων και αυτός που δεν έχει κανένα ενδοιασμό, εν μέσω της καταστροφής που προκλήθηκε, να συντηρεί στην κυβέρνησή του, την παρουσία των εν λόγω υπουργών, των οποίων η πολιτική ευθύνη είναι «αντικειμενική». Δηλαδή, ο ίδιος ο Νίκος Χριστοδουλίδης.
Η πολιτική ευθύνη λοιπόν δεν είναι πυρηνική φυσική. Και θέλω να πιστεύω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές εξακολουθούσε να την παρακάμπτει και να την αγνοεί, θα εντοπίσει ένα βιβλίο για την έννοια της πολιτικής ευθύνης μεταξύ των 6.000 τόμων που, όπως ο ίδιος δήλωσε, αριθμεί η βιβλιοθήκη του. Και αφού το διαβάσει, θέλω επίσης να πιστεύω ότι θα το δανείσει και στους υπουργούς και στους συνεργάτες του. Με τη σειρά. Δίνοντας προτεραιότητα στον διευθυντή του γραφείου του. Εάν πάλι κανείς δεν είναι σε θέση σε αυτή την κυβέρνηση να εντοπίσει την έννοια της πολιτικής ευθύνης, έστω και σε επίπεδο βιβλιογραφίας, τότε συγγνώμη για την ενόχληση.
Υγ. Το σκηνικό του διαγγέλματος του Προέδρου Χριστοδουλίδη, μπροστά από τους κοινοτάρχες των 17 πυρόπληκτων κοινοτήτων της ορεινής Λεμεσού, υπό μορφή «πλαισίωσης» και υπό τύπον «οχύρωσής» του, ποιος το σκέφτηκε; Αν κάτι προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία σε αυτό τον τόπο, δεν είναι τόσο η ανυπαρξία παραγωγής ουσιαστικού πολιτικού έργου, όσο κάποια αχαρακτήριστα μυαλά.