Το φορολογικό σύστημα της Κύπρου, το οποίο σχεδιάστηκε πριν από σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, το 2002, αντιμετωπίζει προβλήματα γήρανσης. Αν και αρχικά είχε σχεδιαστεί για να είναι ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο, το υφιστάμενο σύστημα εμπερικλείει αντιπαραγωγικές διακρίσεις εις βάρος των εγχώριων εταιρειών, ευνοεί την αυξανόμενη αλλοδαπή ιδιοκτησία τομέων υψηλής απόδοσης και, συνεπεία συσσωρευμένου πληθωρισμού, επιβαρύνει υπέρμετρα τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση συμβάλλει σημαντικά στην επίλυση προβλημάτων στον εταιρικό τομέα, αλλά κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση όσον αφορά τη φορολογία φυσικών προσώπων.
Εξαιρουμένων των μη κατοίκων, η φορολογία φυσικών προσώπων, είναι μία από τις πιο οπισθοδρομικές ή λιγότερο προοδευτικές στην Ε.Ε. Παρουσιάζει υψηλό βαθμό δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αντανακλώντας τον υψηλό σωρευτικό πληθωρισμό χωρίς την αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμάκων. Η προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση επιτείνει την οπισθοδρομικότητα και ανισότητα που έχουν αναπτυχθεί στο σύστημα.
Στον εταιρικό τομέα, η φορολογική μεταρρύθμιση μειώνει μειονεκτήματα για τις εγχώριες εταιρείες, διατηρώντας παράλληλα τα χαρακτηριστικά που κάνουν την Κύπρο ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο. Καταργεί τον φόρο παρακρατηθέντων κερδών, μειώνει την ειδική εισφορά για την άμυνα από 17% σε 5%, ενισχύει τα κίνητρα για την έρευνα και την ανάπτυξη και παρατείνει τη μεταφορά ζημιών από πέντε σε επτά ή δέκα έτη.
Ο θεσμοθετημένος συντελεστής εταιρικού φόρου αυξάνεται από 12,5% σε 15% για όλες τις εταιρείες, ευθυγραμμίζοντας τη χώρα με το παγκόσμιο πλαίσιο ελάχιστου φόρου του ΟΟΣΑ. Αν και η σκοπιμότητα αυτής της αύξησης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αμφισβητείται, η ευθυγράμμιση επικυρώνεται. Ταυτόχρονα, διατηρούνται βασικά κίνητρα –όπως το πλαίσιο δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και νοητής έκπτωσης τόκων έναντι έκδοσης κεφαλαίου– που ωφελούν σε μεγάλο βαθμό τις ξένες εταιρείες, μειώνοντας τον αποτελεσματικό φορολογικό συντελεστή τους σε μόλις 2,5% ή 3% σε πολλές περιπτώσεις.
Ωστόσο, στον τομέα φορολογίας φυσικών προσώπων, η μεταρρύθμιση αφήνει κατάφωρα πίσω τις ομάδες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, ενδεχομένως τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Το όριο του αφορολόγητου εισοδήματος αυξάνεται μόνο ελάχιστα, από €19.500 σε €20.500 ευρώ. Αν και μεγάλο φαινομενικά, είναι ελλιπές έναντι της αρχής της διαβίωσης. Το κρίσιμο ερώτημα αφορά το όριο εισοδήματος, απαραίτητο για τη βασική διαβίωση.
Η φορολόγηση εισοδήματος κάτω από το επίπεδο διαβίωσης είναι κοινωνικά άδικη και αντιπαραγωγική, καθώς ωθεί άτομα και οικογένειες σε μεγαλύτερη φτώχεια. Από αυτή την οπτική, η αύξηση του αφορολόγητου εισοδήματος σε €24.000 ευρώ, για παράδειγμα, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Το αντίστοιχο διαθέσιμο εισόδημα μετά τις αποκοπές για κοινωνικές ασφαλίσεις, εισφορές στο σύστημα υγείας και μετά τους έμμεσους φόρους όπως ο ΦΠΑ, θα ήταν χαμηλότερο, κατά 25% περίπου από το ονομαστικό. Επιπλέον, όταν συνυπολογιστεί ο υψηλός συσσωρευμένος πληθωρισμός, 50%, το αφορολόγητο εισόδημα των €24.000 ευρώ ισοδυναμεί με πραγματικό διαθέσιμο €12.000 σε τιμές του 2002, ή €10.000 για αφορολόγητο €20.500, προτεινόμενο.
Παρόμοια επιδείνωση ισχύει και για τις φορολογικές κλίμακες μεσαίου εισοδήματος των συντελεστών 20% και 25%. Οι ομάδες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος βρίσκονται σε χειρότερη θέση σε πραγματικούς όρους σε σύγκριση με το 2002. Οι επιδοτήσεις για παιδιά και στεγαστικά δάνεια προσφέρουν μόνο μικρή και ασύμμετρη ανακούφιση. Επειδή οι φορολογικές εκπτώσεις ισχύουν μόνο για φορολογητέο εισόδημα, αποκλείουν τα εισοδήματα κάτω του αφορολόγητου ορίου, εισάγοντας μια διαρθρωτική αδικία για τα φτωχότερα τμήματα.
Συνοψίζοντας, το προτεινόμενο φορολογικό σύστημα μειώνει μερικά μειονεκτήματα για τις εγχώριες εταιρείες, διατηρώντας τα βασικά χαρακτηριστικά που μειώνουν τον αποτελεσματικό φορολογικό συντελεστή για αλλοδαπές εταιρείες. Για φυσικά πρόσωπα, το προτεινόμενο φορολογικό σύστημα θα είναι πιο οπισθοδρομικό από αυτό που θα αντικαταστήσει, κυρίως επειδή δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τη δημοσιονομική επιβάρυνση για τα χαμηλότερα εισοδήματα και επειδή οι προτεινόμενες φορολογικές εκπτώσεις είναι θεμελιωδώς μεροληπτικές.
*Διευθυντής Οικονομικών Ερευνών στην Τράπεζα Κύπρου και πρόεδρος της Εταιρείας Κυπριακών Οικονομικών Μελετών. Οι απόψεις που εκφράζονται είναι προσωπικές.





















