
51 χρόνια μετά την τραγωδία του 1974 η αλήθεια είναι πικρή. Όχι μόνο δεν υπάρχει μια κοινή γραμμή πλεύσης σε ό,τι αφορά τον επιδιωκόμενο στόχο της μορφής λύσης, αλλά αντίθετα ένας κυκεώνας αντιμαχόμενων θέσεων, στόχων, εκδοχών και ερμηνειών για το ποια λύση επιδιώκουμε. Ενιαίο κράτος, ομοσπονδία, διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, χαλαρή ή αποκεντρωμένη ομοσπονδία, λύση δύο κρατών;
Πώς είναι δυνατόν να αναμένεται από τον λαό να ομογνωμεί σε έναν εθνικό στόχο που είναι ανύπαρκτος, διάτρητος και αλληλοσυγκρουόμενος σε επίπεδο ηγεσίας;
Ας καταγράψουμε τα δεδομένα. Η αποτυχία επίτευξης λύσης στο Κυπριακό μέσα από επανειλημμένες μεσολαβητικές προσπάθειες και άκαρπες διακοινοτικές συνομιλίες, οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Ότι, ούτε η πολιτική βούληση ούτε η καλή πίστη μπορούν από μόνες τους να κατισχύσουν των γεωπολιτικών και στρατιωτικών συμφερόντων της Τουρκίας. Το μέχρι σήμερα άλυτο του προβλήματος οφείλεται στην παράνομη αλλά μεθοδευμένη διεκδίκηση από την Τουρκία των στρατηγικών συμφερόντων της επί της Κύπρου και της περιοχής, τα οποία αντιβαίνουν τα συμφέροντα του κυπριακού λαού. Δεν αντιβαίνουν, όμως, αλλά εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και των συνοδοιπόρων της, που ακολουθούν σταθερά φιλοτουρκική πολιτική, δίνοντας ελάχιστη ή καθόλου σημασία στα συμφέροντα και στη βούληση του λαού της Κύπρου.
Δεκαετίες μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, το Κυπριακό παραμένει ζήτημα άρσης των αποικιοκρατικών καταλοίπων και μετά την τουρκική εισβολή, παραμένει ζήτημα τερματισμού της στρατιωτικής κατοχής. Ο αγώνας του κυπριακού λαού ήταν και παραμένει αγώνας εναντίον της κατοχής και αγώνας για ελευθερία και ανεξαρτησία.
Δυστυχώς πέραν της παρείσφρησης της ορολογίας της διζωνικής στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, υπάρχουν και αυτοί που στη δική μας πλευρά επιμένουν να προβάλλουν ως σημαία της προσπάθειας για λύση, όχι το περιεχόμενο μιας σωστής ομοσπονδιακής λύσης, αλλά τον τίτλο και τον επιθετικό της προσδιορισμό. Ο όρος «διζωνική» δεν είναι δόκιμος ούτε στο Συνταγματικό Δίκαιο ούτε στην Επιστήμη της Πολιτειολογίας. Ούτε έχει χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό οποιουδήποτε ομοσπονδιακού συστήματος στον κόσμο. Οι ζώνες χρησιμοποιήθηκαν στην πολιτική ορολογία στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πρώτο, για να προσδιορίσουν στρατιωτικές περιοχές από τις οποίες απομακρύνθηκαν οι πληθυσμοί και δεύτερο, για να προσδιορίσουν εθνολογικά αμιγείς περιοχές αφού προηγήθηκαν βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών.
Είναι ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους που θα πρέπει να επιμένουμε σε συγκεκριμένο περιεχόμενο μιας αποδεκτής λύσης, ανεξαρτήτως ονοματολογίας και επιθετικού προσδιορισμού της ομοσπονδίας. Με εμμονή στην εφαρμογή των αρχών του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστο. Έχουμε αποδεχθεί την ομοσπονδία και αυτή είναι μια ιστορικά ανέκκλητη παραδοχή. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να σημαίνει ασυμβατότητα με θεμελιώδεις αρχές στις οποίες εδράζονται τα σύγχρονα πολιτεύματα, ως προϊόντα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.
Αναγκαία η κατανόηση της απλής αλήθειας. Ούτε η ιστορία, ούτε η επιστήμη, ούτε ο νομικός πολιτισμός και η πολιτική ευθυκρισία επιτρέπουν μια τέτοια επιπολαιότητα.
Το Εθνικό Συμβούλιο μετά την πολυήμερη σύνοδό του τον Σεπτέμβριο του 2009 κατέληξε σε μια κοινή απόφαση η οποία προσδιορίζει με επάρκεια και σαφήνεια τις παραμέτρους μιας ομοσπονδιακής λύσης, η οποία θα κατοχυρώνει την ενότητα κράτους, λαού, θεσμών και οικονομίας με αδιαπραγμάτευτη εφαρμογή ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών.
Άλλωστε μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., λύση του Κυπριακού με παραβίαση ελευθεριών και δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο ούτε νοείται, ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Ο κ. Γιαννάκης Λ. Ομήρου είναι πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων.