
Kathimerini.gr
Την εποχή που η Χίλαρι Κλίντον ήταν η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, ξέσπασε σάλος μετά τις αναφορές ότι κάποτε είχε βγάλει 100.000 δολάρια από μια επένδυση 1.000 δολαρίων σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για βοοειδή. Παρόλο που αυτό είχε συμβεί 12 χρόνια πριν ο σύζυγός της γίνει πρόεδρος, έγινε σκάνδαλο που κράτησε εβδομάδες και ανάγκασε τον Λευκό Οίκο να κινήσει διαδικασία επανεξέτασης.
Τριάντα ένα χρόνια αργότερα, έπειτα από δείπνο στο Μαρ-α-Λάγκο, ο Τζεφ Μπέζος συμφώνησε να χρηματοδοτήσει μια ταινία για τη Μελάνια Τραμπ, η οποία φέρεται να βάζει 28 εκατ. δολάρια απευθείας στην τσέπη της (280 φορές περισσότερα από τα υποτιθέμενα κέρδη των Κλίντον). Σκάνδαλο; Σάλος; Η Ουάσιγκτον το παρέβλεψε κάνοντας μετά βίας μία αναφορά.
Οι Τραμπ δεν είναι η πρώτη προεδρική οικογένεια που επωφελήθηκε από τη θητεία της στην εξουσία, ωστόσο έκαναν περισσότερα για την εμπορευματοποίηση της προεδρίας από οποιονδήποτε άλλον έχει καταλάβει ποτέ τον Λευκό Οίκο.
Η οικογένεια Τραμπ και οι επιχειρηματικοί της εταίροι έχουν εισπράξει 320 εκατ. δολάρια σε αμοιβές από ένα νέο κρυπτονόμισμα, έχουν μεσολαβήσει για συμφωνίες ακινήτων στο εξωτερικό αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων και ανοίγουν ένα αποκλειστικό κλαμπ στην Ουάσιγκτον που ονομάζεται Executive Branch χρεώνοντας 500.000 δολάρια το κάθε νέο μέλος, όλα αυτά μόνο τους τελευταίους μήνες.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, το Κατάρ παρέδωσε ένα πολυτελές τζετ που προορίζεται για χρήση από τον πρόεδρο Τραμπ όχι μόνο με την επίσημη ιδιότητά του αλλά και για την προσωπική του συλλογή μετά την αποχώρηση από το αξίωμα. Οι ειδικοί έχουν υπολογίσει την τιμή του αεροπλάνου σε 200 εκατ. δολάρια, περισσότερα από όλα τα δώρα που δόθηκαν από ξένους ηγέτες σε όλους τους προηγούμενους Αμερικανούς προέδρους μαζί.
Σύμφωνα με μελετητές της Ουάσιγκτον, η νέα ακόμη κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη διακριθεί για την πιο θρασεία χρήση των προεδρικών προνομίων στην αμερικανική Ιστορία, επισκιάζοντας πιθανώς ακόμη και το Teapot Dome, το Watergate και άλλα διάσημα σκάνδαλα.
«Παρακολουθώ και γράφω για τη διαφθορά εδώ και 50 χρόνια και το κεφάλι μου εξακολουθεί να γυρίζει», δήλωσε ο Μάικλ Τζόνστον, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Colgate και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη διαφθορά στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, ο θάνατος της οργής στην εποχή Τραμπ, ή τουλάχιστον η έλλειψη οργής, δείχνει πόσο πολύ έχει μετακινήσει ο πρόεδρος τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς στην Ουάσιγκτον.
Ο Τραμπ, ο πρώτος καταδικασμένος που εκλέγεται πρόεδρος, έχει διαγράψει τα ηθικά όρια και έχει διαλύσει τα μέσα λογοδοσίας που περιόριζαν τους προκατόχους του. Δεν θα υπάρξουν επίσημες έρευνες, διότι ο Τραμπ έχει φροντίσει γι’ αυτό. Απέλυσε γενικούς επιθεωρητές της κυβέρνησης και παρατηρητές δεοντολογίας, εγκατέστησε κομματικούς πιστούς για να διευθύνουν το υπουργείο Δικαιοσύνης, το FBI και τις ρυθμιστικές υπηρεσίες και κυριάρχησε σε ένα ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικανούς Κογκρέσο που δεν επιθυμεί να πραγματοποιήσει ακροάσεις. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι Δημοκρατικοί και άλλοι επικριτές του Τραμπ προσπαθούν όλο και περισσότερο να στρέψουν τη δημόσια προσοχή στις δραστηριότητες του προέδρου, δυσκολεύονται εντούτοις να πετύχουν οτιδήποτε χωρίς τους συνήθεις μηχανισμούς επίσημου ελέγχου.
Και σε μια εποχή που ο Τραμπ φέρνει στη δημοσιότητα μια σημαντική είδηση κάθε μέρα ή ακόμη και κάθε ώρα –περισσότεροι δασμοί σε συμμάχους, περισσότερα αντίποινα κατά των εχθρών, περισσότερη περιφρόνηση δικαστικών αποφάσεων– σπάνια μια μεμονωμένη ενέργεια παραμένει στα πρωτοσέλιδα για αρκετό καιρό ώστε να διαμορφώσει την εθνική συζήτηση.
Ο Πολ Ροζενσβάιγκ, ο οποίος ήταν ανώτερος σύμβουλος στην έρευνα εις βάρος του προέδρου Μπιλ Κλίντον, δήλωσε ότι η απουσία αντιδράσεων για την παραβίαση των ηθικών κανόνων εκ μέρους του Τραμπ τον έκανε να αναρωτηθεί μήπως η μακροχρόνια υπόθεση ότι ο κόσμος επιθυμεί μια έντιμη κυβέρνηση ήταν τελικά λανθασμένη. «Είτε το ευρύ κοινό δεν νοιάστηκε ποτέ γι’ αυτό είτε το κοινό νοιαζόταν γι’ αυτό, αλλά δεν νοιάζεται πλέον», δήλωσε για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «το 80% του κοινού δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ και το 20%, είμαστε πλέον συγκλονισμένοι και εξαντλημένοι».