ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Δανεισμός 5,75 δισ. ευρώ σε επτά μήνες

Αντιστοιχεί με το 28% του ΑΕΠ – Μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες – Διϊστάμενες οι απόψεις

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Η τρίτη κατά σειρά διπλή έξοδος της Κύπρου στις διεθνείς αγορές για το 2020 πραγματοποιήθηκε χθες, Τρίτη 7 Ιουλίου 2020. Η έξοδος ήταν επιτυχής και η Κύπρος άντλησε για δύο ομόλογα λήξης 2024 και 2040 από 500 εκατομμύρια ευρώ έκαστο, ήτοι 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Η Κύπρος έχει εκδώσει από την αρχή του 2020 το 30% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της σε χρέος. Για την ακρίβεια, έχει δανειστεί 5,75 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 28% του ΑΕΠ της, υπερκαλύπτοντας όμως και το «ρευστοτικό κενό» που είχε δημιουργηθεί κατά τα τέλη Απρίλη.

Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους είχαν αναθεωρηθεί προς τα πάνω, φτάνοντας τα 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2021. Το υπολειπόμενο ποσό ανερχόταν στα 360 εκατομμύρια ευρώ, συνυπολογίζοντας ωστόσο πως το κράτος θα λάμβανε και 44 εκατομμύρια ευρώ από πωλήσεις ομολόγων προς φυσικά πρόσωπα και 90 εκατομμύρια ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) και την Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΤΑΣΕ). Ωστόσο, υπάρχουν δύο σχολές σκέψης για τις παραπάνω εξελίξεις. Η πρώτη σχολή θέλει η Κύπρος να οχυρώνεται με ρευστά διαθέσιμα για παν ενδεχόμενο, για μία έξαρση της πανδημίας και οικονομικής της διαχείρισης. Την ίδια ώρα, με αυτή την «ρευστοτική άνεση», είναι εις θέση να υπερκαλύψει –και με το παραπάνωόλες τις προβλεπόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες. Επίσης, ακόμα, πρέπει να σημειωθεί πως ο παράγοντας τουρισμός που είναι καθοριστικός για την επανάκαμψη της οικονομίας της Κύπρου, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχει δείξει και τα καλύτερα σημάδια.

Οι τουρίστες από τις παραδοσιακές αγορές θα αργήσουν αρκετά να καταφθάσουν στο νησί βάσει των επιδημιολογικών δεδομένων των χωρών τους (βλέπε Ηνωμένο Βασίλειο και Ρωσία), άρα και τα έσοδα από τον τουρισμό ενδεχομένως να είναι πολύ λιγότερα από τις εκτιμήσεις για 30% των περσινών επιδόσεων. Αυτά συνθέτουν ένα κοκτέιλ κινδύνων που το Γραφείο Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους προσμετρώντας παράλληλα τις ευνοϊκές συνθήκες για άντληση χρημάτων από τις διεθνείς αγορές, ανταποκρίθηκε στο σήμα των τραπεζών, δηλαδή της Citi, της Deutsche Bank, της Goldman Sachs και της HSBC για να δανειστεί η Κύπρος 1 δισ. ευρώ.

Υπάρχει όμως και μία δεύτερη σχολή σκέψης. Σε σύγκριση με άλλες χώρες, δεν υπάρχει καμία άλλη που αναλογικά να έχει δανειστεί τόσα χρήματα από τις διεθνείς αγορές και από τις κυπριακές τράπεζες από την αρχή του 2020. Κριτική ασκήθηκε και κατά την τελευταία διπλή έκδοση χρέους, τον Απρίλιο, με το μακρύ δανεισμό των 30 ετών (ενός εκ των δύο ομολόγων) να χαρακτηριστεί βεβιασμένος και ακριβός. Τότε, το Γραφείο Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είχε προβεί σε σχετική αιτιολόγηση του δανεισμού με επίσημη 8σέλιδη ανακοίνωση. «Η μεσοπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης δημόσιου χρέους δεν ευνοεί οπορτουνιστικές (ευκαιριακές ή κερδοσκοπικές) συναλλαγές. Δηλαδή, ένα κράτος δεν προσφεύγει στις αγορές κεφαλαίου μόνο όποτε μειώνονται τα επιτόκια. Ούτε, αν κριθεί ότι τα επιτόκια είναι ψηλά, είναι ορθολογιστικό για το κράτος να περιμένει επ’ αόριστον μέχρι να μειωθούν τα επιτόκια.

Μια τέτοια ευκαιριακή προσέγγιση, μεσοπρόθεσμα, θέτει την πιστοληπτική αξιοπιστία του Δημοσίου σε εκτεταμένους και αδικαιολόγητους κινδύνους. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τελικός αντικειμενικός σκοπός της διαχείρισης του δημόσιου χρέους δεν είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους δανεισμού ενός εκάστου μεμονωμένου δανείου, όπως αφήνουν να νοηθεί τα επικριτικά δημοσιεύματα. Σκοπός είναι η ελαχιστοποίηση του μεσοπρόθεσμου κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους στο σύνολο του (δηλ. κατά μέσο όρο) σε ένα αποδεκτό επίπεδο χρηματοοικονομικών κινδύνων. Συνεπώς, με δεδομένη την επικρατούσα αβεβαιότητα όσον αφορά την μακροοικονομική πορεία της Κύπρου και των οικονομικών εταίρων της, αλλά και όσον αφορά το προβλεπόμενο κόστος των σχεδίων παροχών για στήριξη της οικονομίας, όπως και την εξέλιξη της πανδημίας στο μέλλον, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να επιτευχθεί ένα αποδεκτό επίπεδο χρηματοοικονομικών κινδύνων διατηρώντας τον ίδιο στόχο για το ύψος των αναγκαίων ρευστών διαθεσίμων της Κυβέρνησης, όπως ο εν λόγω στόχος είχε τεθεί στο αρχικό Ετήσιο Χρηματοδοτικό Πρόγραμμα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Οι υποστηρικτές της δεύτερης σχολής σκέψης για τους πολλούς δανεισμούς του κράτους θέλουν το κράτος να μετατρέπεται σε έναν «επενδυτικό όρο» που χρησιμοποιείται ευρέως, στο λεγόμενο «debt junkie», ελληνιστί, «εθισμένο στο δανεισμό». Αντίλογος αυτού είναι πάντως πως η οικονομική διαχείριση μέχρι στιγμής της πανδημίας έχει γίνει με επιτυχία και δεν έχει προκύψει οποιαδήποτε επίπτωση από τους τρεις συνεχόμενους δανεισμούς.

Πάει ο ESM;

Μετά από αυτή την εξέλιξη, δηλαδή της διπλής εξόδου από τις αγορές που η Κύπρος άντλησε 1 δισ. ευρώ κατά τη χθεσινή ημέρα, μπορούν να εξαχθούν δύο συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η Κύπρος πλέον κάλυψε το «χρηματοδοτικό κενό» των 360 εκατ. ευρώ για μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2021, και δεύτερον ότι ενδεχομένως και να μην έχει ανάγκη να δανειστεί τα έως 400 εκατ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) που θα επενδύονταν όμως αποκλειστικά για θέματα υγείας. Ήταν από τα χρήματα που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup το πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη, ύψους 500 και πλέον δισεκατομμυρίων ευρώ. Από αυτά, τα χρήματα που προνοούνταν για την Κύπρο ήταν τα εξής: α) Δάνειο 160 εκατ. ευρώ από το ταμείο SURE για τα προγράμματα του Υπουργείου Εργασίας. β) Περίπου 200 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για προγράμματα εγγυήσεων δανείων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. γ) Δανειοδότηση για θέματα υγείας από τον ESM με μάξιμουμ τα 400 εκατ. για θέματα υγείας. Θα αναμένουμε τις κινήσεις του Υπουργείου στο επόμενο διάστημα αναφορικά με τον δανεισμό από τον ESM που αν και θα ήταν με μηδενικό σχεδόν επιτόκιο, θα ήταν στο αυστηρό πλαίσιο ενός είδους «μνημονίου». Που μάλλον στο Υπουργείο πλέον απεύχονται την οποιαδήποτε ανάμειξη με αυτή τη λέξη μετά τα γεγονότα του 2013.

Οι λεπτομέρειες της έκδοσης

Η Κυπριακή Δημοκρατία προχώρησε σε πρόσθετη έκδοση σε 2 υφιστάμενα Ευρωπαϊκά Μεσοπρόθεσμα Ομόλογα της Δημοκρατίας, λήξεως 3/12/2024 (4ετούς διάρκειας) και λήξεως 21/1/2040 (20ετούς διάρκειας), συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια, σε αυτό το στάδιο φαίνεται ότι θα διαμορφωθούν κατά προσέγγιση στο 0,34% για το πενταετές και στο 1,47% για το εικοσαετές. Συγκεκριμένα, το 4ετές Ευρωπαϊκό Μεσοπρόθεσμο Ομόλογο ύψους 500 εκατ. ευρώ τιμολογήθηκε με απόδοση +70 μονάδες βάσης πάνω από την τιμή αναφοράς mid-swaps και το 20ετές Ευρωπαϊκό Μεσοπρόθεσμο Ομόλογο ύψους 500 εκατ. τιμολογήθηκε με απόδοση +140 μονάδες βάσης πάνω από την τιμή αναφοράς mid-swaps. Το συνολικό βιβλίο προσφορών ξεπέρασε τα 5 δισ. ευρώ, και συγκεκριμένα ανήλθε στα 2 δισ. ευρώ για το 4ετές και 3 δισ. ευρώ για το 20ετές ομόλογο.

Έντυπη Έκδοση

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση