
Kathimerini.com.cy
Τα κέρδη της Τράπεζας Κύπρου για το α΄ τρίμηνο 2025 ανήλθαν σε €117 εκατ., και αντιστοιχούν σε Απόδοση Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων (ROTE) 18.3%, σε σύγκριση με €107 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2024 και €133 εκατ. για το α’ τρίμηνο 2024 (και Απόδοση Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων (ROTE) 17.1% για το δ’ τρίμηνο 2024 και 23.6% για το α’ τρίμηνο 2024).
Τα καθαρά έσοδα από τόκους για το α’ τρίμηνο 2025 ανήλθαν σε €186 εκατ., (σε σύγκριση με €198 εκατ. για το δ΄ τρίμηνο 2024 και €213 εκατ. για το α΄ τρίμηνο 2024, μειωμένα κατά 6% σε τριμηνιαία βάση και κατά 13% σε ετήσια βάση).
Η τριμηνιαία μεταβολή αποδίδεται κυρίως στην ανατιμολόγηση των ρευστών περιουσιακών στοιχείων και των δανείων. Η ετήσια μεταβολή αντανακλά κυρίως τη μείωση των επιτοκίων αναφοράς και τη μέτρια αύξηση του κόστους χρηματοδότησης (μετά την έκδοση πράσινου ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ύψους €300 εκατ. τον Απρίλιο του 2024), η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από τις ενέργειες αντιστάθμισης που πραγματοποιήθηκαν και τη συνεχιζόμενη αύξηση της ρευστότητας ως αποτέλεσμα της αύξησης των καταθέσεων.
Τα μη επιτοκιακά έσοδα για το α΄ τρίμηνο 2025 ανήλθαν σε €69 εκατ. (σε σύγκριση με €68 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2024 και €63 εκατ. για το α’ τρίμηνο 2024, αυξημένα κατά 1% σε τριμηνιαία βάση και κατά 10% σε ετήσια βάση) και αποτελούνται από καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες ύψους €44 εκατ., καθαρά κέρδη από διαπραγμάτευση συναλλάγματος και καθαρά κέρδη από χρηματοοικονομικά μέσα ύψους €9 εκατ., καθαρό αποτέλεσμα από ασφαλιστικές εργασίες ύψους €12 εκατ., καθαρά κέρδη από επανεκτίμηση και πώληση επενδύσεων σε ακίνητα και πώληση αποθεμάτων ακινήτων ύψους €1 εκατ. και λοιπά έσοδα ύψους €3 εκατ.
Τα κεφάλαια
Ο δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) με μεταβατικές διατάξεις υπολογισμένος για εποπτικούς σκοπούς ανήλθε σε 19.7% στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 19.2% στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Σε αυτή την ανακοίνωση, oι δείκτες κεφαλαίων υπολογισμένοι για εποπτικούς σκοπούς στις 31 Μαρτίου 2025, δεν περιλαμβάνουν τα κέρδη του α’ τρίμηνου 2025 (οι δείκτες αυτοί αναφέρονται ως εποπτικοί). Συμπεριλαμβάνοντας τα κέρδη για το α’ τρίμηνο 2025, μειωμένα για σχετική πρόβλεψη για διανομή στο υψηλότερο ποσοστό (‘payout ratio’) της εγκεκριμένης πολιτικής διανομής του Συγκροτήματος σύμφωνα με τις αρχές του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού της (ΕΕ) αριθ. 241/2014, ο δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) με μεταβατικές διατάξεις (συμπεριλαμβανόμενων των αδιανέμητων κερδών) ανέρχεται σε 19.9% στις 31 Μαρτίου 2025. Η πρόβλεψη για διανομή από τα κέρδη του 2025 δεν αποτελεί δέσμευση για οποιαδήποτε καταβολή διανομής ούτε αποτελεί εγγύηση ή διαβεβαίωση ότι θα γίνει καταβολή διανομής. Από τον Σεπτέμβριο 2023, αφαιρείται επιβάρυνση από τα ίδια κεφάλαια και αφορά τις προληπτικές προβλέψεις της ΕΚΤ για Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, η οποία ανήλθε σε 27 μ.β. στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 26 μ.β στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Εποπτική επιβάρυνση, σε σχέση με μια επιτόπια επιθεώρηση που αφορά την αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιέρχονται στην κυριότητα του Συγκροτήματος μέσω εκποιήσεων, αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια από τον Ιούνιο 2021, η επίπτωση της οποίας ανήλθε σε 2 μ.β. στον δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) του Συγκροτήματος στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 3 μ.β. στον δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) του Συγκροτήματος στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Επιπλέον, το Συγκρότημα υπόκειται σε αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σχέση με το χαρτοφυλάκιο ανακτηθέντων ακινήτων, οι οποίες ακολουθούν πρόνοια της ΔΕΕΑ για τήρηση ενός ελάχιστου επίπεδου κεφαλαίου έναντι ακίνητων περιουσιακών στοιχείων που κατέχονται μακροπρόθεσμα. Το επίπεδο κεφαλαίου που τηρείται παραμένει δυναμικό και μεταβάλλεται σε σχέση με τα ακίνητα εντός του πεδίου εφαρμογής που διαχειρίζεται η Διεύθυνση Διαχείρισης Ακινήτων (ΔΔΑ) του Συγκροτήματος τα οποία παραμένουν στον ισολογισμό του Συγκροτήματος και την αξία των εν λόγω ακινήτων. Στις 31 Μαρτίου 2025, η επίπτωση της απαίτησης αυτής ανήλθε σε 90 μ.β. στον δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1) του Συγκροτήματος, σε σύγκριση με 51 μ.β. στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Οι προαναφερόμενες απαιτήσεις περιλαμβάνονται στα κεφαλαιακά πλάνα του Συγκροτήματος και αντικατοπτρίζονται στις κεφαλαιακές προβλέψεις.
Το μέρισμα των 241 εκατ.
Το Φεβρουάριο 2025, λαμβάνοντας υπόψη την ισχυρή οικονομική επίδοση του Συγκροτήματος, την επιτυχή πραγματοποίηση των στρατηγικών του στόχων για το 2024 και τη συνεχιζόμενη δέσμευσή του να παρέχει σταθερές αποδόσεις στους μετόχους, η Εταιρία πρότεινε συνολική διανομής ύψους €241 εκατ., η οποία περιλαμβάνει μέρισμα σε μετρητά ύψους €211 εκατ. και επαναγορά ιδίων μετοχών ύψους μέχρι €30 εκατ. (μαζί, η ‘Διανομή 2024’). Η Διανομή 2024 αντιστοιχεί σε ποσοστό (‘payout ratio’) 50% της προσαρμοσμένης κερδοφορίας του Συγκροτήματος πριν των μη επαναλαμβανόμενων στοιχείων για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2024, στο ανώτατο όριο της Πολιτικής Διανομής 2024 του Συγκροτήματος, και αντιπροσωπεύει σημαντική αύξηση τόσο ως προς το ποσοστό (‘payout ratio’) όσο και ως προς το συνολικό ποσό, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η διανομή ισοδυναμεί με απόδοση διανομής (‘distribution yield’) ύψους 12% (με βάση την τιμή μετοχής στις 31 Δεκεμβρίου 2024) πάνω από τον μέσο όρο του τραπεζικού τομέα της Ευρωζώνης για το 2024.
Το Συγκρότημα στοχεύει στη δημιουργία σταθερής απόδοσης στους μετόχους του. Τον Φεβρουάριο 2025, το Συγκρότημα αναβάθμισε την πολιτική διανομής του, ώστε να αντανακλά τη σταθερή και συνεχή πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, το προφίλ κερδοφορίας και τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του Συγκροτήματος. Η συνήθης διανομή ανά έτος αναμένεται να κυμαίνεται μεταξύ 50-70% (‘payout ratio’) (από 30-50%) της προσαρμοσμένης κερδοφορίας πριν των μη επαναλαμβανόμενων στοιχείων, συνδυάζοντας μέρισμα σε μετρητά και επαναγορά ιδίων μετοχών. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξετάσει επίσης την εισαγωγή ενδιάμεσων μερισμάτων.
Νέα δάνεια 842 εκατ. ευρώ
Τα μεικτά δάνεια του Συγκροτήματος ανήλθαν σε €10,600 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με €10,374 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024, αυξημένα κατά 2% από την αρχή του έτους, κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για δάνεια σε επιχειρήσεις και αντανακλώντας την εποχικότητα σε τέτοια ζήτηση. Tο χαρτοφυλάκιο εξυπηρετούμενων δανείων του Συγκροτήματος αυξήθηκε κατά 3% από την αρχή του έτους και ανήλθε σε €10.45 δις, ευθυγραμμισμένο με τον στόχο του 2025 για αύξηση 4% σε ετήσια βάση.
Ο νέος δανεισμός που δόθηκε στην Κύπρο κατά το α’ τρίμηνο 2025 ανήλθε σε €842 εκατ. (σε σύγκριση €727 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2024 και €676 εκατ. για το α’ τρίμηνο 2024), αυξημένος κατά 16% σε τριμηνιαία βάση και 25% σε ετήσια βάση. Η αύξηση σε ετήσια βάση προέρχεται κυρίως από δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις, στεγαστικά δάνεια και δάνεια στον τομέα διεθνών εργασιών. Ο νέος δανεισμός που δόθηκε κατά το α’ τρίμηνο 2025 αποτελείτο από δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις ύψους €430 εκατ., δάνεια σε ιδιώτες (λιανικής τραπεζικής) ύψους €202 εκατ. (εκ των οποίων στεγαστικά δάνεια ύψους €114 εκατ.), δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ύψους €71 εκατ. και δάνεια στον τομέα διεθνών εργασιών ύψους €139 εκατ. Στις 31 Μαρτίου 2025, τα καθαρά δάνεια και απαιτήσεις από πελάτες του Συγκροτήματος ανήλθαν σε €10,387 εκατ. (σε σύγκριση με €10,114 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024), αυξημένα κατά 3% από τον Δεκέμβριο 2024. Η Τράπεζα είναι ο μεγαλύτερος παροχέας δανείων στην Κύπρο με το μερίδιο αγοράς να ανέρχεται σε 43.1% στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 43.0% στις 31 Δεκεμβρίου 2024.
Οι απαιτήσεις MREL
Τον Ιανουάριο 2025, η Τράπεζα έλαβε τελική ειδοποίηση από το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με την απόφαση της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) του 2025, με την οποία η απαίτηση της Eλάχιστης Aπαίτησης Iδίων Kεφαλαίων και Eπιλέξιμων Yποχρεώσεων (MREL) ορίζεται στο 23.85% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων (ή στο 29.23% επί των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων λαμβάνοντας υπόψη το ισχύον ποσοστό της Συνδυασμένης Απαίτησης Αποθέματος Ασφαλείας (CBR) κατά την 1 Ιανουαρίου 2025, η οποία πρέπει να επιτευχθεί με ίδια κεφάλαια πέραν της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL)) και στο 5.91% της έκθεσης του μέτρου συνολικού ανοίγματος του Δείκτη Μόχλευσης (LRE). Οι αναθεωρημένες απαιτήσεις της Eλάχιστης Aπαίτησης Iδίων Kεφαλαίων και Eπιλέξιμων Yποχρεώσεων (MREL) τέθηκαν σε εφαρμογή με άμεση ισχύ αντικαθιστώντας την προηγούμενη απαίτηση ύψους 25.00% επι των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων και την απαίτηση ύψους 5.91% του μέτρου συνολικού ανοίγματος του Δείκτη Μόχλευσης (LRE).
Μερίδιο καταθέσεων 37,5%
Οι συνολικές καταθέσεις πελατών του Συγκροτήματος ανήλθαν σε €20,702 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025 (σε σύγκριση με €20,519 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024 και σε €19,260 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2024), αυξημένες κατά 7% σε ετήσια βάση και κατά 1% από την αρχή του έτους. Κατά τις 31 Μαρτίου 2025, οι καταθέσεις πελατών είναι ως επί το πλείστο από ιδιώτες και 55% των καταθέσεων είναι προστατευμένες από το ταμείο εγγύησης καταθέσεων. Το μερίδιο αγοράς της Τράπεζας στις καταθέσεις στην Κύπρο ανήλθε σε 37.5% στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 37.2% στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Οι καταθέσεις πελατών ανέρχονται σε 77% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων και το 87% του συνόλου των υποχρεώσεων στις 31 Μαρτίου 2025 (σε σύγκριση με 77% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων και 87% του συνόλου των υποχρεώσεων στις 31 Δεκεμβρίου 2024). Ο δείκτης δανείων (μετά τις προβλέψεις) προς καταθέσεις (Δ/Κ) ανήλθε σε 50% στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 49% στις 31 Δεκεμβρίου 2024 στην ίδια βάση, αυξημένος κατά 1 ε.μ. από την αρχή του έτους.
ΜΕΔ στα 190 εκατ. ευρώ
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με βάση την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΜΕΔ) μειώθηκαν κατά €65 εκατ., ή 26% κατά το α’ τρίμηνο 2025, σε σύγκριση με καθαρή μείωση ΜΕΔ ύψους €19 εκατ. κατά το δ’ τρίμηνο 2024, σε €190 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025 (σε σύγκριση με €255 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024). Ως αποτέλεσμα, τα ΜΕΔ αντιπροσωπεύουν το 1.8% του συνόλου των μεικτών δανείων στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 2.5% στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Το ποσοστό κάλυψης των ΜΕΔ ανέρχεται σε 122% στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 100% στις 31 Δεκεμβρίου 2024.
Συνολικά, από το ανώτατό τους επίπεδο το 2014, τα ΜΕΔ έχουν μειωθεί κατά €14.8 δις ή 99% σε €0.2 δις και το ποσοστό ΜΕΔ προς δάνεια κατά 61 εκατοστιαίες μονάδες, από 63% σε κάτω από 2.0%.
Κόστος προσωπικού 50 εκατ. ευρώ
Τα συνολικά έξοδα για το α΄ τρίμηνο 2025 ανήλθαν σε €95 εκατ. (σε σύγκριση με €114 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2024 και €92 εκατ. για το α’ τρίμηνο 2024, μειωμένα κατά 17% σε τριμηνιαία βάση και κατά 3% σε ετήσια βάση), εκ των οποίων 53% αφορά το κόστος προσωπικού (€50 εκατ.), 39% αφορά τα λοιπά λειτουργικά έξοδα (€37 εκατ.) και 8% αφορά τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλα τέλη/εισφορές (€8 εκατ.). Η τριμηνιαία μείωση οφείλεται στην εποχικότητα που επηρεάζει κυρίως τα λοιπά λειτουργικά έξοδα. Η ετήσια αύξηση οφείλεται κυρίως στην αύξηση των λοιπών λειτουργικών εξόδων.
Το κόστος προσωπικού για το α΄ τρίμηνο 2025 ανήλθε σε €50 εκατ. (σε σύγκριση με €52 εκατ. για το δ’ τρίμηνο 2024 και €48 εκατ. για το α’ τρίμηνο 2024, μειωμένο κατά 4% σε τριμηνιαία βάση και αυξημένο κατά 4% σε ετήσια βάση), και περιλαμβάνει πρόβλεψη για παροχές προσωπικού βάσει απόδοσης, ύψους €2 εκατ. (σε σύγκριση με πρόβλεψη για παροχές προσωπικού βάσει απόδοσης ύψους περίπου €4.3 εκατ. και για παροχές τερματισμού προσωπικού ύψους περίπου €2.4 εκατ κατά το δ’ τρίμηνο 2024 και πρόβλεψη για παροχές προσωπικού βάσει απόδοσης ύψους περίπου €2 εκατ. και για παροχές τερματισμού προσωπικού ύψους περίπου €0.2 εκατ κατά το α’ τρίμηνο 2024). Εξαιρώντας τις πιο πάνω προβλέψεις, το κόστος προσωπικού αυξήθηκε κατά 5% σε ετήσια βάση και κατά 5% σε τριμηνιαία βάση, αντικατοπτρίζοντας τις σταδιακές προσαρμογές που έλαβαν χώρα το πρώτο τρίμηνο του έτους, που περιλαμβάνουν μισθολογικές αυξήσεις, υψηλότερες αναπροσαρμογές για το κόστος διαβίωσης (αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή (ΑΤΑ)) και υψηλότερες συνεισφορές του εργοδότη.
Ο δείκτης κόστος προς έσοδα αναπροσαρμοσμένος για τον ειδικό φόρο επί των καταθέσεων και άλλα τέλη/εισφορές για το α’ τρίμηνο 2025 ανήλθε σε 34% (σε σύγκριση με 38% για το δ’ τρίμηνο 2024 και 29% για το α’ τρίμηνο 2024) αντανακλώντας εποχικά χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και ανθεκτικά έσοδα.