ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μια θρυλική συνάντηση

Ο γκονφαλονιέρο Πιέρο Σοντερίνι αναθέτει στον Λεονάρντο ντα Βίντσι να συνθέσει μια τοιχογραφία

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΥΡΔΟΥΚΟΥΤΑ

PATRICK BOUCHERON
Λεονάρντο & Μακιαβέλι
μτφρ.: Ρίκα Μπενβενίστε
εκδ. Πόλις

Φλωρεντία, φθινόπωρο του 1503. Ο γκονφαλονιέρο Πιέρο Σοντερίνι αναθέτει στον Λεονάρντο ντα Βίντσι να συνθέσει μια τοιχογραφία στη Σάλα του Μεγάλου Συμβουλίου στο Παλάτι της Σινιορίας. Το θέμα της: η μάχη του Ανγκιάρι. Η ιστορική νίκη των Φλωρεντινών επί των Μιλανέζων στην Τοσκάνη. Ενας ύμνος υπέρ των αρετών της δημοκρατίας.

Αποτυχία: ο Λεονάρντο –για λόγους που δεν είναι της παρούσης– δεν θα καταφέρει να ολοκληρώσει ποτέ το έργο. Με καταρρακωμένη την προσωπική του φήμη, ο μεγάλος ζωγράφος φεύγει από τη Φλωρεντία, αφήνοντας πίσω του ένα έργο ανολοκλήρωτο. Ωστόσο, πολλοί κάνουν λόγο για ένα αριστούργημα, παρότι ατελές. Οι φήμες διαδίδονται αστραπιαία. Αναρίθμητοι διάσημοι ζωγράφοι της εποχής συρρέουν στο Παλάτσο Βέκιο να το θαυμάσουν (μεταξύ αυτών και ο Ρούμπενς).

Τα χρόνια περνούν. Η δημοκρατία ηττάται, επιστρέφουν οι Μέδικοι. Βρισκόμαστε στα 1563. O Κόζιμο Α΄ καλεί τον Βαζάρι να φτιάξει τη δική του νωπογραφία στη σάλα των Πεντακοσίων. Ο αποκαλούμενος και Giorgino fa Presto (εξαιτίας της ταχύτητάς του στην εκτέλεση νωπογραφιών) ζωγραφίζει μια άλλη θρυλική μάχη για τους Φλωρεντινούς, εκείνη του Μαρτσιάνο.

Απορία: τι απέγινε όμως το έργο του Λεονάρντο; Τι το έκανε ο Βαζάρι; Το κατέστρεψε, το κάλυψε, το εξαφάνισε ή το έκρυψε; Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ. Κι όμως, σ’ ένα σημείο της εντυπωσιακής τοιχογραφίας (17 μ. μήκος και 7 μ. ύψος) πάνω σε ένα από τα λάβαρα της μάχης, αναγράφεται μια αινιγματική φράση: «Ψάξε βρες» (Cerca Trova). Μήπως το έργο του Λεονάρντο έχει τελικά διατηρηθεί; Ισως να μπορεί κανείς, τελικά, να το βρει, αρκεί –προφανώς– να ψάξει καλά.

Στο «Λεονάρντο και Μακιαβέλι», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, ο Πατρίκ Μπουσερόν, Γάλλος ιστορικός, καθηγητής στο Collège de France, με ειδίκευση στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ακολουθεί την προτροπή του Βαζάρι απαρέγκλιτα: ψάχνει και θέλει να βρει. Μόνον που αυτό που θέλει να βρει δεν είναι η χαμένη τοιχογραφία του Λεονάρντο. Αυτό που αναζητά είναι το τεκμήριο μιας πιθανής συνάντησης. Της ενδεχόμενης συνάντησης του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του άλλου μεγάλου πνεύματος της Φλωρεντίας της ίδιας περιόδου, του –για πολλούς, τρισκατάρατου και αποκρουστικού– Μακιαβέλι.

Υπάρχουν πράγματι ίχνη. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι δύο μεγάλοι άνδρες βρέθηκαν τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις και για σχετικά εκτεταμένες χρονικές περιόδους στον ίδιο τόπο. Αρχικά στο Ουρμπίνο στην αυλή του Καίσαρα Βοργία, για περίπου ένα χρόνο, και έπειτα στη Φλωρεντία την εποχή του γκονφαλονιέρου Πιέρο Σοντερίνι, για τουλάχιστον δύο χρόνια. Οπότε, είχαν δίχως αμφιβολία, την ευκαιρία να συναντηθούν. Συναντήθηκαν όμως;

Πνευματικά δάνεια

Υπάρχουν λόγοι για τις εικασίες. Καθότι πίσω από το παραπέτασμα της επίσημης ιστορίας, δηλαδή της ιστορίας που έχει γραφτεί, φαίνεται να υφίστανται ανταλλαγές απόψεων και αμοιβαία πνευματικά δάνεια μεταξύ των δύο ανδρών. Κάτι που προϋποθέτει επικοινωνία, επαφές, συζητήσεις και γιατί όχι ίσως και αμοιβαία συμπάθεια.

Ωστόσο δεν υπάρχει καμία μαρτυρία. Απουσιάζουν τα τεκμήρια. Λείπουν οι απτές αποδείξεις. Φτάνουμε έτσι στο σημείο όπου η ιστορία σωπαίνει.

Ο Μπουσερόν επιλέγει να διασχίσει τη σιωπή. Αποφασίζει να υπερβεί τη σχολαστικότητα του ιστορικού που προχωράει μόνον όταν είναι βέβαιος πως δεν θα βρέξει τα πόδια του. Μετερχόμενος τη γνώση και τη διαίσθησή του, αναλαμβάνει το δύσκολο αυτό εγχείρημα και προχωράει. Με μια απαράβλητη εμμονή στη λεπτομέρεια, παράλληλα με την αποδοχή της αξίας της μυθοπλασίας, ο Γάλλος ιστορικός επιδίδεται σε μια δραματική απογραφή των πολλών χαμένων ευκαιριών. Αναφέρει τους τόπους: Ουρμπίνο, Μιλάνο, Φλωρεντία, Πίζα, Σιένα, Παρίσι. Απαριθμεί και παρουσιάζει τα πρόσωπα που έπαιξαν μείζονα ρόλο στη ζωή των δύο Φλωρεντινών: τον Σοντερίνι, τον Καίσαρα Βοργία, τον Σαβοναρόλα, τον Κάρολο Η΄, τον Πάπα Ιούλιο Β΄, τον Λουδοβίκο ΙΒ΄. Εχοντας διαμορφώσει το σκηνικό, τους χαρακτήρες και την ατμόσφαιρα, προβάλλει και αξιολογεί την υπόρρητη συνάφεια λόγων, σκέψεων και απόψεων. Καθότι ο Λεονάρντο και ο Μακιαβέλι τείνουν να «συναντιούνται» σε πολλά: όπως η παρομοίωση της τύχης σε μανιασμένο ποτάμι, το βλέμμα του ζωγράφου ως ματιά που δεσπόζει επί της πραγματικότητας, ο ρόλος των καιρών, όπως και ο ρυθμός και η ποιότητά τους, αλλά και ο απομυθοποιητικός ρεαλισμός με τον οποίο ο ένας συλλογιέται και ο άλλος ζωγραφίζει. Αμφότεροι κατανοούν με τρόπο βαθύ και ουσιαστικό ότι ζουν σε έναν κόσμο που αλλάζει, με ταχύτητα μεγάλη, αδήριτα και ριζικά.

Συνοψίζοντας, ο Μπουσερόν μας χαρίζει μια ιστορία αισθητικά σαγηνευτική, την οποία η ασυναγώνιστη ευρυμάθειά του την καθιστά –ταυτόχρονα– πνευματικά απολαυστική. Μια ιστορία, η οποία επιστρέφει στον θόρυβο των καιρών και τον ανατέμνει, βοηθώντας μας –εντέλει– να αντιληφθούμε την εποχή όπου η Ιταλία έβγαινε από το μακρύ γοτθικό σκοτάδι, με σθένος, θάρρος και ορμή δυσμέτρητη. Τι άλλο να ζητήσει άλλωστε κανείς από την ιστορία; Τι άλλο να απαιτήσει από τον ιστορικό; Τι περισσότερο από ένα δυσεκπλήρωτο και αδάμαστο «ψάξε βρες»;

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X