ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τόλης Βοσκόπουλος: Ο ορισμός της έννοιας του artist

Συνεργάτες και φίλοι θυμούνται περιστατικά από τη ζωή του μεγάλου ερμηνευτή Τόλη Βοσκόπουλου

Kathimerini.gr

Νικόλας Ζώης

Είναι παλιά συνήθεια η αναζήτηση των άγνωστων πτυχών της ζωής ενός σταρ: ίσως με αυτόν τον τρόπο συντηρείται ο μύθος του, ίσως έτσι το κοινό αποκτά μια ψευδαίσθηση οικειότητας. Ισως πάλι, οι ιστορίες που λέγονται για τους ανθρώπους, άσημους ή διάσημους, είναι το στοιχείο που τους καθιστά αξέχαστους. Στην περίπτωση του Τόλη Βοσκόπουλου, του μοναδικού μεγάλου σταρ του ελαφρολαϊκού τραγουδιού, το πράγμα δεν διαφέρει πολύ. Από την περασμένη Δευτέρα, που ο λαοφιλής ερμηνευτής και ηθοποιός έφυγε από τη ζωή, έχουν γραφτεί πολλά. Πού να σταθεί κανείς; Μήπως να εστιάσει στα πρώτα χρόνια της ζωής του, όταν ο φρουτέμπορος πατέρας του εισάκουγε απρόσμενα την επιθυμία του γιου του να ασχοληθεί με το θέατρο; Ή εξίσου χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που ο μεγάλος Βοσκόπουλος έδειρε τον μικρό επειδή ο δεύτερος θεώρησε ότι το μακρύ παντελόνι που πρωτοφόρεσε μια μέρα τού έδωσε το δικαίωμα να γυρίσει αργά στο σπίτι;

Με την Αντζελα Γκερέκου και τον Μάκη Μάτσα.

Ο Τόλης Βοσκόπουλος είχε αναγνωριστεί ως «καλλιτεχνική φύση» από νωρίς και από πολλούς. Από την Ελένη Ανουσάκη, για παράδειγμα, συμπρωταγωνίστριά του σε ταινίες όπως «Μαριχουάνα στοπ!», που θυμάται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν εκείνη παρευρισκόταν στις πρόβες της μητέρας της, Μαλαίνας Ανουσάκη, στο θέατρο «Διάνα», στα τελευταία καθίσματα καθόταν ένας νεαρός. «Οταν έκανε πρόβες ο Χορός κάποιας τραγωδίας, δεν μιλούσε κανείς μας», διηγείται στην «Κ» η ηθοποιός. «Μερικές φορές, τη σιωπή έσπαγε ένας βήχας. Κάποια στιγμή καταλάβαμε ότι ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος. Είχε τότε έναν περιφερειακό ρόλο στο “Κράτος του Θεού” με τον Δημήτρη Μυράτ και ερχόταν για να παρακολουθήσει τις πρόβες. Παρακάλεσε να μην τον διώξουν. Ηταν συγκινητικό».

Ο συνθέτης και σαξοφωνίστας Γιώργος Κατσαρός, που έγραψε για τον Τόλη Βοσκόπουλο τραγούδια όπως «Αποκλείεται» και «Ας είμαστε ρεαλισταί», θυμάται την κοινή τους θητεία στην Αεροπορία: «Τρέχαμε από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, για να διασκεδάσουμε τους σμηνίτες, μαζί με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, που υπηρετούσε μαζί μας», λέει στην «Κ». Επειτα ήρθαν οι αμιγώς επαγγελματικές συνεργασίες. «Στις αρχές του ’60 είχα γράψει μουσική για την επιθεώρηση “Σαμπάνια και πενιές”, στο θέατρο “Παρκ”, όπου έπαιζε ο Βοσκόπουλος», διηγείται ο Γιώργος Κατσαρός. «Είχε βραβευτεί τότε το τραγούδι μου “Κάθε λιμάνι και καημός” και ο θιασάρχης Κώστας Χατζηχρήστος θέλησε να το παίξουμε. Το ερμήνευσε η Κλειώ Δενάρδου με τον Τόλη στα δεύτερα φωνητικά. Τον άκουσε και εκεί ο Γιώργος Ζαμπέτας και χρόνια μετά του έγραψε την “Αγωνία”».

Με τον Στράτο Διονυσίου σε κοινή τους εμφάνιση.

Φυσικά, μια καλλιτεχνική φύση μνημονεύεται και για άλλες πτυχές της. Κάπως έτσι, εξίσου πολλά έχουν γραφτεί για τη σχέση του Τόλη Βοσκόπουλου με το χρήμα. Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που αναφέρει ο Μάκης Μάτσας, πρόεδρος της εταιρείας Minos, στο βιβλίο του «Πίσω από τη μαρκίζα» (εκδ. Διόπτρα). Οταν ήρθε η ώρα να ανανεώσει το συμβόλαιό του ο τραγουδιστής, ο επιχειρηματίας φοβόταν ότι θα του ζητήσει κάποιο αστρονομικό ποσό. Τελικά, ο Τόλης Βοσκόπουλος ρώτησε απλώς «πού να βάλω την τζίφρα μου». «Μα, όλα τα οικονομικά θέματα είναι ανοιχτά», διαμαρτυρήθηκε ο Μάτσας. «Μάκη, συμπλήρωσε ό,τι θέλεις και δώσε μου να το υπογράψω», ήταν η απάντηση.

Τα χρέη του τραγουδιστή, οι θυελλώδεις σχέσεις και οι γάμοι του συγκέντρωναν για χρόνια τα φώτα της δημοσιότητας. Ισως όμως σημασία έχει πλέον το αρχικό χαρακτηριστικό του, που το επισημαίνει και ο Μίμης Πλέσσας: «Ο Τόλης ήταν ένας άνθρωπος χαρισματικός, αυτό τα λέει όλα. Σίγουρα ήταν ένας σταρ», τονίζει στην «Κ» ο συνθέτης επιτυχιών όπως «Το φεγγάρι πάνωθέ μου» και «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι». «Ηταν καλλιτέχνης, απόλυτα», καταλήγει. «Αν έπρεπε να βρούμε τον τρόπο να ορίσουμε την έννοια του artist, τότε αυτό είναι ο Τόλης».

Η αλήθεια και η γνησιότητα στο τέλος αναγνωρίζονται

Της ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΛΑΜΠΡΙΑ*

Δεν θυμάμαι να ’χω βαρεθεί τόσο πολύ και για τόσο πολύ. Πλήξη αδιάπτωτη και μούτρα πολύωρα. Μέτραγα δεκάλεπτο το δεκάλεπτο κοιτώντας το ρολόι μου φανερά. Και τίποτα δεν μου προκαλούσε το ενδιαφέρον. Και βεβαίως είχε σύρριζα κλαδέψει το κέφι των ομοτράπεζων. Καλοκαίρι 1987, στα Αστέρια, σε μια πρόσκληση που δεν είπα όχι από μαζοχισμό. Ο Τόλης Βοσκόπουλος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ένας τραγουδιστής που μόνο καλαμπούρια τον συνόδευαν, αν καταδεχόταν ποτέ η παρέα μου να πετάξουμε το όνομά του στην κουβέντα. Λέγαμε «Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά» για να προσθέσουμε κωμική νότα και αντιμετωπίζαμε τις ξανθομαλλούσες με τον τίτλο του σχετικού του τραγουδιού. Ο,τι τσιμπολογούσαμε από τους τίτλους των εφημερίδων και από τη μετάδοση των ελληνικών ταινιών, που δεν βλέπαμε βεβαίως.

Η μουσική μας αγωγή, που ξεκίνησε στις αρχές του ’60 που ήμασταν μωρά ή νήπια με το Μαντολίνο του Χατζιδάκι και τα Καβουράκια του Τσιτσάνη και με καλπασμό συνέχισε στη Λέσχη του Δίσκου, στα «πολιτικά», σε όλο τον Θεοδωράκη – Χατζιδάκι και στα λαϊκά και τα ρεμπέτικα που έδιναν ήχο και βάθος στην έγνοια για την καταγωγή μας, στα πάθη και τα ερωτικά βάσανά μας, δεν είχε θέση γι’ αυτόν τον κομψευάμενο με την ανασηκωμένη μύτη, το γυαλιστερό ατσαλάκωτο κοστούμι, που τραγουδούσε τον ύμνο του κούφιου, βροντερού ανδρικού ναρκισσισμού, επαναλαμβάνοντας το «Ανεπανάληπτος». Αυτό μου συνέβαινε το 1987 – όπου διόλου δεν δυσφορούσε η φεμινιστική μου ταυτότητα με το «Είμαι της ζωής σου ο ένας, δεν με σβήνει κανένας». Οχι, αυτό το τραγουδούσα δυνατά τρέχοντας μεσάνυχτα στην Εθνική, ο Καζαντζίδης δικαιούτο να λέει ό,τι θέλει. Οπως κι ο Γαβαλάς και άλλοι.

Με τη Ζωή Λάσκαρη σε στιγμιότυπο από την ταινία «Μαριχουάνα στοπ!» (1971).

Τι άλλαξε σε κάτι τύπους σαν κι εμένα, που μπορεί να ακούν με την ίδια προσήλωση το Salve Regina του Part και τη φωνή της Μπέλλου – ακονισμένο λεπίδι να λέει «Ψέματα ήταν ό,τι κι αν έλεγα, ψέματα ήτανε δεν σ’ αγαπούσα»; Πώς αναγνωρίσαμε μια θέση στον Βοσκόπουλο στα γλέντια; Μπορεί να μην αναζητήσαμε ένα δισκάκι για να τραγουδήσουμε το «Μα εγώ αγαπώ μία, μία, μόνο μία και στον κόσμο καμία άλλη δε ζητώ», αλλά το τραγουδήσαμε με τα σπλάχνα μας. Κι αν κοροϊδέψαμε τις μεγαλοστομίες και τους όρκους, κυνικοί και είρωνες όντες, όταν τύχαινε και το ραδιόφωνο έπαιζε «Οπου και να ’σαι, θα σε λατρεύω, να το θυμάσαι» δεν αλλάξαμε σταθμό γιατί κάτι γρατζούνιζε αυτό που έχουμε για καρδιά. Για να μην ξεχάσω και την «Αγωνία, με λαχτάρα να σε νοιάζομαι» που το ’χω μπριλάντι στο στέμμα του.

Τι ήταν αυτό; Αυτό το ίδιο που συνέβαινε και στην περίπτωση του σπουδαιότατου Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η ερμηνεία του στο «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», μας λόγχιζε τα σωθικά, αλλά τον αναγνωρίζαμε και στο εντελώς δικό του δημιούργημα με τον σουρεαλιστικό στίχο «Ξύπνησα νύχτα και μες στη σκέψη μου άναψαν φώτα… Μια γυναίκα φεύγει μια σωστή κυρία» ή τη «Μεγάλη επίσημη», όπως και το κλακ κλακ από τα πέταλα των αλόγων – του άσπρου και του μαύρου. Ηταν αληθινά. Τόσο απλά.

Ησαν εκείνοι και μόνο εκείνοι, ήταν δικά τους και μόνο δικά τους. Και τ’ αυτιά μας κι η καρδιά μας, όσο καλλιεργημένη ήταν ή δεν ήταν, αυτή την αλήθεια και τη γνησιότητα την αναγνώριζε. Και την ξεχώρισε εντέλει.

* Η κ. Αναστασία Λαμπρία είναι εκδότρια (εκδόσεις Ποταμός).

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση

X