ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Κάθε σκηνοθέτης έχει δικό του «ήχο»

Οι δημιουργοί της πολυβραβευμένης ταινίας «Digger» Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη και Τζώρτζης Γρηγοράκης μιλούν στην «Κ»

Kathimerini.gr

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗΣ

Ηταν μια συνάντηση διαφορετικών γενιών που «έδεσε», αλλά όχι χωρίς κόστος. Η καταξιωμένη Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη, ως παραγωγός, και ο πρωτοεμφανιζόμενος Τζώρτζης Γρηγοράκης, ως σκηνοθέτης, συνυπήρξαν δημιουργικά, επίπονα και αποτελεσματικά, από τη γέννηση μέχρι την πολλαπλή βράβευση και διεθνή πορεία της ταινίας «Digger», που προβάλλεται ήδη στις αίθουσες. Eνα σύγχρονο ελληνικό γουέστερν, μικρό στην αρχή που εξελίχθηκε σε «μικρό έπος», όπως ομολογούν και οι δύο στην από κοινού τηλε-συνέντευξή τους στην «Κ» (η κ. Τσαγγάρη μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ ΗΠΑ και Σύρου, όπου βρίσκεται αυτόν τον καιρό). Εκείνη, βασική εκπρόσωπος, μαζί με τον Γιώργο Λάνθιμο, του weird wave («αλλόκοτου κύματος» του ελληνικού κινηματογράφου, που πάφλασε τη δεκαετία του 2010), σκηνοθέτις, μεταξύ άλλων, του βραβευμένου «Attenberg» και συνδημιουργός της εταιρείας παραγωγής Haos Film· εκείνος, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Digger», βρέθηκε στο περυσινό Φεστιβάλ του Βερολίνου, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον κριτικών και κοινού.

Η ιστορία του αναχωρητή Νικήτα, ο οποίος ζει αποτραβηγμένος στην κορυφή ενός ορεινού δάσους, ενώ μια βιομηχανία επεκτείνεται διαταράσσοντας την άγρια φύση, και η σχέση με τον γιο του, ο οποίος εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή του, έχει δύο στοιχεία αναπόσπαστα: της σύγκρουσης και του επείγοντος, της κλιματικής αλλαγής. «Δεν έχουμε και άλλη επιλογή», υπογραμμίζει ο Τζ. Γρηγοράκης. «Ο πλανήτης έχει deadline». Η κινηματογράφηση της «άγριας φύσης» δεν ήταν, όμως, η μόνη δυσκολία αυτής της παραγωγής: «Με το “Digger”, ζορίστηκα», ομολογεί η Αθηνά Τσαγγάρη. «Το αναλάβαμε ενώ ολοκλήρωνα την ταινία μου “Chevalier” και πιστεύαμε πως θα έπαιρνε 2-3 χρόνια το πολύ. Hμασταν υπερβολικά αισιόδοξοι! Τελικά λόγω της ατέρμονης διαδικασίας του στησίματος της διεθνούς συμπαραγωγής και καθυστερήσεων των εγκρίσεων, πήρε έξι χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων δίδασκα και σκηνοθετούσα για την τηλεόραση στο εξωτερικό, ενώ ετοίμαζα το σενάριο της επόμενης ταινίας μου, μια διαδικασία που εκτός από χρονοβόρος είναι πάντα βασανιστική για μένα. Η απόσταση αυτή ήταν δύσκολη και στενόχωρη και για τους συνεργάτες μου και για τον Τζώρτζη. Χωρίς τη σύμπραξη με τη Φένια Κοσοβίτσα της Blonde, τη Faliro House, την junior παραγωγό μας Χρυσάνθη Καρφή-Κώη και τη μοναδική αφοσίωση του συνεργείου και του καστ, δεν θα τα είχαμε καταφέρει». Και καταλήγει με μια «είδηση»: «Μετά την ελληνική πρεμιέρα του “Digger”, νομίζω ήρθε η στιγμή να αποσυρθεί η Haos ως παραγωγός εταιρεία. Eπικεντρωνόμαστε στην ολοκλήρωση του υπέροχου ντοκιμαντέρ της Ιωάννας Τσουκαλά “Ladies in Waiting”, που επίσης ξεκινήσαμε πριν από χρόνια – και μετά κάνουμε παύση».

Οι προξενητές

– Πώς όμως διασταυρώθηκαν οι δρόμοι της Αθηνάς Τσαγγάρη και του Τζώρτζη Γρηγοράκη;
Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη: Hταν μέσω της κοινής μας μούσας, του ηθοποιού Βαγγέλη Μουρίκη, που μου πρωτομίλησε γι’ αυτόν «τον μικρό, πολύ ταλαντούχο, σκηνοθέτη». Ο Βαγγέλης δουλεύει σε ταινίες μόνον εφόσον πειστεί ότι υπάρχει νόημα και στο περιεχόμενο και στη συνεργασία του, ότι θα είναι στην «ίδια σελίδα» με τον δημιουργό. Επέμενε, λοιπόν, να γνωρίσουμε τον Τζώρτζη Γρηγοράκη. Εμείς, πάλι, στη Haos Film, η Μαρία Χατζάκου κι εγώ, αναζητούσαμε την ταινία ενός πρωτοεμφανιζόμενου για να συνεχίσουμε την παράδοση της εταιρείας παραγωγής. Η Aννα Νικολάου, βοηθός σκηνοθέτη και casting director, η Μαρία Χατζάκου, ο Βαγγέλης Μουρίκης ήταν οι προξενητές. Χρειάζεται γερή κοινότητα στη μικρή μας κινηματογραφική βιοτεχνία… ή αλλιώς «it takes a village».

– Είναι τόσο μικρός ο χώρος;
Τζώρτζης Γρηγοράκης: Σκεφτόμουν πολύ για τον παραγωγό. Η Haos και η Αθηνά ήταν στην κορυφή της λίστας εκείνων που πραγματικά ήθελα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι αντίστοιχο με την Αθηνά στην Ελλάδα: να είναι και σκηνοθέτης και παραγωγός με τέτοιο εύρος διεθνούς εμπειρίας.
Aθ. Τσ.: Είμαστε κάπως σαν εργαστήριο στη Haos. Yστερα από τις πρώτες ταινίες που κάναμε, είπαμε να δούμε προς τα πού πάει το ελληνικό σινεμά μετά το weird wave.

– Τι είδατε στο σενάριο που σας έπεισε να αναλάβετε την παραγωγή;
Aθ. Τσ.: Είδα όλες τις μικρού μήκους του Τζώρτζη, διάβασα το σενάριο. «Είδα» έναν σκηνοθέτη. Είχε και το θέμα, και την κινηματογραφική γλώσσα, και την πολιτική φωνή. Επίσης στο κέντρο αυτού του αφηγηματικού κόσμου που είχε χτίσει ο Τζώρτζης ύστερα από πολλή έρευνα, «είδα» τον Νικήτα, τον κεντρικό χαρακτήρα, που ήταν ένα σύμβολο αντίστασης και ουμανισμού, είδος υπό εξαφάνιση. Παράλληλα με ένα σινεμά υπό εξαφάνιση… Ο Τζώρτζης τόλμησε να ανατρέξει στις ρίζες του ελληνικού σινεμά. Η ταινία του δεν είναι weird wave. Είναι νατουραλισμός, είναι ουμανισμός, με ερμηνείες ρεαλιστικές, με πολύ κέντημα. Hταν το τέλειο στοίχημα.

– Ποιες είναι οι καταβολές σας, κ. Γρηγοράκη;
– Ηθελα να γυρίσω μια κλασική ταινία. Με την έννοια της κλασικής δραματουργίας και αφήγησης. Δεν είναι εύκολο να κάνεις μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος. Είναι μια φόρμα τόσο αναγνωρίσιμη και είναι δύσκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον του θεατή. Δεν είχα συγκεκριμένες αναφορές για το ελληνικό σινεμά. Μπορεί, βέβαια, να διακρίνει κανείς μια συγγένεια στις σχέσεις πατέρα – γιου, όπως στις σχέσεις πατέρα – κόρης στο «Attenberg» της Αθηνάς, ή τη βιομηχανία στο φόντο και των δύο ταινιών. Η Αθηνά με βοήθησε πολύ στο σενάριο, στην οικονομία της ταινίας. Πρότεινε λύσεις, ιδέες, πώς θα πετάξουμε το λίπος, όπως λέει. Δεν λειτούργησε ως παραγωγός που θέλει να περιορίσει το κόστος, αλλά με φροντίδα και ευαισθησία προς έναν πρωτοεμφανιζόμενο.

– Η κλασική δραματουργία είναι πιο απαιτητική από το weird wave;
Tζ. Γρ.: Oχι. Eχει άλλες απαιτήσεις νομίζω. Στο weird wave μπορείς να αφαιρέσεις κάποια πράγματα, να μην είσαι πολύ συγκεκριμένος. Νομίζω ότι δεν υπάρχει υπέρ και κατά. Προσωπικά, ήθελα στο πρώτο μου βήμα να πατήσω κάπου σταθερά, στη γη. Και ο ζωγράφος μπορεί να καταλήξει στη μία ευθεία γραμμή, αλλά έχει ξεκινήσει από το πορτρέτο και το τοπίο. Αυτό ήθελα κι εγώ. Iσως, στην επόμενη ταινία, να πειραματιστώ με άλλα πράγματα.

Aθ. Τσ.: Το στοίχημα για μένα ήταν πώς μπορεί κάποιος να γυρίσει μια κλασική ταινία, χωρίς αφαίρεση, και να μην καταλήξει σε ένα μπανάλ αποτέλεσμα. Η κλασική αφήγηση μπορεί να δώσει συγκλονιστικά αλλά και μπανάλ, επιφανειακά, αποτελέσματα. Συγκρουστήκαμε πολλές φορές με τον Τζώρτζη. Hταν το «μωρό του» η ταινία, κι εγώ του έλεγα «αυτό δεν το πιστεύω» ή «αφαίρεσέ το».

Tζ. Γρ.: Η σύγκρουση υπάρχει με όλους τους δημιουργικούς συνεργάτες. Και αυτό είναι θεμιτό. Μου αρέσει να με στριμώχνει κάποιος στον τοίχο. Γιατί κι εγώ έτσι σκάβω πιο βαθιά στο υλικό μου, σκέφτομαι αν χρειάζομαι κάτι ή όχι. Η θέση/αντίθεση είναι αναγκαία για να προχωρήσουμε στη σύνθεση καινούργιων ιδεών. Βρεθήκαμε στην «ίδια σελίδα», όπως είπε η Αθηνά. Και αυτό είναι μεγάλη τύχη… Τις περισσότερες φορές παλεύεις να είσαι στο «ίδιο βιβλίο» με κάποιον άνθρωπο.

– Τι διακρίνετε, κ. Τσαγγάρη, στη γενιά των σκηνοθετών στην οποία ανήκει ο κ. Γρηγοράκης, που δεν διαθέτει η δική σας γενιά;
– Πάντα ξεκινάω την κάθε ταινία, είτε ως παραγωγός είτε ως σκηνοθέτις, σαν να μην έχει προηγηθεί άλλη. Με την ίδια απορία και ανησυχία. Στη γενιά του weird wave, αν και «weird», υπήρχε μια αθωότητα και καθαρότητα. Η «Κινέττα» του Γιώργου Λάνθιμου, η πρώτη ελληνική παραγωγή της Haos, γυρίστηκε χωρίς κρατική χρηματοδότηση, με ένα συνεργείο επτά φίλων, με δεκαεξάρα κάμερα στο χέρι και μετρημένα κουτιά φιλμ. Οι ταινίες της Haos που ακολούθησαν, «Attenberg», «Αλπεις», «Chevalier», ήταν καθαρά ελληνικές παραγωγές, στημένες με υποστήριξη από ΕΚΚ, ΕΡΤ και Nova, μαζί με μια μικρή ομάδα γενναιόδωρων ιδιωτών παραγωγών. Σε αυτήν την ομάδα πρωτοστατεί ο Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος (Faliro House), ο οποίος με την πίστη του και τον ενθουσιασμό του έκανε το σινεμά μας δυνατό. Το «Digger» ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή συμπαραγωγή μας που, παρότι πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, ήταν η πιο φιλόδοξη ταινία της Haos. Και σίγουρα η πιο δύσκολη. Στην τωρινή γενιά Ελλήνων κινηματογραφιστών υπάρχει φόρα, πείσμα, εξωστρέφεια.

Τζ. Γρ.: Εσείς τη δώσατε… Βλέπεις ότι μπορείς να γυρίσεις μια ταινία που θα πάει σε μεγάλα φεστιβάλ, που μπορεί να έχει διεθνή διανομή… Το ελληνικό σινεμά έγινε παγκόσμιο. Πιστεύω ότι ο ήχος κάθε «κύματος», είτε είναι weird είτε όχι, είναι ξεχωριστός. Και στη δική μου γενιά, ο κάθε σκηνοθέτης έχει τον δικό του «ήχο».

«Ο Τζώρτζης τόλμησε να ανατρέξει στις ρίζες του ελληνικού σινεμά. To “Digger” είναι νατουραλισμός, είναι ουμανισμός, με ερμηνείες ρεαλιστικές», λέει η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη. Στις φωτογραφίες διακρίνονται οι ηθοποιοί: Βαγγέλης Μουρίκης, Αργύρης Πανταζάρας και Σοφία Κόκκαλη.

Aθ. Τσ.: Το κύμα της γενιάς Ζ, μετά τη δεκαετία του weird wave, μπορεί να είναι προσωπικό και ταυτόχρονα πολιτικό, χωρίς να γίνεται μπανάλ και νοσταλγικό. Ο Τζώρτζης, η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, η Ζακλίν Λέντζου, ο Γιώργος Ζώης, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, η Τζάνις Ραφαηλίδου… Δημιουργοί που, ο καθένας με τη γλώσσα του, διερευνούν φόρμα και ιστορία, απελευθερωμένοι από συναισθηματισμούς και παρακαταθήκες.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση