
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Η Ευρώπη δεν απειλεί την εμπορική σταθερότητα του πλανήτη αφού τα όποια πλεονεκτήματα διατηρούσε πλέον εξαφανίζονται. Το μήνυμα αυτό θα πρέπει με κάθε τρόπο να μεταβιβαστεί στην αμερικανική κυβέρνηση, η οποία μετά από ογδόντα και πλέον χρόνια «βλέπει» τους συμμάχους της με καχυποψία.
Ευρωζώνη και Κίνα είναι οι δυο οικονομίες που «παράγουν» το 50% του παγκόσμιου εμπορικού πλεονάσματος. Στον αντίποδα, η οικονομία των ΗΠΑ καταγράφει το 75% του παγκόσμιου εμπορικού ελλείμματος. Τι κρύβεται, όμως, πίσω από τις στατιστικές και πώς οι νέες εμπορικές συμφωνίες Τραμπ επιχειρούν να αλλάξουν τον κόσμο;
Η Ευρωζώνη, παρόλο που κατατάσσεται στις τρεις σημαντικότερες οικονομίες του πλανήτη, δεν υπήρξε ποτέ δύναμη εμπορικής αποσταθεροποίησης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα της Ευρωζώνης πραγματοποιούνται με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τις εκτός ευρώ ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες και οικονομίες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς το Χονγκ Κονγκ, το Μεξικό, η Βραζιλία, η Τουρκία και η Νότιος Κορέα.
Όσον αφορά στην Κίνα, η Ευρωζώνη παρουσιάζει έλλειμμα ύψους 150 δισ. ευρώ ενισχυμένο για φέτος κατά 10%. Όσον αφορά στις ΗΠΑ, η εμπορική σχέση παραμένει ισορροπημένη αφού το πλεόνασμα στα προϊόντα αντισταθμίζεται από έλλειμμα στις υπηρεσίες. Αναλύοντας καλύτερα τους αριθμούς θα δούμε ότι το 30% του ευρωπαϊκού πλεονάσματος προκύπτει από εξαγωγές που πραγματοποιούν στις ΗΠΑ ευρωπαϊκά «παρακλάδια» αμερικανικών πολυεθνικών.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα πως αν αυτές οι επιχειρήσεις απομονωθούν «ευθύνονται»» για το 90% στο έλλειμμα υπηρεσιών. Η δυναμική στη σχέση ΗΠΑ - Ε.Ε. αποτυπώνεται και μέσα από τη διαχρονική ανάλυση των δεδομένων, αφού το πλεόνασμα του 4% το 2018 έχει περιοριστεί στο 2% φέτος.
Δεν ισχύουν όμως τα ίδια για την Κίνα, η οποία απειλεί ευθέως τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα και προς απόδειξη των εμπορικών προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας, το πλεόνασμα του 2018 που ήταν σχεδόν στο μηδέν (0,2% του ΑΕΠ) εκτοξεύθηκε φέτος στο 3,7%. Προβλήματα που εδώ και χρόνια συσσωρεύει η αμερικανική οικονομία, με αποτέλεσμα το έλλειμμα του 2018 να έχει τριπλασιαστεί και από 2% να ανέρχεται φέτος στο 6%.
Σε αντίθεση με άλλες οικονομίες, η ανταγωνιστικότητα και άρα η εμπορική ανωτερότητα της Ευρωζώνης υποχωρεί. Είναι συνεπώς αχρείαστες οι πολιτικές που επιχειρούν να επιβάλουν μια κατάσταση που ο χρόνος εξομαλύνει και εν τέλει θα στερεοποιηθεί.
Η πανδημία του 2020-2021 άφησε αρνητικό αποτύπωμα στην Ευρωζώνη ακυρώνοντας τα δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η εξαγωγική υπεροχή. Πρώτον, διακόπηκε η παγκόσμια ζήτηση για εισαγόμενα προϊόντα λόγω αύξησης των ισοτιμιών και δεύτερον, μπήκε τέλος στη δημοσιονομική πειθαρχία που εφάρμοσε η Ευρωζώνη τη δεκαετία 2009-2019.
Μέσα από την πανδημία η Ευρώπη «βγήκε» λαβωμένη, αφού ήταν 32% ακριβότερη από την Κίνα ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού και της ανατίμησης του ευρώ. Όσον αφορά στη δημοσιονομική πειθαρχία, τα δεδομένα διαφοροποιούνται από τη στάση της Γερμανίας, η οποία βρίσκεται σε πυρετό επενδύσεων για αμυντικά συστήματα και υποδομές. Αναμένεται λοιπόν πως τα επόμενα χρόνια, το μέσο έλλειμμα στην Ευρωζώνη θα κυμανθεί στο 3% του ΑΕΠ.
Όσα πιο πάνω αναλύονται, αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη ακολουθεί διορθωτική πορεία όσον αφορά τον ρόλο της στο παγκόσμιο εμπόριο. Και αυτή η πορεία σίγουρα δεν απειλεί τις ΗΠΑ, κάτι που συμβαίνει στην περίπτωση της Κίνας.