
Του Παναγιώτη Καπαρή
«Για την καρκιάν τζιαι την αγκάλη σου, μα το Θεό, ούλλα χαλάλιν σου…» τραγουδούσε στο Μοναγρούλλι ο λαϊκός αοιδός και γινόταν ο χαμός στην πίστα, στο κέντρο του χωριού. Στο φεστιβάλ, τη χοροεσπερίδα ή καλύτερα στο λαϊκό παναΰρι του χωριού, όλοι χωρούσαν και για όλους περίσσευε το φαγητό και το ποτό. Τα τραπέζια στρώθηκαν με μεράκι και φινέτσα, η λαϊκή ορχήστρα έπαιζε στη διαπασών, ο μουχτάρης και η μουχτάραινα έβαλαν τα καλά τους, οι νέοι και οι νέες ανταγωνίζονταν σε ομορφιά και λίκνισμα και οι μεγαλύτεροι απολάμβαναν με πειράγματα και πονηριά, το πανηγύρι της χαράς. Το φαγητό σε λαϊκότατες τιμές, ήταν πέρα από άφθονο, πάντα με κυπριακές νοστιμιές. Οφτό, τιτσιρίες, ρέσι, στιφάδο, σεφταλιές, σούβλες και ένα σωρό άλλους μεζέδες. Για επιδόρπιο, χαλβάς, γαλακτομπούρεκο, λοκμάδες, γλυκά του κουταλιού και άλλες πολλές λιχουδιές. Η ζιβανία και οι μπίρες έρεαν και το κέφι δεν είχε τελειωμό.
Το καλύτερο της βραδιάς ήταν οι «απελευθερωμένοι» χοροί από όλους, μικρούς και μεγάλους. Τα εκπαιδευμένα παιδιά σε χορευτικές σχολές, έδιναν ρεσιτάλ. Οι νέες και οι νέοι με την τσαχπινιά τους ακτινοβολούσαν. Οι μεγαλύτεροι χόρευαν «βαρυλάτικα» αλλά όχι μακριά από τη μελωδία. Στην πίστα και ξένοι οι οποίοι διαμένουν, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, στο νησί. Αμερικανοί, Ρώσοι, Πολωνοί, Αρμένιοι και άλλοι πολλοί. Ξεχώριζε ένας πανύψηλος Ρώσος, ο οποίος συνδύαζε το τσιφτετέλι με τους ρωσικούς χορούς. Από δίπλα η τσαχπίνα γυναίκα του, η οποία μπήκε γρήγορα στον ρυθμό του ελληνικού χορού.
Μέσα σε αυτό τον καλό χαμό, δεν έλειπαν και τα «αθώα» πειράγματα. Ένας πονηρός, γερός γέρος, «ευωδιάζοντας» από ζιβανία, με αργά αλλά σταθερά βήματα, σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στην πίστα για να μιλήσει σε μια λυγερόκορμη κοπελιά, η οποία «κόλαζε» με το νάζι και τα λικνίσματά της. Η παρέα έκπληκτη παρακολουθούσε τον λεβεντόγερο και αναρωτιόταν τι άραγε σκαρφίστηκε. Έσκυψε στο αυτί της κοπελιάς, της ψιθύρισε κάτι και αυτή άρχισε να γελά και να κοιτάζει το τραπέζι με τη λεβεντοπαρέα. Επέστρεψε πίσω, συνέχισε τις ζιβανίες και λες και ήπιε το αμίλητο νερό. Το κυπριακό νέκταρ των θεών, πολλαπλασιάστηκε και τότε άνοιξε το στόμα του: «Της είπα ότι είναι πολύ όμορφη και χορεύει εξαιρετικά. Της παράγγειλα να πει της μάνας της να την καπνίσει (θυμιάσει) για να μην την πιάσει το μάτι. Οι δύο νεαροί εκεί και έδειξα το τραπέζι μας, δεν σηκώνουν τα μάτια τους από πάνω σου…». Λύθηκε το μυστήριο και μαζί λύθηκαν όλοι στα γέλια.
Έκπληξη της βραδιάς το συναπάντημα με τον Γιώργο Στρούθο, τον «πατέρα» της ζιβανίας ΛΟΕΛ, τον άνθρωπο οποίος έμαθε όλους τους Κύπριους, στην ελεύθερη και στην κατεχόμενη Κύπρο, αλλά και τους αποδήμους σε όλο τον κόσμο, να πίνουν ζιβανία. Σήμερα απόμαχος πλέον της ζωής, απολαμβάνει την ησυχία στο εξοχικό του στο Μοναγρούλλι, αγκαλιά με την αγαπημένη του σύζυγο, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει τη σπουδαία του τέχνη. Η ιστορία της ζωής του, κινηματογραφική ταινία. Με τη συνδρομή της καλής ζιβανίας, άνοιξε την ψυχή του και μας εξιστόρησε κομμάτια της ζωής του. Η φτώχεια και όχι μόνο, οδήγησαν τα βήματά του στην τότε Σοβιετική Ένωση. Σπούδασε χημεία σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια, τα οποία προορίζονταν για τα πολύ δυνατά μυαλά. Ερωτεύτηκε μια συμφοιτήτριά του, από την Ανατολική Γερμανία και ξεκίνησε μια νέα ζωή στην τότε σοβιετική Γερμανία. Αφού πέρασε από πολλούς ελέγχους, ακόμη και από απομόνωση σε ξενοδοχείο, έλαβε την άδεια να μείνει στη χώρα. Έπιασε δουλειά και σύντομα έγινε και διευθυντής σε ένα χημικό εργοστάσιο.
Ο «νόστος» της πατρίδας, η δύσκολη νοοτροπία στη Γερμανία, έσυρε πολύ γρήγορα τα βήματά του στο νησί. Έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο της ΛΟΕΛ και σύντομα ανέλαβε και τα ηνία της εταιρείας. Με τις επιστημονικές γνώσεις και την εμπειρία σε μεγάλα εργοστάσια της Γερμανίας, έφτιαξε τη μυστική συνταγή της ζιβανίας ΛΟΕΛ, η οποία μάλλον δεν είναι και τόσο μυστική, αν καταλάβαμε καλά. Απλώς χρησιμοποιούνται, σύμφωνα και με τον νόμο, μόνο συγκεκριμένα είδη σταφυλιών και το μυστικό βρίσκεται στη διαδικασία παρασκευής. Μάλιστα χαριτολογώντας έλεγε ότι έρχονταν διευθυντές «αντίπαλων» οινοβιομηχανιών, «τους ξεναγούσα στο εργοστάσιο και πίναμε μαζί και ζιβανίες». Τόσο απλά και τίποτα τυχαία, όταν κατέχεις την επιστημονική γνώση και διαθέτεις και εμπειρίες. Και όπως τραγουδούσε ο Γιάννης Καλατζής, σε στίχους του Γιώργου Κατσαρού: «Άλλος παντρεύεται. Άλλος μπερδεύεται. Άλλος στολίζεται. Άλλος γκρεμίζεται. Και η ζωή συνεχίζεται. Και η ζωή συνεχίζεται…» Τόσο απλά…
kaparispan@yahoo.gr