ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Νοσταλγία και εκπαίδευση

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Σε περιόδους κρίσης, ο άνθρωπος αναπολεί το παρελθόν, χτίζει μύθους για χρυσές εποχές και βρίσκει στη φαντασιακή αυτή επιστροφή παρηγοριά, καταφύγιο. Κυρίως όμως βρίσκει μια άκαιρη δικαιολογία για να μην αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, να μην προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα, να μην κάνει καμία προσπάθεια να αλλάξει αυτό που είναι, να βελτιωθεί και να αντικρίσει κατάματα την εποχή του και τις προκλήσεις της. Η νοσταλγία λειτουργεί ως ένα είδος πνευματικού ναρκωτικού, είναι κάτι σαν μελαγχολία ή μια βαθιά απαισιόδοξη στάση. Η νοσταλγία λοιπόν ανακαλεί μια εικόνα του παρελθόντος που δεν είναι ποτέ αντικειμενική, βασίζεται δε σε ένα συναίσθημα που θέλει το παρελθόν να είναι πάντα καλύτερο, πιο ηθικό, πιο ευχάριστο, πιο «ανθρώπινο» από την τρέχουσα κατάσταση. Η νοσταλγία αγνοεί τα αρνητικά του χθες και απαξιώνει τα θετικά του σήμερα. Είναι μια άλογη προσκόλληση στο παρελθόν, στα ήθη και τις αξίες του παρελθόντος, στον «παλιό καλό καιρό». Ο νοσταλγικός άνθρωπος καθοδηγείται από μια πραγματικά βαθιά επιθυμία να επιστρέψει στις πράξεις και τα έργα του παρελθόντος και αποσύρεται με τη στάση του αυτή από τις ανάγκες του παρόντος. Η νοσταλγία είναι ουσιωδώς ανεπίκαιρη, άκαιρη. Οποιαδήποτε απόφαση ή πράξη κατευθύνεται από αυτή είναι κατά συνέπεια επίσης ουσιωδώς άκαιρη, ακόμη και αν μοιάζει καίρια στα μάτια του μελαγχολικού του παρελθόντος.  

Πότε όμως γίναμε νοσταλγοί του παρελθόντος; Είναι η νοσταλγία ένα ανθρωπολογικό δεδομένο, όπως η μελαγχολία ή η οργή και η θλίψη; Διακατεχόταν ανέκαθεν ο άνθρωπος από αυτό το συναίσθημα ή μήπως η νοσταλγία του παρελθόντος είναι μια ιστορική κατασκευή, προϊόν μιας συγκεκριμένης εποχής; Αν και η ετυμολογία της (νόστος+άλγος) παραπέμπει στην αρχαία ελληνική γραμματεία, η λέξη nostalgia παρατηρείται για πρώτη φορά το 1688, στο έργο του ιατρού από την Αλσατία Γιοχάνες Χόφερ, ο οποίος, στη δευτερεύουσα διατριβή του περιγράφει μια νέα ασθένεια που ονομάζει «νοσταλγία». Η διατριβή δημοσιεύθηκε στη Βασιλεία το 1745 με τον τίτλο «Dissertatio curiosa-medica, de nostalgia, vulgo: Heimwehe oder Heimsehnsucht». Είναι η πρώτη φορά που περιγράφεται η ιδιαίτερα οδυνηρή «νοσταλγία», που πλήττει τους Ελβετούς μισθοφόρους που έχουν εγκαταλείψει τα λιβάδια των Άλπεων για να υπηρετήσουν στη Γαλλία ή την Ιταλία. Ο όρος νοσταλγία έχει τότε για τον συγγραφέα του μια αυστηρά ιατρική διάσταση και αναλύεται ως ένα πραγματικό τραύμα. Με τον χρόνο όμως, και από τη μια αναφορά στην άλλη, η έννοια αποκτά δημοσιότητα, ξεφεύγει από τα ψυχιατρικά εγχειρίδια και εγγράφεται στο πολιτισμικό λεξιλόγιο. Για τον Σατωμπριάν, γύρω στα 1840, δεν πρόκειται πλέον για ασθένεια, αλλά για ένα αίσθημα απώλειας της γενέθλιας γης («le regret du pays natal»). Η λέξη υφίσταται όμως περαιτέρω και μια ουσιαστική μετάλλαξη. Από χωρικό, το νόημά της γίνεται και χρονικό. Ενώ λοιπόν στην αρχαία ελληνική γραμματεία, ο νόστος είναι το ταξίδι της επιστροφής, το ταξίδι του Οδυσσέα από την Τροία στην Ιθάκη, στη νεότερη γραμματεία η νοσταλγία απαντάται πλέον κυρίως ως ο πόθος της αδύνατης επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν.

Τι συνέβαλε σε αυτή τη δυναμική της αλλαγής του νοήματος της νοσταλγίας; Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, η αντεπαναστατική λογοτεχνία και τα διάφορα ρεύματα του αντιμοντερνισμού πολεμούν με πάθος την έννοια της «προόδου» που φέρνουν οι μηχανές. Η βιομηχανική επανάσταση έχει ξεριζώσει τους αγρότες από τις ρίζες τους, από τη γη τους, και τους έχει μετατρέψει σε βιομηχανικούς εργάτες ή εργάτες σε ορυχεία. Οι άθλιες, απάνθρωπες συνθήκες εργασίας αντιπαρατίθενται από τους συγγραφείς αυτούς σε μια εξειδικευμένη ζωή στην ύπαιθρο, κατά την προβιομηχανική εποχή. Έτσι, για παράδειγμα, ο Χουάν Ντονόσο Κορτές συγκρίνει τις καθολικές αξίες με τις αστικές και προτείνει να επιβληθεί μια καθολική δικτατορία ώστε να αντιστραφεί το ρεύμα της ιστορίας, να καταστραφεί η διεφθαρμένη αστική κοινωνία και να επιστρέψει η Ευρώπη στην αυθεντική καθολική κοινωνία. Προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα (1897), o Εμίλ Ντιρκέμ δημιουργεί μια άλλη λέξη με ελληνικές ρίζες, την «ανομία», για να περιγράψει την κατάσταση μιας κοινωνίας στην οποία τα άτομα δεν ξέρουν πλέον πώς να προσανατολίσουν τη συμπεριφορά τους λόγω των λιγότερο αυστηρών κοινωνικών κανόνων. Ο ολοένα και αυξανόμενος ατομοκεντρισμός και η απώλεια της κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελούν για τον Γάλλο κοινωνιολόγο αιτία ενός χαρακτηριστικού τύπου αυτοκτονίας, της ανομικής αυτοκτονίας. Επομένως η πολιτισμική κριτική καλλιέργησε το συναίσθημα της ανωτερότητας της προνεωτερικής, προβιομηχανικής, κοινωνίας σε σχέση με τη βιομηχανική αστική. Η επιστροφή στη γενέθλια γη και στα χωράφια των αγροτών ταυτίστηκε με την επιστροφή σε μια άλλη εποχή. Με τον τρόπο αυτό η πολιτισμική κριτική μετέτρεψε τον χωρικό χαρακτήρα της νοσταλγίας σε χρονικό.

Βρισκόμαστε μέσα στη θύελλα μια νέας τεχνολογικής επανάστασης, της οποίας οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι εξίσου τεράστιες με εκείνες της βιομηχανικής επανάστασης. Κατά τη βιομηχανική επανάσταση ο Ευρωπαίος βίωσε ένα θεσμικό χάος, την απώλεια του παλαιού πλαισίου αξιών και την ανυπαρξία ενός νέου. Σήμερα, μπορεί η Ευρώπη να αντιτάξει μια οργανωμένη εκπαιδευτική πολιτική αντιμετώπισης των σημερινών μεγάλων κοινωνικών αλλαγών; Πρόσφατα, προτάθηκε η εισαγωγή του μαθήματος του πλεξίματος και του κεντήματος στην ελληνική δημοτική εκπαίδευση. Είναι ακριβώς η άκαιρη απάντηση στα καίρια ζητήματα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που λειτουργεί νοσταλγικά, προσπαθεί δηλαδή να επαναφέρει αξίες και πράξεις ενός εξειδικευμένου παρελθόντος. Όσο το σχολείο θα γίνεται νοσταλγός του παρελθόντος τόσο οι μαθητές θα το απαξιώνουν, αναζητώντας το νέο και το επίκαιρο, απαιτώντας να ζήσουν την εποχή τους.

* Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση

X