
Παναγιώτης Χριστιάς
Με πρόσφατο νόμο του, το αυστραλιανό Κοινοβούλιο αποφάσισε την απαγόρευση της πρόσβασης σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης για τους ανήλικους κάτω των δεκαέξι ετών. Το μέτρο προκάλεσε την οργή και την απόγνωση των Αυστραλιανών εφήβων, αισθήματα που ξεχείλισαν στο διαδίκτυο. Πολλοί βέβαια έκριναν ότι το μέτρο είναι αναγκαίο γιατί η «κατάσταση έχει ξεφύγει». Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φωνές στην Ευρώπη που ζητούν ανάλογα μέτρα και στα ευρωπαϊκά κράτη. Επικαλούνται μελέτες και ειδήσεις, που έχουν φυσικά διαβάσει μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχουν αποδεχθεί άκριτα, σύμφωνα με τις οποίες τα κοινωνικά δίκτυα ευθύνονται για όλα τα κακά που συμβαίνουν σήμερα στους εφήβους.
Παραβατικότητα στο σχολικό περιβάλλον, αδυναμία να τεθούν όρια στη χρήση του διαδικτύου εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, απειλές που κρύβει το «σκοτεινό διαδίκτυο» (dark web), ψυχικές ασθένειες και μαθησιακά προβλήματα που προκαλούνται δήθεν από την άμετρη χρήση του διαδικτύου: για τους οπαδούς της απαγόρευσης, κάθε επιχείρημα είναι καλό για να πεισθεί το κράτος να περιορίσει την ελευθερία των εφήβων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα νέο μέσο προκαλεί τον πανικό των παλαιότερων γενεών. Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, φορέας όλων των κακών ήταν η λογοτεχνία. Ιδιαίτερα για τις νεάνιδες, θεωρήθηκε ότι η ανάγνωση ρομαντικών μυθιστορημάτων απειλούσε την ψυχική τους υγεία και υπονόμευε τα θεμέλια μιας υγιούς πορείας προς τον γάμο και την οικογένεια. Με τον τρόπο αυτό, η λογοτεχνία, μέσο που αναπτύχθηκε μαζικά από τον Τύπο του δέκατου ένατου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη, ήταν επικίνδυνη για την κοινωνική τάξη. Εμβληματικό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας ήταν η «Μαντάμ Μποβαρί» του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Ακολουθώντας τη μορφή του «εκπαιδευτικού μυθιστορήματος» (roman de formation), ο Φλωμπέρ διηγήθηκε τη ζωή μιας νεαρής επαρχιώτισσας, της οποίας τα μυαλά είχαν φουσκώσει από τα μυθιστορήματα που διάβαζε ως έφηβη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσαρμοστεί στον έγγαμο βίο. Βρίσκει εραστή, ο οποίος την ξεμυαλίζει, εγκαταλείπει τον σύζυγο και την οικογένειά της, προκαλώντας τους τα χειρότερα δεινά: χρεοκοπία, ατίμωση και θάνατο. Το δικό της τέλος ήταν ανάλογο με τη ζωή της, η οποία είχε καταστραφεί από πολύ νωρίς, όταν περνούσε τις ώρες της να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία.
Όλη αυτή η συζήτηση θα ήταν άνευ περιεχομένου αν πίσω από τη διαδικτυακή ταραχή που προκαλεί η χρήση του διαδικτύου δεν καραδοκούσε ένα αυταρχικό κράτος, το οποίο διψάει για περισσότερη εξουσία πάνω στην κοινωνία. Αν φοβάσαι τους λύκους, έλεγε ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, μη φέρεις την αρκούδα να τους διώξει. Γιατί όταν η αρκούδα διώξει τους λύκους κανείς δεν θα μπορέσει να διώξει την αρκούδα, η οποία αποτελεί μεγαλύτερη απειλή από τους λύκους. Τα δυτικά κράτη, μετά την επιτυχή πρόβα αυταρχισμού με τα μέτρα «κοινωνικής αποστασιοποίησης» κατά την πανδημία, έχουν πλέον απολέσει το μέτρο και την αίσθηση των ορίων της κρατικής παρέμβασης στην κοινωνία. Νομοθετικά εκτρώματα όπως η συγκεκριμένη απαγόρευση στην Αυστραλία παραβιάζουν κάθε αρχή ενός φιλελεύθερου καθεστώτος. Καταρχάς, υπεύθυνος κηδεμόνας των ανηλίκων είναι οι γονείς τους, όχι το κράτος. Είναι δικαίωμα και υποχρέωση του γονέα να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά του, να τα καθοδηγήσει και να τα νουθετήσει πώς να αποφεύγουν τις παγίδες και πώς να επωφελούνται χωρίς κίνδυνο από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Με την οριζόντια απαγόρευση, το κράτος καταλύει ουσιαστικά το οικογενειακό άσυλο, θεωρώντας συλλήβδην όλους τους γονείς ανίκανους να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Ύστερα, τα παιδιά μέχρι δεκαέξι ετών είναι άτομα με δικαιώματα και ελευθερίες, τις οποίες κανένα κράτος δεν έχει δικαίωμα να καταπατήσει. Στην εποχή μας, το δικαίωμα στην πληροφόρηση και την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου είναι όσο ιερό όσο και η ελευθερία έκφρασης που αναγράφεται σε όλα τα φιλελεύθερα συντάγματα. Τέλος, η απαγόρευση αυτή θα οδηγήσει εκατομμύρια νέους και νέες στους κόλπους του σκοτεινού διαδικτύου, όπου ο κίνδυνος θα είναι όντως πραγματικός.
Η εμπειρία της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική της Jazz age απέδειξε ότι όχι μόνο το κράτος δεν είναι σε θέση να επιβάλει περιοριστικά μέτρα αυτής της κλίμακας, αλλά η προσπάθειά του αυτή στρέφεται τελικά εναντίον του και εναντίον όλης της κοινωνίας, Το έργο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ «Ο Μεγάλος Γκάτσμπι» απεικονίζει με εύγλωττο τρόπο πώς η ποτοαπαγόρευση έφερε τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, «backfired», όπως χαρακτηριστικά έγραψε, καθώς οδήγησε στην ενίσχυση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως η λαθραία διακίνηση αλκοόλ και το ξέπλυμα χρήματος μέσω του χρηματιστηρίου, στην αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ σε πολυτελή παράνομα μπαρ και στην εξάπλωση της παρανομίας και της διαφθοράς. Η ζήτηση για παράνομο αλκοόλ αυξήθηκε, ενώ δημιουργήθηκε μια νέα τάξη νεόπλουτων με αμφίβολης προέλευσης περιουσία. Αντί για «ηθική ανύψωση» ο νόμος οδήγησε στην πλήρη ανηθικότητα. Το διαδίκτυο όντως υπονομεύει την εξουσία, κάθε εξουσία, διευκολύνοντας διά της χρήσης του την ατομική και κοινωνική χειραφέτηση. Υποσκάπτει τόσο την κρατική όσο και τη σχολική και τη γονεϊκή εξουσία, την εξουσία που απαιτεί απλώς και μόνο υπακοή. Δημιουργεί αυτό που ο Φουκώ θα ονόμαζε «ανυπάκουο σώμα», σε αντίθεση με το βιοπολιτικό κράτος το οποίο παράγει το «υπάκουο σώμα». Δεν υπάρχει μεγαλύτερο διεγερτικό για ένα «ανυπάκουο σώμα» από μια τυραννία κατά της οποίας νιώθει ότι πρέπει να εξεγερθεί. Αυτό το οποίο απαιτείται από την εποχή μας δεν είναι η αναγέννηση του αυταρχισμού, αλλά μια νέα κατανόηση της αυθεντίας και της εξουσίας πάνω στον άλλο.
* Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.