ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Κράτος και ηθική

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

«Κατά την άποψή μου, η πολιτεία είναι κοινωνία ανθρώπων η οποία έχει συσταθεί αποκλειστικά χάριν της μέριμνας, της διασφάλισης και της προαγωγής των κοινών αγαθών τους. Ως κοινωνικά αγαθά εννοώ τη ζωή, την ελευθερία, την υγεία και την απουσία σωματικού πόνου, καθώς και την κατοχή εξωτερικών αγαθών όπως είναι το χρήμα, η κτηματική περιουσία, τα σπίτια, τα έπιπλα και τα λοιπά» («Επιστολή για την ανεξιθρησκεία», εκδ. Printa, Αθήνα, 2013). Με τον τρόπο αυτό ορίζει ο Τζον Λοκ την πολιτική κοινωνία, την πολιτεία, με τρόπο υλιστικό, όχι ηθικό. Διαχωρίζει ξεκάθαρα τη νεότερη από την αρχαία και τη χριστιανική πολιτική σκέψη. Για τον Πλάτωνα, για παράδειγμα, ο σκοπός της πολιτικής κοινωνίας ήταν ηθικός, να επιτρέψει στον κάθε πολίτη, στον καθένα και στην καθεμία, να φτάσει την (ηθική) τελειότητα για την οποία είναι ικανός ή ικανή. Για τη δε χριστιανική σκέψη, η πολιτεία είναι επιφορτισμένη από την Εκκλησία να επιβλέπει, να επιτηρεί το ποίμνιό της για να εξασφαλιστεί έτσι η σωτηρία των ψυχών των πιστών. Αυτή η επιτήρηση (droit de regard) του κράτους από την Εκκλησία αποτελεί για τον Πιερ Μανάν το θεολογικο-πολιτικό πρόβλημα. Το νεότερο φιλελεύθερο κράτος, όμως, βρίσκεται στο διαμετρικά αντίθετο άκρο από οποιαδήποτε εντολή «σωτηρίας» ή ηθικής τελειοποίησης των πολιτών. Από τον ορισμό αυτόν του Locke, προκύπτουν οι αρμοδιότητες και τα όρια του πολιτικού ηγεμόνα ή του κράτους: «Ο αρχηγός κράτους, ως πολιτικός ηγεμόνας, δεν είναι αρμόδιος για τη σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών ή για τη φροντίδα των ανθρώπων σχετικά με τη μέλλουσα ζωή, αλλά είναι επιφορτισμένος να χρησιμοποιεί την εξουσία του αποκλειστικά και μόνο για την ήρεμη και άνετη διαβίωση των ανθρώπων μέσα στους κόλπους της κοινωνίας» («Δοκίμιο για την ανεκτικότητα»).

Ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική και την ηθική σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης γίνεται ακόμη πιο κατανοητός αν αντιληφθούμε, μαζί με τον Λοκ, ότι «ο κοσμικός ηγέτης δεν έχει επιφορτιστεί με τη φροντίδα των ψυχών περισσότερο από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος». Αυτό σημαίνει ότι το κάθε άτομο είναι ικανό να αναπτύξει την προσωπική του ηθική ή να επιλέξει να ζει σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη επιλέξει. Αρκεί, φυσικά, η ηθική αυτή να μην οδηγεί σε πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την πολιτεία. Αρκεί άρα οι ηθικές επιλογές των ατόμων να μην αντιβαίνουν στην εντολή του κράτους να προστατεύει τα εγκόσμια αγαθά. Έτσι το κράτος καλείται να αποσυρθεί από την ηθική σφαίρα και να περιορισθεί στις αυστηρά υλιστικές αρμοδιότητές του. Αυτός είναι ο κυριότερος αυτοπεριορισμός του φιλελεύθερου κράτους. Διότι το κράτος πρέπει να αυτοπεριορίζεται όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και σε θέματα ηθικού χαρακτήρα, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών ή η επιλογή αλλαγής φύλου.

Γιατί όμως έχει τόση σημασία ο χώρος της σεξουαλικότητας, με την ευρύτερη έννοια, και ο δικαιωματισμός για το φιλελεύθερο καθεστώς; Διότι η σεξουαλικότητα αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της σωματικής ατομικότητας, όπως η ελευθερία του λόγου αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της πνευματικής ατομικότητας. Η ιστορική διαμόρφωση των φιλελεύθερων κομμάτων τα ώθησε ώστε, ενώ υπερασπίζονταν την πνευματική ελευθερία, ήταν στην ουσία ανελεύθερα σε σχέση με την ελευθερία της σωματικότητας και τις κοινωνικές της εκφράσεις. Ο λόγος είναι ότι η κρατική ηθική αναπτύχθηκε στη βάση της Δυτικής φιλοσοφικής και χριστιανικής ηθικής, μιας ηθικής της εγκράτειας και της καταπίεσης της απόλαυσης. Ιδιαίτερα μετά τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν άλλαξαν οι ουσιώδεις ταξικές και κοινωνικές συμμαχίες, το δυτικό φιλελεύθερο κράτος υιοθέτησε πλήρως και εφάρμοσε μια εκκλησιαστικού τύπου ηθική. Όταν, είτε ντε γιούρε, όπως στη Γαλλία, είτε ντε φάκτο, όπως στην Ελλάδα, η Εκκλησία αποσύρθηκε από την πολιτική σφαίρα, το κράτος ανέλαβε να εφαρμόσει τη χριστιανική ηθική και να την ενσωματώσει στην αστική ιδεολογία. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, ενώ κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ο καθολικισμός και ο σοσιαλισμός επεδείκνυαν μια άτυπη και «ανίερη» συμμαχία ενάντια στη νεωτερικότητα και την αστική ιδεολογία, μετά το 1870 και την Κομμούνα του Παρισιού, ο καθολικισμός συμμάχησε με την αστική τάξη, δημιουργώντας αυτό που αποκαλούμε «Δεξιά». Παράλληλες αν και όχι παρόμοιες ιστορικές διαδικασίες δημιούργησαν «Δεξιά» κόμματα σε όλη την Ευρώπη.

Ορόσημο αυτής της «ιερής» συμμαχίας υπήρξε η παπική εγκύκλιος «Rerum Novarum (Περί νεωτερικότητας)» (1891). Στην επιστολή του αυτή, ο Πάπας Λέων ΧΙΙΙ εξετάζει τα βαθιά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, ιδίως τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Με αυτόν τον τρόπο θέτει τα θεμέλια του κοινωνικού δόγματος Καθολικής Εκκλησίας. Από τη μία πλευρά, καταδικάζει την αστική ηθική της εκμετάλλευσης και καλεί το κράτος να παρέμβει και να προστατεύσει την εργατική τάξη από τις αυθαιρεσίες και την ασυδοσία των εργοδοτών, προωθώντας μια προοδευτική εργατική νομοθεσία. Από την άλλη, αποδέχεται τις αρχές του φιλελευθερισμού, την ιδιωτική περιουσία και το σύγχρονο οικονομικό σύστημα, ενώ ταυτόχρονα καταδικάζει τον σοσιαλισμό.

Η συμμαχία αυτή ώθησε το αστικό κράτος σε υποχωρήσεις σε σχέση με το φιλελεύθερο πρόγραμμα. Ενώ όφειλε να είναι ουσιαστικά ουδέτερο, να ρυθμίζει και όχι να ορίζει τις κοινωνικές σχέσεις και συμβάσεις, το αστικό κράτος λειτούργησε στην ουσία ως ο κύριος φορέας της επιβολής της χριστιανικής ηθικής στην πολιτική και κοινωνική σφαίρα. Ανέλαβε δε και ρόλο κατηχητή μέσω της διαμόρφωσης ενός ψευδοφιλελεύθερου εκπαιδευτικού συστήματος, προσκολλημένου στο παρελθόν καθώς αναπαρήγε αντιφιλελεύθερα χριστιανικά πατερναλιστικά κοινωνικά μοντέλα.

Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση