
Του Παναγιώτη Χριστιά
«Αμείλικτος είναι ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας»: αυτή είναι η φράση που κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων. Συνοδεύεται από το ρεπορτάζ της πρώτης καταδίκης για υπερβολική μέθη κατά τη διάρκεια οδήγησης εικοσιτριάχρονου σε είκοσι πέντε μήνες φυλάκιση χωρίς αναστολή. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, σε αλκοτέστ που πραγματοποιήθηκε, ο νεαρός βρέθηκε να έχει καταναλώσει σημαντική ποσότητα αλκοόλ, συνελήφθη, οδηγήθηκε στον εισαγγελέα με τη διαδικασία του αυτόφωρου, δικάστηκε εντός σαράντα οκτώ ωρών, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε σε σωφρονιστικό ίδρυμα όπου θα εκτίσει ποινή φυλάκισης για τα επόμενα δυο έτη και έναν μήνα της ζωής του, μιας ζωής που μόλις ξεκίνησε. Εντός ενός εφιαλτικού σαρανταοκτάωρου, ένα νεαρό άτομο οδηγήθηκε από τον τόπο διασκέδασης στη φυλακή με βαρύτατες, εξυπακούεται, ψυχολογικές επιπτώσεις και επαγγελματικές συνέπειες στη ζωή του και σε αυτές των μελών της οικογένειάς του. Και αυτό χωρίς στην ουσία να έχει τραυματίσει ή σκοτώσει κανέναν. Διότι τα σοβαρά ή θανατηφόρα ατυχήματα με οδηγούς σε κατάσταση μέθης είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό των περιπτώσεων οδήγησης σε κατάσταση μέθης. Αν υπήρχε μια αξιόπιστη στατιστική υπηρεσία εγκληματολογικών εργαστηρίων στην Ελλάδα θα ήταν μάλιστα σημαντικό να γνωρίζουμε αυτό το ποσοστό. Διότι αν το ποσοστό αυτό είναι έστω της τάξης του πέντε ή του δέκα της εκατό, τότε κάθε βράδυ θα έπρεπε να έχουμε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους μετά τις ώρες διασκέδασης. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι σε περίπτωση που μεθυσμένος οδηγός προκαλέσει θανατηφόρο ατύχημα, η ποινή του θα κυμανθεί από δύο έως πέντε χρόνια φυλάκισης.
Αυτή η ανισορροπία του νυν ΚΟΚ σημαίνει ότι τιμωρείται εξίσου η πιθανότητα διάπραξης σωματικής βλάβης ή ανθρωποκτονίας με τη διάπραξη σωματικής βλάβης ή ανθρωποκτονίας. Κάτι τέτοιο δεν έχει καμία σχέση με τη δικαιολογημένη αναλογία ανάμεσα στην πρόθεση διάπραξης εγκλήματος και στη διάπραξη εγκλήματος. Η πρόθεση για διάπραξη εγκλήματος είναι έγκλημα, το οποίο άλλωστε δύσκολα αποδεικνύεται αν δεν διαπραχθεί το έγκλημα. Ένας επίδοξος δολοφόνος, ο οποίος για κάποιο λόγο δεν δολοφονεί τελικά το θύμα του δεν θα μπορούσε ποτέ να καταδικαστεί για πρόθεση διάπραξης φόνου. Καμιά ανακριτική αρχή ελεύθερου καθεστώτος δεν θα μπορούσε να εκμαιεύσει μια τέτοια ομολογία. Η πιθανότητα πάλι τέλεσης κακουργηματικής πράξης κατά την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, όταν τελικά δεν συμβεί κανένα δυστύχημα κατά τη διαδρομή, είναι μηδενική. Τα στατιστικά δεδομένα, που στην περίπτωσή μας δεν υπάρχουν, δεν αφορούν ποτέ συγκεκριμένα άτομα ή μοναδικά γεγονότα. Αφορούν μόνο συλλογικές, κοινωνικές κανονικότητες. Όταν ένα άτομο ολοκληρώσει τον βίο του χωρίς να πεθάνει από ανίατη ασθένεια δεν σημαίνει ότι ήταν «τυχερό», επειδή «νίκησε» τις πιθανότητες που λένε ότι ένα σημαντικό ποσοστό των συνανθρώπων μας πεθαίνουν από ανίατες ασθένειες. Η θεωρία των πιθανοτήτων δεν ισχύει για άτομα αλλά μόνο για σύνολα.
Εδώ είμαστε ακριβώς στην καρδιά του εγχειρήματος του νομοθέτη. Ποιος είναι ο τελικός σκοπός του νομοθέτη; Σε καμία περίπτωση δεν είναι η αναλογική τιμωρία ενός εγκλήματος ως όφειλε να είναι. Αναλογική ποινή θα ήταν η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για ένα ή και πέντε ή και δέκα έτη. Έτσι εξασφαλίζεται το κοινωνικό σύνολο ότι ο καθόλα ανεύθυνος οδηγός δεν θα αποτελεί κίνδυνο για τους άλλους. Και ένα τσουχτερό πρόστιμο μερικών εκατοντάδων ή και χιλιάδων ευρώ θα αποτρέψει την επανάληψη αυτής της συμπεριφοράς. Όμως ο σκοπός του νομοθέτη εδώ δεν είναι η επιβολή ατομικής ποινής αλλά ξεκάθαρα ο εκφοβισμός του συνόλου των πολιτών. Οι δε τιμωρίες που προβλέπει ο νέος ΚΟΚ, όπως άλλωστε διακηρύσσει και η συντριπτική πλειονότητα του ελληνόφωνου Τύπου, είναι «παραδειγματικές». Δεν τιμωρούμε άρα ένα συγκεκριμένο υποκείμενο για τις πράξεις του, αλλά το εργαλειοποιούμε με σκοπό να παραδειγματίσουμε το κοινωνικό σύνολο. Και αυτό καθιστά τον νέο ΚΟΚ ανάξιο ενός ελεύθερου καθεστώτος. Η λογική αυτή ίσχυε σε σκοταδιστικές εποχές, ισχύει δε ακόμη και σήμερα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στο έργο του με τίτλο «Περί εγκλημάτων και ποινών» (1764), έργο σταθμό για τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και το ευρωπαϊκό νομικό σύστημα, ο Τσέζαρε Μπεκαρία κατακεραύνωνε αυτή τη λογική, χαρακτηριστική των υποστηρικτών της θανατικής ποινής. Οι χιλιάδες δημόσιες εκτελέσεις φονιάδων, έγραφε ο Ιταλός διαφωτιστής νομικός, ουδέποτε παραδειγμάτισαν και ουδέποτε απέτρεψαν τη διάπραξη φόνων. Όσο αυστηρές και ανελέητες κι αν είναι οι ποινές, πάντα θα διαπράττονται φόνοι, καθώς ο κάθε επίδοξος δολοφόνος θεωρεί ότι δεν θα συλληφθεί ποτέ. Όταν διαπράττει δε το έγκλημα δεν ελέγχεται από τη λογική του, που ίσως να τον απέτρεπε από την αποτρόπαια πράξη του αν του υπενθύμιζε την τιμωρία, αλλά είναι έρμαιο των παθών του, της οργής και του μίσους κατά του θύματος.
Η μετατροπή του ΚΟΚ σε ολοκληρωτικό μέσο αποτροπής μιας ειδεχθούς κοινωνικής πρακτικής, όπως η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ή άλλων ναρκωτικών ουσιών, είναι επομένως εξίσου ειδεχθής με την πρακτική που καταπολεμά, τόσο στον σχεδιασμό της όσο και στην εφαρμογή της. Το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει είναι η συμφόρηση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων με «πιθανούς» εγκληματίες και η καταστροφή ατόμων στο άνθος της επαγγελματικής τους δραστηριότητας μαζί και των οικογενειών τους, οι οποίες δεν θα συνέλθουν ποτέ από τη βάναυση συμπεριφορά του Νόμου. Θα προκαλέσει κοινωνική δυσφορία και θα γίνει αιτία ανεξέλεγκτων συμπεριφορών. Τέλος, θα διδάξει την περιφρόνηση για τον Νόμο και τους λειτουργούς του, καθώς στο πρόσωπο της Δικαιοσύνης, δεν θα αντανακλάται το δίκαιο αλλά ο τρόμος που θα εμπνέει μια ανάλγητη κρατική μηχανή καταστολής.
* Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.