
Του Παναγιώτη Χριστιά
Στο σχετικά πρόσφατα δημοσιευμένο έργο του από τις εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2023), «Μελέτες φιλοσοφίας δικαίου (2003-2022)», ο Χαράλαμπος Παπαχαραλάμπους παρουσιάζει μια σειρά από ήδη δημοσιευμένα άρθρα του πάνω σε σημαντικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα, από τον Χάιντεγκερ, και τον Σμιτ έως τον Λεβινάς, τον Ντελέζ, τον Φουκώ και τον Μερλέ Ποντί, τη Σπίβακ, τον Αγκάμπεν και τον Μπέντζαμιν. Σημαντικές είναι δε και οι αναλύσεις του πάνω στη θεωρία του ποινικού δικαίου και τον φεμινισμό. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον δείχνει ο συγγραφέας για την «αδύνατη αποκατάσταση» του Γερμανού στοχαστή και νομικού συμβούλου του Τρίτου Ράιχ, Καρλ Σμιτ. Σύμφωνα με τον Παπαχαραλάμπους, παρόλη την ενδεχομένως καιροσκοπική συμμετοχή του στον πυρήνα του ναζιστικού κόμματος, από το 1933 έως το 1936, συντάσσοντας δεκάδες αντισημιτικούς νόμους, ο Σμιτ παρέμεινε ο φιλόσοφος του «πολιτικού». Ο συγγραφέας παρουσιάζει στον τόμο αυτό έξι άρθρα πάνω στον Σμιτ, τα οποία δείχνουν την αδιάκοπη ενασχόλησή του με το έργο του αμφιλεγόμενου Γερμανού στοχαστή και τη βαθιά του γνώση της διεθνούς δευτερογενούς βιβλιογραφίας.
Πέραν του προσωπικού ενδιαφέροντος, ο Παπαχαραλάμπους ισχυρίζεται ότι το έργο του Schmitt είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρο στην εποχή του Γκουαντάναμο και του Αμπου Γκράιμπ, της έκτακτης κατάστασης και του –ακήρυχτου– πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Κατά τον Σμιτ, μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, βιώνουμε μια «αποπολιτικοποίηση» της παγκόσμιας τάξης, κάτι που μεταφράζεται, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, με την πίστη στον ειρηνισμό και στον θρίαμβο της φιλελεύθερης οικονομίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η «αποπολιτικοποίηση» αυτή όμως οδηγεί τις Δυτικές κυβερνήσεις σε αντιφάσεις, όπως ο ακήρυχτος «πόλεμος» κατά της τρομοκρατίας και τα ανεπίσημα στρατόπεδα αιχμαλώτων, οι «ειρηνικές» εισβολές στο Ιράκ, τη Συρία και το Αφγανιστάν και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις για «ανθρωπιστικούς» λόγους σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Οι αντιφάσεις αυτές είναι συμπτώματα της «λησμονής» του «πολιτικού» στη συνάφειά του με την εχθρότητα και τον πόλεμο.
Ο Σμιτ ορίζει το πολιτικό ως διάκριση φίλου και εχθρού, ορίζει δε τον κυρίαρχο ως εκείνον που «αποφασίζει» για την εξαιρετική κατάσταση ανάγκης (extremis necessitatis casus), για μια κατάσταση κρίσης τόσο σοβαρή, δηλαδή, που μπορεί να αναστείλει προσωρινά τη συνήθη νομική τάξη για να καθορίσει ποιος κατέχει την κυριαρχία και ποιος έχει την εξουσία να αποφασίζει για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Το αμιγώς πολιτικό στοιχείο στη συλλογική ανθρώπινη ύπαρξη βγαίνει στην επιφάνεια μέσα από τον αγώνα για πολιτική επιβίωση, έγκειται δε στην υπόδειξη του εχθρού από τον κυρίαρχο. Οι εμβριθείς αναλύσεις του Παπαχαραλάμπους είναι στο σημείο αυτό διαφωτιστικές. Είναι ο Σμιτ φιλοπόλεμος, αφού ορίζει το πολιτικό σε σχέση με τον πόλεμο; Ο Σμιτ δεν ισχυρίζεται, εξηγεί ο Παπαχαραλάμπους, ότι η πολιτική αποσκοπεί στον πόλεμο. Ισχυρίζεται ότι το πολιτικό νοηματοδοτείται μόνο από τον πόλεμο και την υπόδειξη του εχθρού. Γιατί όμως το πολιτικό παίρνει νόημα μόνο μπροστά στον πόλεμο; Για να κατανοηθεί η φράση αυτή, ίσως χρειαστεί να στραφεί κανείς σε έναν άλλο Γερμανό φιλόσοφο, το έργο του οποίου έχει επίσης επηρεάσει βαθιά τη σκέψη του Παπαχαραλάμπους, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Για τον Χάιντεγκερ, η βασική οντολογική δομή του ανθρώπινου όντος (Dasein) είναι το είναι-προς-θάνατον (sein-zum-Tode). Αυτό σημαίνει ότι ο ανθρώπινος βίος νοηματοδοτείται από τον θάνατο. Η φράση αυτή δεν αρνείται τη ζωή. Είναι απλώς η έκφραση της θνητότητας ως βασικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης και σημαίνει ότι η «επιβίωση» είναι η βασική αρχή της ανθρώπινης πράξης, ατομικής και συλλογικής. Ο άνθρωπος, έλεγε ο Χάιντεγκερ, είναι έτοιμος να πεθάνει από τη στιγμή της γέννησής του. Με τον ίδιο τρόπο, το κράτος ή ο κυρίαρχος, ο βασικός και κύριος φορέας του πολιτικού, είναι έτοιμο να πολεμήσει από τη στιγμή της ίδρυσής του. Ο διάσημος αφορισμός του Τσαρλς Τίλυ, «ο πόλεμος έκανε το κράτος και το κράτος έκανε πόλεμο», στο έργο του «The Formation of National States in Western Europe» (1975), υποδηλώνει την κυκλική σχέση κράτους και πολέμου, όπου οι απαιτήσεις των συγκρούσεων οδήγησαν στην ανάπτυξη κρατικών μηχανισμών, όπως φορολογικά συστήματα και γραφειοκρατίες, για τη χρηματοδότηση των στρατών, ενώ η επιτυχής οικοδόμηση του κράτους παρείχε τη δυνατότητα να διεξάγονται πόλεμοι με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Με ανάλογο τρόπο, η άρνηση της «εχθρότητας» ως βασικό στοιχείο του πολέμου από τις σύγχρονες δικαιωματιστικές πολιτικές θεωρίες, η εφαρμογή των οποίων στη σύγχρονη διπλωματία είναι ένας μόνιμος «ειρηνικός» πόλεμος, μεταμφιεσμένος σε ανθρωπιστική βοήθεια, έχουν ένα και μοναδικό αποτέλεσμα: να καταστήσουν τους πάντες δυνάμει εχθρούς. Ο εχθρός ως «πολέμιος», και όχι ως προσωπικός εχθρός, δεν είναι μισητός. Δεν είναι αναγκαίο να μισείς αυτόν που πολεμάς. Ο πόλεμος δεν είναι πράξη μίσους αλλά ανάγκης και επιβίωσης. Δεν είναι όμως όλες οι ανάγκες, ατομικές, κρατικές ή συλλογικές, άξιες ή ικανές να οδηγήσουν σε πόλεμο. Σε μια αποπολιτικοποιημένη, ειρηνευμένη, παγκοσμιοποιημένη πλανητική τάξη, όχι μόνο η πραγματική ανάγκη αλλά κυρίως ο πόθος και η απληστία οδηγούν σε μια διαρκή σύρραξη, η οποία βαφτίζεται πράξη ειρήνευσης αντί αυτού που πραγματικά είναι, αχρείαστος πόλεμος. Παραφράζοντας ίσως τον Schmitt, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι το φιλελεύθερο κράτος αρνείται να δει στη μορφή του εχθρού το ίδιο της το υπαρξιακό ερώτημα (ΧΠ, op. cit., σ. 152). Γι’ αυτό ίσως και παραμένει «εχθρικό» στον ειρηνισμό του. Το πρόσφατο έργο του Παπαχαραλάμπους επαναφέρει με δριμύτητα μια πολιτική κριτική στάση που λείπει από τα διδακτικά εγχειρίδια.
*Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.