ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Τα μυστικά της συμπάθειας

Παναγιώτης Χριστιάς

Παναγιώτης Χριστιάς

Το πέρασμα από την αγροτική στη βιομηχανική κοινωνία δεν επηρέασε βαθιά μόνο τον υλικοτεχνικό πολιτισμό αλλά, ίσως και βαθύτερα, στο σύνολό της, τη δυτική διανόηση. Πρώτος, ο Ρουσσώ παρουσίασε αυτή την αλλαγή ως αντίθεση ανάμεσα στη φύση και στην πόλη. Η ζωή στην ύπαιθρο ή στο χωριό ήταν πολύ πιο κοντά στη «φυσική» κοινωνία, σε αντίθεση με τη ζωή στην πόλη, όπου επικρατούσε ο διεφθαρμένος τρόπος ζωής της πολιτικής κοινωνίας. Περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, η αντίθεση αυτή θα αποκρυσταλλωθεί στη σχέση ανάμεσα στον λόγο και το συναίσθημα. Με βάση αυτή τη λογική, ο Max Weber διέκρινε δυο είδη κοινωνικής ενσωμάτωσης, την κοινωνικοποίηση μέσω του λόγου (Vergesellschaftung), που ανταποκρινόταν στη σύγχρονη κοινωνία της προηγμένης χρηματοοικονομίας, και την κοινωνικοποίηση μέσω του συναισθήματος (Vergemeinschaftung), που ταίριαζε στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία. Κλασικά παραδείγματα των δυο αποτελούν η σύγχρονη εταιρεία και η παραδοσιακή οικογένεια. Στο πλαίσιο της πρώτης, στις σύγχρονες μητροπόλεις επικρατούν έλλογοι απρόσωποι δεσμοί συμφέροντος, ενώ σε αυτό της δεύτερης, οι σχέσεις έχουν προσωπικό χαρακτήρα και διακατέχονται από έντονο συναίσθημα.

Πέρα όμως από τις δυο αυτές αντιπροσωπευτικές κατηγορίες, η νεωτερική κοινωνία ανέπτυξε πλήθος θεσμών, κόμβων δηλαδή κοινωνικοποίησης και ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων, όπως η εργασία. Ιδιαίτερη σημασία, υπό την οπτική γωνία της αντίθεσης ανάμεσα σε λόγο και συναίσθημα, έχουν οι σωφρονιστικοί, εκπαιδευτικοί και θεραπευτικοί θεσμοί, όπως η φυλακή, το άσυλο, το νοσοκομείο, το αναμορφωτήριο, το ορφανοτροφείο και το σχολείο, οι οποίοι είναι προϊόντα της νεωτερικής κοινωνίας. Σκοπός τους είναι να οδηγήσουν το άτομο από μια αδυναμία λόγου (παιδιά, άρρωστοι, εγκληματίες και κάθε μορφής παραβάτες του λόγου) σε μια μορφή διαβίωσης σύμφωνα με τον λόγο, ανεκτή από τη σύγχρονη αστική κοινωνία. Οι θεσμοί αυτοί όφειλαν να ευνοούν τις διαπροσωπικές σχέσεις και την ανάπτυξη μιας μεγάλης γκάμας συναισθημάτων ανάμεσα στους πνευματικούς οδηγούς, φύλακες και προστάτες του λόγου, και στα άτομα προς διαπαιδαγώγηση και θεραπεία, στα οποία ο λόγος είναι ασθενής και είναι ως εκ τούτου ανίκανα να συμμετέχουν πλήρως στα κοινωνικά δρώμενα. Παρατηρείται όμως το αντίθετο φαινόμενο, ο απρόσωπος λογοκρατικός χαρακτήρας του σύγχρονου αστικού καθεστώτος έχει διαποτίσει απόλυτα το πνεύμα των θεσμών αυτών. Κυριαρχεί το «ιδρυματικό» πνεύμα, όπως το περιγράφει ο Έρβινγκ Γκόφμαν στα έργα του, το οποίο απογυμνώνει τα άτομα από τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά για να τα εντάξει σε έναν απρόσωπο μαζικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Οποιαδήποτε μορφή συναισθηματικού δεσμού ή συμπάθειας ανάμεσα σε «υποκείμενα που υποτίθεται ότι γνωρίζουν» (Sujets Supposes Savoir), όπως τα ονόμασε ο Λακάν, και καθοδηγούμενους είναι κατακριτέα, στο όνομα μιας απρόσωπης και ουδέτερης σχέσης, χαρακτηριστικής της δημοκρατικής ισότητας.

Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στον χώρο της εκπαίδευσης, όπου είναι αδύνατο να μην αναπτυχθούν σχέσεις συμπάθειας και αντιπάθειας, καθότι για τα παιδιά το σχολείο είναι τρόπον τινά μια προέκταση της οικογένειας, ενώ για το αστικό κράτος μια οδός απαγκίστρωσης από την τελευταία και ένταξης στην αστική κοινωνία. Τα παιδιά και οι νέοι και νέες καλούνται να αποβάλουν τις «παιδιάστικες» συναισθηματικές συμπεριφορές τους και να υιοθετήσουν πλήρως εκλογικευμένες, κοινά αποδεκτές συμπεριφορές. Ο συναισθηματισμός θεωρείται ως ανασχετικός παράγων, αφού δεν επιτρέπει στα παιδιά να αποκτήσουν πλήρως απρόσωπες σχέσεις και να αναλάβουν ρόλους στην κοινωνία στην οποία ζούνε, ενώ η εκλογίκευση πρόοδος. Ποιος είναι όμως ο ρόλος της συμπάθειας στην εκπαιδευτική διαδικασία; Είναι όντως ανασχετικός ή μήπως, αντίθετα, διευκολύνει τη διαδικασία εκμάθησης;

Η συμπάθεια είναι διαπροσωπική σχέση και δεν συνάδει με τον απρόσωπο χαρακτήρα της σύγχρονης εκπαίδευσης, όπου η επιστημονική και κοινωνική αυθεντία του καθηγητή τον θέτει σε ένα επίπεδο ανώτερο και διαφορετικό από αυτό των μαθητριών και των μαθητών του. Η χρήση του πληθυντικού ευγενείας στον σχολικό χώρο είναι δηλωτική της απόστασης που χωρίζει τον λόγο από το ά-λογο και τον έχοντα λόγο από το μη έχον «λόγο». Παρόλα αυτά, αν ρωτήσει κανείς ένα παιδί του δημοτικού «πώς είναι η δασκάλα σου ή ο δάσκαλός σου», θα απαντήσει «καλός» ή δεν θα απαντήσει, ανάλογα με το αν την/τον συμπαθεί ή όχι. Είναι δε ευρέως γνωστές διηγήσεις όπου κάποιος ή κάποια έχει αποθαρρυνθεί από τη λογοτεχνία, για παράδειγμα, εξαιτίας ενός κακού καθηγητή, ή έχει αντίθετα ωθηθεί προς τα μαθηματικά εξαιτίας μιας καλής καθηγήτριας. Η συμπάθεια δεν είναι μόνο προσωπική σχέση αλλά και συναισθηματικά φορτισμένος δεσμός, ο οποίος, ασχέτως αν αναγνωρίζουμε ή όχι το έργο του στη μαθησιακή διαδικασία, είναι πάντοτε ενεργός.

Ο Φρόιντ ανέδειξε τον καίριο ρόλο των φαινομένων συμπάθειας στην αναλυτική διεργασία ανάμεσα σε θεράποντα και θεραπευόμενο, τη λογική της «μεταφοράς» (Ubertragung) και της αντιμεταφοράς (Gegenubertragung). Τα φαινόμενα συμπάθειας και αντιπάθειας, και προς τις δυο κατευθύνσεις, πρώτον, δεν μπορούν να αποφευχθούν ούτε κατά τη θεραπευτική ούτε κατά τη μαθησιακή διαδικασία και, δεύτερον, αν κατανοηθούν, αποτελούν το κλειδί της επιτυχίας της όλης διαδικασίας. Επιπλέον, χάρη στο φαινόμενο της συμπάθειας, ο/η εκπαιδευτικός έχει πρόσβαση όχι μόνο στον εξωτερικό φλοιό της συνείδησης και της γνώσης αλλά και στον εσωτερικό κόσμο των παιδιών όπου χτίζονται η αυτοσυνείδηση, η αυτοεκτίμηση και η συνολική υπαρξιακή στάση του παιδιού, της νέας και του νέου απέναντι στην κοινωνία. Το πώς κερδίζει κανείς τη συμπάθεια –ή πώς τη χάνει– είναι μια άλλη, παράλληλη, διαδικασία, που κάθε εκπαιδευτικός οφείλει να δουλέψει συνειδητά με τον εαυτό του/της.               

Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Παναγιώτης Χριστιάς

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση