
Του Παναγιώτη Χριστιά
Από τη στιγμή που ο Φρόιντ ανέπτυξε την έννοια της «νεύρωσης» γίναμε όλοι νευρωτικοί, έγραφε ο Ζιλ Ντελέζ. Με άλλα λόγια εισήλθε η ψυχοπαθολογία ή, πιο συγκεκριμένα, το λεξιλόγιο της ψυχοπαθολογίας στην καθημερινότητά μας. Η ψυχοθεραπεία έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της αστικής κουλτούρας. Κάποιοι μάλιστα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, είδαν στην πρακτική της ψυχανάλυσης μια νέα, άθεη βέβαια, μορφή εξομολόγησης. Ο ιερέας αντικαταστάθηκε από τον ψυχαναλυτή καθώς η σωτηρία της ψυχής άλλαζε ουσιαστικά προσανατολισμό. Ενώ για την χριστιανική εκκλησία «σωτηρία» ήταν ο έλεγχος των παθών και η σίγαση των επιθυμιών, σκοπός του κάθε ψυχαναλυτή ήταν να απελευθερώσει την επιθυμία, αιχμάλωτη ενός καταπιεστικού χριστιανικής προέλευσης υπερεγώ. Ο Φρόιντ όρισε τη νεύρωση ως ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως το άγχος, η εμμονή ή η υστερία. Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, τα συμπτώματα αυτά αποτελούν συμβιβασμούς ανάμεσα σε ασυνείδητες εκφράσεις της επιθυμίας και μηχανισμούς καταστολής της απόλαυσης, εσωτερικούς, εσωτερικευμένους ή εξωτερικούς. Η ενοχή, για παράδειγμα, ή η ντροπή που συνδέονται με τη σεξουαλική απόλαυση είναι εσωτερικευμένοι μηχανισμοί καταπίεσης, οι οποίοι οφείλονται στη χριστιανική διδασκαλία περί των αφροδισίων και την πρακτική του ελέγχου και της καταστολής της σεξουαλικής επιθυμίας στις χριστιανικές κοινωνίες.
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, η επιθυμία καταλαμβάνει κεντρική θέση στον ανθρώπινο ψυχισμό και αναζητά διαρκώς ικανοποίηση. Αυτή όμως η ικανοποίηση παρεμποδίζεται πάντα από εσωτερικούς ή εξωτερικούς περιορισμούς. Τέτοιοι παράγοντες δεν συνδέονται μόνο με την ηθική, χριστιανική ή όχι, αλλά και με το ίδιο το ανθρώπινο περιβάλλον. Για παράδειγμα όταν κάποιος ή κάποια επιθυμεί κάποιον άλλο ή άλλη και δεν υπάρχει ανταπόκριση, αυτό μοιραία καταπιέζει την επιθυμία, καθιστώντας το υποκείμενο της επιθυμίας «νευρωτικό». Είναι φυσικό η επιθυμία να επιθυμεί την επιθυμία, έγραφε ο Αλεξάντρε Κοτζέβε, αναλύοντας την έννοια της «επιθυμούμενης επιθυμίας». Το υποκείμενο που επιθυμεί έναν άντρα ή μια γυναίκα δεν επιθυμεί απλά το σώμα του άλλου, δεν επιθυμεί τον άλλο ως αντικείμενο. Επιθυμεί η άλλη ή ο άλλος να έχουν την ίδια επιθυμία προς αυτό, ζητά δηλαδή η επιθυμία του να βρει ανταπόκριση. Η φύση του έρωτα καθιστά κάτι τέτοιο αδύνατο. Ακολουθώντας αυτή τη λογική, ο Ζιλ Ντελέζ σε συνεργασία με τον Φελίξ Γκουαταρί προτείνουν στον «Αντι-Οιδίποδα (L’Anti-Œdipe)» ότι η νεύρωση δεν είναι μια απλή παθολογία, αλλά μάλλον μια εγγενής κατάσταση στην ανθρώπινη φύση. Ο γάμος, η δημόσια δηλαδή εξομολόγηση της επιθυμούμενης επιθυμίας, υπήρξε την ίδια στιγμή μηχανισμός επούλωσης των συμπτωμάτων της εγγενούς στον άνθρωπο νεύρωσης και πηγή νέων πτυχών της νεύρωσης. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, απαλλαγμένης από τα στερεότυπα της πατριαρχικής ολιστικής κοινωνίας του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, οι σύγχρονοι γονείς έχουν την τάση να μεταδίδουν την μη επουλωμένη από τον γάμο ή τη «σχέση» νεύρωσή τους στα παιδιά τους.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες, τα ατομικά χαρακτηριστικά λίγο ενδιέφεραν γονείς και κοινωνικό περίγυρο. Το σημαντικό ήταν τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, να ενσαρκώσουν τους κοινωνικούς ρόλους και τις παραδοσιακές αξίες του παρελθόντος: τα παιδιά έπρεπε απλά να «μοιάσουν» στους γονείς τους. Η προσπάθεια των γονέων και των θεσμών της εκπαίδευσης προσανατολίζονταν προς αυτό τον σκοπό. Οι σημερινοί γονείς όμως, έχοντας απελευθερωθεί από τα παραδοσιακά μοντέλα ανατροφής και τα πατροπαράδοτα πρότυπα, βλέπουν τα παιδιά τους μόνο ως άτομα, μόνο ως εξατομικευμένες επιθυμίες. Δεν τα βλέπουν δηλαδή ως μέρη ενός όλου που συγκροτείται μέσω της αναστολής της ατομικής απόλαυσης για την επίτευξη της συλλογικής αρμονίας. Η προσπάθειά τους έγκειται στο να άρουν όλα τα εμπόδια, εσωτερικά και εξωτερικά, τα οποία εμποδίζουν την επιθυμία των παιδιών τους. Τα παιδιά πρέπει να μπορούν να γίνουν ό,τι αυτά επιθυμούν. Οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο στην επιτυχία είναι αναγκαστικά ένα είδος «ασθένειας», ένα είδος «διαταραχής». Αν ένα παιδί δυσκολεύει τους γονείς του, δεν είναι δηλαδή «φρόνιμο» ή δεν είναι «καλός» μαθητής, αναγκαστικά πρέπει να πάσχει από κάτι. Το παραδοσιακό πλέγμα δομών εξουσίας αναγνώριζε στα άτομα το ελαφρυντικό της αποτυχίας: δεν χρειάζεται να είμαστε όλοι το ίδιο. Το σύγχρονο ατομοκεντρικό πλαίσιο όμως δεν κατανοεί την αποτυχία. Δεν την αποδίδει σε έλλειψη ικανοτήτων ή δυνατοτήτων. Αν τα παιδιά αποτυγχάνουν, είναι αναγκαστικά θύματα κάποιας διανοητικής διαταραχής ή κάποιου κοινωνικού αποκλεισμού. Και στις δυο περιπτώσεις πρέπει να γίνει σωστή και έγκαιρη διάγνωση και φυσικά να ακολουθήσει η δέουσα θεραπεία.
Για τη διάγνωση δε δεν χρειάζεται καν κάποιος ψυχίατρος ή κάποιο διαπιστευμένο ιατρικό πλαίσιο. Ο πατέρας ή η μητέρα του παιδιού που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους ή που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, μπορούν μόνοι τους να συμβουλευτούν το διαδίκτυο και να βρουν τάσεις και συμπτώματα που να εξηγούν τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Τώρα μάλιστα, μπορούν κάλλιστα να συμβουλεύονται και τον προσωπικό ιατρό τεχνητής νοημοσύνης στις διάφορες παραϊατρικές διαδικτυακές εφαρμογές (apps). Η σύγχρονη πηγή της νεύρωσης δεν είναι η ψυχανάλυση αλλά η ανάλυση της συμπεριφοράς των παιδιών. Η κοινωνία μας λίγο ασχολείται πλέον, αν δεν έχει εντελώς ξεχάσει, το λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης. Χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά της όρους και έννοιες της κλινικής ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, έννοιες όπως «αυτισμός», «φάσμα», «υψηλής λειτουργικότητας αυτισμός - άσπεργκερ», «ΔΕΠΥ», «διπολική διαταραχή», «υπερκινητικότητα» και άλλες πολλές. Αρκεί μια σειρά στο Netflix για να αναρωτηθούν όλοι οι γονείς μήπως μεγαλώνουν ψυχοπαθείς εφήβους, ακόμη και αν οι συντελεστές της σειράς εξήγησαν ότι ο τηλεοπτικός φόνος στο «Adolescence» ήταν ένα αμάλγαμα.
Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.