ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Το αίσθημα της ανωτερότητας (II)

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, το αίσθημα της ανωτερότητας φύτρωσε στην ανθρώπινη ψυχή από την άνεση με την οποία το ανθρώπινο είδος επιβλήθηκε στη φύση και στο περιβάλλον του. Είχε αίσθηση δηλαδή αρκετά νωρίς ο άνθρωπος ότι ο λόγος και οι ικανότητές του ήταν πολύ ανώτερες από αυτές των ζώων, μεγάλων και μικρών, τα οποία τον απειλούσαν. Το αίσθημα αυτό όμως, πάντα σύμφωνα με τον Ρουσσώ, πέρασε από το είδος στο άτομο και πλέον ο κάθε άνθρωπος ατομικά επεδίωκε να αναγνωρίσουν οι άλλοι την ανωτερότητά του. Η θέληση για κυριαρχία δεν είναι τίποτε άλλο από το πρακτικό επακόλουθο του αισθήματος της ανωτερότητας.

Σε κάθε μορφή κοινωνίας παρατηρούμε μορφές κοινωνικής πάλης, πολέμους ή απλώς ανταγωνισμούς. Ακραίες μορφές ανισότητας συνδέονται πάντα με το αίσθημα ανωτερότητας που τρέφει η κυρίαρχη τάξη ή ομάδα ή ένας κυρίαρχος λαός σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Η ανωτερότητα αυτή ενίοτε συνδέθηκε με ρατσιστικές θεωρίες, οι οποίες θεωρούσαν τις κατώτερες κοινωνικές ομάδες και τους υποταγμένους στη βία των νικητών λαούς ως υπανθρώπους.

Το αίσθημα όμως της ανωτερότητας δεν εκφράζεται μόνο σωματικά, με τη χρήση δηλαδή φυσικής βίας. Εκφράζεται συμβολικά, γλωσσικά, ιδεολογικά, πνευματικά. Ιδιαίτερα το πνεύμα, το οποίο και αντιλαμβάνεται πιο έντονα το αίσθημα της ανωτερότητάς του, έχει την τάση της διαρκούς σύγκρισης και διψά για διάκριση και αναγνώριση. Επιπλέον, το πνεύμα είναι εκείνο το οποίο δημιουργεί τις θεωρητικές κατασκευές στις οποίες θεμελιώνεται η ανωτερότητα της τάδε φυλής του δείνα λαού. Τα εθνικά δόγματα, οι πολιτικές ιδεολογίες, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι όλα δημιουργήματα του πνεύματος, που σκοπό έχουν να αναδείξουν την ανωτερότητα των υποκειμένων που συμμετέχουν σε αυτά.

Έτσι, για παράδειγμα, η πίστη στον έναν και αληθινό θεό αποδεικνύει για τον πιστό την ανωτερότητά του σε σχέση με όλους εκείνους οι οποίοι δεν πιστεύουν στον θεό αυτό, είναι ειδωλολάτρες, άθεοι ή απλά πιστεύουν σε κάποιο άλλο θρησκευτικό δόγμα. Το ίδιο ισχύει και για τις πολιτικές ιδεολογίες και τα πατριωτικά πιστεύω του κάθε λαού. Η εθνική ιστορία, άλλωστε, αυτή που διδάσκεται στα σχολεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του κάθε έθνους κράτους, συνδέεται με εθνικούς μύθους και ως πρώτιστο ρόλο έχει την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας μέσω της ενίσχυσης του αισθήματος της εθνικής ανωτερότητας.

Στην αρχαιότητα, η καταγωγή του κάθε λαού ήταν ιερή, ήταν δηλαδή εγγεγραμμένη σε κάποιον μύθο όπου εξαίρονται οι αρετές και ικανότητες των προγόνων. Οι προστάτες θεοί και οι ήρωες της πόλης υμνούνται, δοξάζοντας έτσι εμμέσως την ίδια την πόλη και φυσικά τους πολίτες της πόλης αυτής. Για τον Αθηναίο ή τον Ρωμαίο πολίτη, η πίστη στην ατομική του ανωτερότητα σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους που δεν ήταν πολίτες της Ρώμης ή της Αθήνας είχε τις ρίζες της στις μυθολογίες αυτές και το μεγαλείο της πόλης τους. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του χριστιανισμού και δη του αποστόλου Παύλου ήταν να επινοήσει το «σώμα Χριστού», στο οποίο όσοι συμμετείχαν ήταν κληρονόμοι του θεού.

Δημιουργώντας την πόλη του Θεού, ο Παύλος και οι μετέπειτα χριστιανοί φιλόσοφοι όπως ο Αυγουστίνος δημιούργησαν μια πνευματική υπηκοότητα για όλους τους δούλους και τους απόκληρους της ελληνορωμαϊκής εποχής. Η χριστιανική ισότητα, πνευματική και όχι πολιτική, αποδείχθηκε ανώτερη από την οποιαδήποτε ανισότητα λόγω υπηκοότητας, οικογένειας, καταγωγής, φύλου ή περιουσιακής κατάστασης. Η δύναμη που αντλούσε ο πιστός από το αίσθημα της ανωτερότητας που του έδινε η πνευματική του σχέση με τον παντοδύναμο θεό ήταν πολύ ισχυρότερη από οποιοδήποτε μαρτύριο ή από οποιαδήποτε ταπείνωση την οποία του επέβαλαν οι άπιστοι. Το ίδιο όμως αίσθημα ανωτερότητας διατηρήθηκε όχι μόνο σε καιρούς δίωξης των Χριστιανών, αλλά και σε καιρούς κυριαρχίας της χριστιανικής πίστης στον πολιτικό χώρο της Ευρώπης και, κατά τη διάρκεια του αποικισμού, στον κόσμο όλο. Το αίσθημα της ανωτερότητας, το οποίο μετέτρεψε τους δούλους σε ελεύθερους, οδήγησε τους ελεύθερους στην υπεροψία τού να πιστεύουν ότι όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαν να γίνουν δούλοι τους, και αυτό στο όνομα του αληθινού θεού και του ευρωπαϊκού χριστιανικού πολιτισμού.

Οι νεωτερικές κοινωνίες και το φιλελεύθερο καπιταλιστικό πολιτικο-οικονομικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο λειτουργούν, έχουν καταφέρει να αδρανοποιήσουν τις συμβολικές κατασκευές της ανισότητας μέσω δύο κυρίως μέσων, τον δημόσιο χώρο και το χρήμα. Ο ρατσισμός, αν και ποτέ δεν εξαλείφθηκε, εξορίσθηκε από τον δημόσιο χώρο και μόνο πλέον στον ιδιωτικό του χώρο κάποιος μπορεί να επιλέγει ποιους θα συναναστραφεί και με ποιους θα συνομιλήσει. Παράλληλα, ο ανθρώπινος ανταγωνισμός, ο οποίος δεν μπορεί να εξαλειφθεί, διότι, όπως έλεγε και ο Βέμπερ, δεν μπορούμε να δούμε τι θα μπορούσε να βάλει τέλος στη δυναμική του, εστιάζεται πλέον στην απόκτηση πλούτου. Ο έμπορος, ο οποίος θα αρνιόταν να πουλήσει την πραμάτεια του σε μαύρους, Άραβες, Εβραίους, Μουσουλμάνους ή άθεους θα δυσκολευόταν πολύ να ανταγωνιστεί τους χωρίς προκατάληψη εμπόρους. Στον καπιταλισμό, το πάθος για κέρδος υπερνικά όλα τα υπόλοιπα και επειδή το πάθος αυτό είναι έλλογο αντιστέκεται στον παραλογισμό του φανατισμού ή του ρατσισμού. Παρόλα αυτά, όπως μας εξηγεί ο Βέμπερ στην ανάλυσή του για την «Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», το δόγμα του προκαθορισμού εδράζεται στην ανωτερότητα των πλουσίων έναντι των φτωχών. Για τις προτεσταντικές σέκτες, ο Θεός έχει προεπιλέξει τους εκλεκτούς του πριν καν ζήσουν χαρίζοντάς τους επίγειο πλούτο.  

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση