ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Από τη μαζική στην εξατομικευμένη εκπαίδευση

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Για τους περισσότερους αναλυτές, κοινωνικούς επιστήμονες, οικονομολόγους και ειδικούς της δημόσιας διοίκησης, η συρρίκνωση του πληθυσμού οδηγεί σε μια βαθιά κρίση με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της Δύσης. Μιλούν για πολιτισμική παρακμή, για γλωσσικές ανεπάρκειες, κατακρίνοντας τις νέες γενιές για την αδιαφορία που επιδεικνύουν για την παράδοση και τον πολιτισμό. Στον χώρο της εκπαίδευσης, πιο συγκεκριμένα, τα αρνητικά σχόλια αφορούν τις άδειες αίθουσες και τα σχολεία που κλείνουν, αφού πλέον δεν υπάρχουν αρκετά παιδιά για να καλύψουν τις θέσεις που προσφέρονται από τη δημόσια εκπαίδευση. Πολλοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τη δυσμενή αυτή κατάσταση στα σχολεία για να προτείνουν μείωση των δασκάλων και καθηγητών, αφού κατά την επόμενη δεκαετία ακόμη και το υπάρχον διδακτικό προσωπικό κινδυνεύει να μην μπορεί να απορροφηθεί στα εναπομείναντα σχολεία. Είναι ο δικός τους τρόπος για να επωφεληθούν από την κρίση, αφού με τον τρόπο αυτό μειώνεται ο προϋπολογισμός του υπουργείου Παιδείας, Μάλιστα, στην περίπτωση της Ελλάδος, το 2013, εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης και μνημονίων, η τότε κυβέρνηση προχώρησε σε αύξηση του διδακτικού φόρτου κατά δύο ώρες, υποχρεώνοντας τις καθηγήτριες και τους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης και διδάσκουν είκοσι τρεις ώρες την εβδομάδα. Η αύξηση αυτή, πέραν της κόπωσης των εκπαιδευτικών, οδήγησε σε ένα γενικότερο χάος στη δημόσια εκπαίδευση, καθώς, για να συμπληρώσουν το ωράριό τους, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δουλεύουν σε δυο και συχνά σε τρία διαφορετικά σχολεία παράλληλα. Κανένας διάλογος δεν έχει ξεκινήσει για επιστροφή στις είκοσι μία ώρες, αφού ακόμη και μετά το πέρας της κρίσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις συνεχίζουν την πολιτική μειωμένου προϋπολογισμού για την εκπαίδευση.

Ταυτόχρονα, ο αριθμός των μαθητριών και μαθητών ανά τάξη, αν και υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, ορίζεται στα είκοσι οκτώ άτομα, κάτι που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την παιδαγωγική διαδικασία. Την ίδια στιγμή, η παιδαγωγική επιστήμη ζητάει μαθητοκεντρική εκπαίδευση και διαφοροποιημένη διδασκαλία. Εντοπίζει την ουσία της διδασκαλίας στη συμμετοχή των μαθητριών και μαθητών στη διαδικασία εκμάθησης, στον διάλογο και στην ενεργητική τους παρουσία στο μάθημα. Πιο πρόσφατες δε μελέτες μιλούν για ανάγκη των διδασκόμενων να μαθαίνουν μόνοι τους με τη διαμεσολάβηση των καθηγητριών και καθηγητών τους. Οι σημερινοί νέοι και νέες στα γυμνάσια και τα λύκεια και τα σημερινά παιδιά στα δημοτικά σχολεία, όμως, αντιμετωπίζονται με τους όρους της μαζικής εκπαίδευσης και του σχολείου-ιδρύματος εγκλεισμού και συμμόρφωσης του 19ου αιώνα. Ουδεμία σκέψη υπάρχει για μεταρρύθμιση του πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και του άκρατου κοινωνικού ατομικισμού και πολιτικού δικαιωματισμού. Το κράτος εξακολουθεί να θεωρεί τους ανήλικους και τις ανήλικες ως αδιαφοροποίητη μάζα και να έχει ως κύριο σκοπό τη συμμόρφωση της μάζας αυτής στα εθνικά ιδεώδη.

Βιώνουμε μια εποχή όπου η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών, περί το τέλος της δημοτικής εκπαίδευσης, έχουν αποκτήσει μόνα τους, χωρίς να το έχουν διδαχθεί από κανένα σχολείο, βασικές δεξιότητες στη χρήση υπολογιστών, στη διαχείριση λογισμικών και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχουν μάθει να χειρίζονται έξυπνα τηλέφωνα καλύτερα κι από τους γονείς τους. Οι νέες γενιές, ιδιαίτερα οι «ωκεάνιες» γενιές, αυτές δηλαδή που βίωσαν τις οθόνες από τη βρεφική τους ηλικία, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να κατανοήσουν τη λογική ενός σχολείου που τους μαθαίνει τα πάντα εκτός από τα απαραίτητα για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την κοινωνία της τεχνολογικής επανάστασης της ΤΝ. Η δημογραφική κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για ένα νέο σχολείο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της νέας εποχής, αντί να προσπαθεί να επιβάλει την επιστροφή στην παλιά με απαγορεύσεις και μαθήματα με σαφείς ιδεολογικές προκείμενες. Αντί να κλείνουν σχολικές αίθουσες και να μειώνεται ο αριθμός των εκπαιδευτικών, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο διδακτικός τους φόρτος, πρέπει να μειωθεί ο αριθμός μαθητριών και μαθητών ανά αίθουσα σε λιγότερους από δέκα με στόχο μια εξατομικευμένη εκπαιδευτική υπηρεσία. Από τη στιγμή που μειώνεται η ποσότητα είναι εθνική ανάγκη να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στην ποιότητα των νέων και νεανίδων. Η μετατροπή του σχολείου από μαζικό σε εξατομικευμένο είναι στην ουσία το πέρασμα από τη λογική της ποσότητας στην εποχή της ποιότητας.

Η εποχή της ΤΝ είναι η εποχή της εξατομίκευσης για έναν πολύ απλό λόγο: μέσω ενός συστήματος ΤΝ, όπως το ChatGPT, το Gemini ή το Meta AI, το κάθε παιδί, αλλά και γενικότερα το κάθε άτομο που ξέρει να χειρίζεται τα νέα τεχνολογικά μέσα, έχει πλέον πρόσβαση στο σύνολο της προσφερόμενης γνώσης. Ακόμη και αν τα παιδιά δεν το συνειδητοποιούν, χρησιμοποιούν καθημερινά την ΤΝ ως προσωπικό δάσκαλο, στον οποίο απευθύνουν ελεύθερα και χωρίς φραγμούς όλες τους τις απορίες. Περαιτέρω, η ΤΝ αναπτύσσει την ικανότητά τους για έλεγχο της προσφερόμενης γνώσης αυξάνοντας τις τάσεις τους για αμφισβήτηση. Η εποχή όπου οι μαθητές και μαθήτριες άκουγαν πειθήνια τους δασκάλους και τους καθηγητές τους, αμέτοχοι στην όλη διαδικασία, ως «λευκό βιβλίο» (tabula rasa) πάνω στο οποίο δάσκαλοι και καθηγητές έγραφαν τη θέλησή τους έχει παρέλθει. Ολιγομελείς τάξεις και μια νέα γενιά εκπαιδευτικών θα επιτρέψουν την επαναφορά της διδασκαλίας στη σωκρατική αρχή του ελεύθερου διαλόγου, όπου ο δάσκαλος ή η δασκάλα θα συντονίζει μια μαθησιακή διαδικασία που θα επιτρέπει στα παιδιά να αποκτήσουν το αναγκαίο κριτικό πνεύμα για να μορφώνονται μόνα τους με τη χρήση των νέων μέσων.    

*Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση