
Του Παναγιώτη Χριστιά
«Είμαστε πολύ εκλογικευμένοι […] για να παραδεχτούμε εύκολα ότι η ιστορία μπορεί να εξελίσσεται πέραν του πεδίου της λογικής και συχνά ακόμη και ενάντια σε κάθε λογική», έγραφε ο Γκιστάβ Λε Μπον στον Πρόλογο της επανέκδοσης του έργου του «Η ψυχολογία των επαναστάσεων και η Γαλλική Επανάσταση» του 1913. Αυτή είναι ίσως η πλέον επαναστατική του ιδέα όσον αφορά τη μελέτη της ιστορίας. Στα πλείστα από τα έργα του, όσο και στο εμβληματικό «Ψυχολογία των μαζών» (1895), όπου ανέλυσε τη δυναμική της ψυχολογίας του πλήθους και τα άλογα θεμέλια της συλλογικής ζωής, ο Λε Μπον αναιρεί κάθε ορθολογική διδαχή του Διαφωτισμού και του φιλελεύθερου δημοκρατικού δόγματος. Η δημοκρατία στηρίζεται στις μάζες και οι μάζες δεν δρουν ορθολογικά. «Η συλλογική λογική και μόνο, και όχι η ορθολογική λογική» (idem), είναι το αναλυτικό όργανο που προσφέρει η ψυχολογία του Le Bon στη μελέτη των ακραίων ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων, όπως ο νέος πολιτισμικός εμφύλιος που μαίνεται στις ΗΠΑ μετά την άνανδρη δολοφονία ενός εξτρεμιστή ακροδεξιού ρήτορα, ο οποίος έχει ήδη αναδειχθεί σε μάρτυρα του αγώνα των τραμπιστών για αναστήλωση των ιερών αξιών του αμερικανικού έθνους.
Η λογική αυτή είναι το αντίθετο της κριτικής σκέψης και της εγρήγορσης. Εξετάζοντας τη Μεταρρύθμιση, μια θρησκευτική δηλαδή επανάσταση, ο Λε Μπον κατανοεί και τονίζει τον ρόλο του θρησκευτικού στοιχείου, την αλλαγή της πίστης δηλαδή, σε κάθε πολιτική επανάσταση. Παρατηρεί, για παράδειγμα, την ιδιαίτερη κατάσταση ύπνωσης, στην οποία βρίσκονται οι ψυχές των πιστών (ames hypnotisees). Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία μιας και η μεγάλη μάζα του κοινού του Τραμπ και των ρητόρων του είναι φανατικοί ευαγγελιστές. Η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση ύπνωσης είναι το κλειδί για την κατανόηση των μαζικών κινημάτων, ιδιαίτερα στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό που αλλάζει στην εποχή μας είναι ότι το πλήθος δεν είναι «φυσικό» αλλά εικονικό. Άτομα απομονωμένα στα δωμάτιά τους συνδέονται διαδικτυακά με ομοϊδεάτες τους, κοιτάζουν τις ίδιες εικόνες, διαβάζουν τα ίδια σλόγκαν, εκτίθενται στην ίδια ρητορική μίσους και από αυτή τη σύνδεση και αυτή την έκθεση γεννιέται κάτι σαν ψυχή ενός εικονικού πλήθους. Ο Λε Μπον ορίζει ως «ψυχή του πλήθους», ως ιδιαίτερο δηλαδή αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας του πλήθους, τη συλλογική ψυχολογική κατάσταση που προκύπτει όταν τα άτομα ενώνονται σε ένα πλήθος. Σε αυτή την κατάσταση, οι ατομικές ταυτότητες αποκτούν δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την ταυτότητα της ομάδας και οι αποφάσεις κατευθύνονται από συναισθηματικές παρορμήσεις και όχι από ορθολογική σκέψη. Ο Λε Μπον υποστηρίζει ότι αυτή η μεταμόρφωση στηρίζει τη δυναμική των μαζικών κινημάτων και των επαναστάσεων, διαμορφώνοντας τελικά τις ιστορικές τροχιές των λαών. Παρατηρεί και αναλύει συγκεκριμένους μηχανισμούς ενσωμάτωσης και ψυχολογικής επιρροής των ατόμων εντός του πλήθους: υποβολή (suggestion), ύπνωση (hypnotisme), χαρακτηριστικό γνώρισμα της θρησκευτικής πίστης και του πιστού, μετάδοση (contagion) και μίμηση (imitation). Τα άτομα σε ένα πλήθος είναι εξαιρετικά επιρρεπή στην υποβολή, καθώς απορροφούν ιδέες και συναισθήματα από τους γύρω τους.
Ο Λε Μπον εξηγεί ότι, σε ένα πλήθος, τα άτομα υπόκεινται σε ένα είδος συλλογικού υπνωτισμού (hypnotisme collectif), όπου οι πράξεις και τα συναισθήματα ενός ατόμου διαδίδονται και γίνονται ασυνείδητα και παράλογα αντικείμενο μίμησης από τους άλλους. Τα άτομα κοιτάζουν τους άλλους για να εκτιμήσουν πώς πρέπει να συμπεριφέρονται, ιδίως σε στιγμές αβεβαιότητας ή κρίσης. H τάση των ανθρώπων να μιμούνται τις ενέργειες των γύρω τους δημιουργεί αίσθηση ενότητας και σκοπού μέσα στο πλήθος. Το φαινόμενο αυτό κατευθύνει τις συλλογικές δράσεις, εντείνει και μεγεθύνει τα βίαια ανατρεπτικά κινήματα. Ο Λε Μπον περιγράφει πώς τα συναισθήματα μπορούν να εξαπλωθούν σαν πυρκαγιά μέσα σε ένα πλήθος, με τα άτομα να αντιδρούν στα συναισθήματα των άλλων. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να κλιμακωθεί άμεσα, οδηγώντας σε συλλογική ευφορία ή πανικό. Το φαινόμενο της μετάδοσης εξηγεί τη διασύνδεση των ατόμων σε ένα πλήθος και τον τρόπο με τον οποίο τα συναισθήματα μπορούν να μετατραπούν σε μαζική δράση.
Τον ιδιαίτερα εύπλαστο, ευμετάβλητο και ανοικτό στις επιρροές χαρακτήρα των μαζών εκμεταλλεύονται οι χαρισματικοί ηγέτες. Μάλιστα, δεν θα ήταν σφάλμα να ισχυρισθεί κανείς ότι ο «χαρισματικός» χαρακτήρας ενός ηγέτη έγκειται στην ικανότητά του να «μεταδίδει» (transmettre par suggestion et contagion) τα πάθη και τα συναισθήματά του, αφού η διάχυση των συναισθημάτων εντός του πλήθους ισοδυναμεί με έλεγχό του. Ορθά ο Λε Μπον υπογραμμίζει τη σημαντική επιρροή των ηγετών στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του πλήθους. Στη διαδικτυακή μας εποχή, αυτοί που ελέγχουν τα διαδικτυακά πλήθη είναι οι διάφοροι εικονικοί ρήτορες, influencers, tiktokers και youtubers, οι οποίοι με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών βαθέος ψεύδους (deep fake) και της εικονικής αλλοίωσης της πραγματικότητας μέσω τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά την υποβολή για να παροτρύνει και να πυροδοτήσει την υποστήριξη του πλήθους για ανατρεπτικούς σκοπούς. Το φαινόμενο της συναισθηματικής μετάδοσης είναι ένας βασικός μηχανισμός που καθοδηγεί αυτή τη στιγμή τη συμπεριφορά του διαδικτυακού ακροδεξιού πλήθους, έτοιμο να ξεχυθεί στους δρόμους διψώντας για εκδίκηση του αίματος του ιεροκήρυκά του. Το χειρότερο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Λε Μπον, είναι ότι το πλήθος, ιδιαίτερα το διαδικτυακό σήμερα, εξωθεί στα άκρα τους πολιτικούς και τις συνελεύσεις, μεταδίδοντάς τους την ιδέα ότι μόνο οι ακραίες αποφάσεις είναι οι ορθές και αναμενόμενες.
Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.