ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Πολιτική της διαλέκτου

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Το τελευταίο διάστημα υπάρχει ένας έντονος δημόσιος διάλογος περί της κυπριακής διαλέκτου ή γλώσσας. Έγκριτοι ακαδημαϊκοί και συγγραφείς έχουν καταθέσει τις απόψεις τους για το ζήτημα. Είναι η κυπριακή καθομιλουμένη διάλεκτος ή αυτόνομη γλώσσα; Πρέπει ή δεν πρέπει να υιοθετηθεί ως γλώσσα στην κυπριακή δημόσια μέση εκπαίδευση; Στα έγκυρα αυτά ερωτήματα, ο πολιτικός φιλόσοφος ή ο πολιτικός επιστήμονας δεν μπορεί να εκφέρει εμπεριστατωμένη άποψη. Δεν είναι ο τομέας ειδίκευσής του.

Αντίθετα, δικός του τομέας είναι η ανάλυση των άρθρων περί γλώσσας με κριτικό πνεύμα από πολιτική σκοπιά. Παρατηρείται λοιπόν ότι τα άρθρα αυτά περί γλωσσικών ζητημάτων, στην πλειονότητά τους, δεν αφορούν την κυπριακή διάλεκτο ή γλώσσα, αλλά την κυπριακή πολιτική. Όσοι δηλαδή υποστηρίζουν ότι η κυπριακή είναι μια πλήρης και αυτόνομη γλώσσα, μετατρέπουν αυτή τη θέση σε επιχείρημα υπέρ της διαφορετικότητας του κυπριακού έθνους σε σχέση με το ελληνικό. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα «ανθενωτικό» επιχείρημα, αν χρησιμοποιήσουμε έναν όρο, ο οποίος πλέον δεν έχει καμία καίρια πολιτική σημασία. Αντίθετα, όσοι υποστηρίζουν ότι η κυπριακή καθομιλουμένη είναι διάλεκτος, άρα ατελής για τις ανάγκες της συγκρότησης λογικής και κριτικής σκέψης από τους μαθητές της μέσης εκπαίδευσης, εξάγουν από εκεί ένα «ενωτικό» επιχείρημα. Αποδεικνύουν έτσι το «ομόγλωσσο», το οποίο, σε συνδυασμό με το «όμαιμο» και το «ομόθρησκο», αποδεικνύει με τη σειρά του ότι οι Κύπριοι είναι το ίδιο έθνος με τους Έλληνες και επομένως θα έπρεπε να έχουν και κοινό κράτος, σύμφωνα με τη θεωρία περί εθνικότητας του Λόρδου Ακτον. Το πρόβλημα λοιπόν με τη συζήτηση των γλωσσολόγων και φιλολόγων δεν έγκειται τόσο στις γλωσσολογικές τους θέσεις όσο στις πολιτικές αντιλήψεις, τις οποίες πιστεύουν ότι οι γλωσσολογικές θέσεις εκφράζουν. Είναι καθήκον του κριτικού στοχαστή να διαφοροποιήσει το γλωσσολογικό ερώτημα από το φιλοσοφικό και πολιτικό ερώτημα, το οποίο δεν είναι άλλο από το: «τι είναι ένα έθνος;».

Στο ερώτημα αυτό είχε απαντήσει ο Γάλλος συγγραφέας Ερνέστ Ρενάν, στη διάσημη ομιλία του στη Σορβόννη, το 1882, με τίτλο «τι είναι ένα έθνος;». Η ομιλία αυτή έλαβε χώρα σε μια ταραγμένη για το γαλλικό έθνος εποχή, δώδεκα χρόνια μετά την προσάρτηση της Αλσατίας και της Λωραίνης στη Γερμανική Αυτοκρατορία, μετά την ήττα της Γαλλίας κατά τον γαλλοπρωσσικό πόλεμο του 1870, την επακόλουθη ένωση των γερμανικών κρατιδίων και την ανακήρυξη της Δεύτερης Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γερμανοί ισχυρίζονταν ότι επειδή οι κάτοικοι των περιοχών αυτών μιλούσαν μια γερμανική διάλεκτο, ήταν προτεστάντες, και όχι καθολικοί όπως οι Γάλλοι, και κατάγονταν από γερμανικά φύλα, ανήκαν στο γερμανικό έθνος και ως εκ τούτου έπρεπε να ανήκουν και στο γερμανικό κράτος. Ο Ρενάν, αντιτάχθηκε στον εθνογραφικό και φυλετικό ορισμό του έθνους. Δεν είναι ούτε η φυλή (race), ούτε η γλώσσα, ούτε η θρησκεία που καθορίζουν ένα έθνος. Ήταν ο πρώτος στοχαστής που αντιτάχθηκε στο νεοδαρβινικό και ρατσιστικό πνεύμα της εποχής του, το οποίο είχε υιοθετήσει η Γερμανία. Όρισε λοιπόν το έθνος με βάση τη θέληση ενός λαού να αποτελεί αυτόνομο έθνος ή μέρος ενός άλλου. Το έθνος, ήταν για τον Renan, ένα «καθημερινό δημοψήφισμα» και η εθνικότητα ήταν καθαρά ένα πνευματικό χαρακτηριστικό, η θέληση του να αποτελείς έθνος ή μέρος ενός έθνους. Ο Ρενάν αναγνώριζε φυσικά τη σημασία της γλώσσας, της εθνοτικής ταυτότητας, της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης, στην «απόφαση» που παίρνει ένας λαός όταν συγκροτείται ως έθνος. Παρόλα αυτά, φυλή, γλώσσα, ιστορία και μνήμη δεν είναι ανεξάρτητα, αντικειμενικά κριτήρια που αποφασίζουν για τη μοίρα ενός λαού ή ενός έθνους. Πολλές εθνότητες μπορούν να αποτελέσουν ένα έθνος, ενώ η ίδια εθνότητα μπορεί να διαιρεθεί σε πολλά έθνη. Γλώσσα, θρησκεία, ιστορία και εθνοτικά ή φυλετικά χαρακτηριστικά είναι παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση ενός ενεργού υποκειμένου, ενός λαού, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος να αποφασίσει για τη μοίρα του.

Επομένως το έθνος δεν ορίζεται ούτε ιστορικά, ούτε εθνογραφικά, ούτε βέβαια φυλετικά, αλλά πολιτικά. Μέρος του έθνους αποτελούν οι πολίτες του, και με βάση την πολιτότητα αυτή ορίζεται και ο χαρακτήρας του έθνους. Ο λαός της Αλσατίας και της Λωραίνης ένιωθε κομμάτι του γαλλικού έθνους, όχι του γερμανικού. Πολλοί από τους κατοίκους των περιοχών αυτών μετανάστευσαν στη Γαλλία μετά την προσάρτηση του 1870 και περίμεναν την επανάκτηση των περιοχών αυτών από τη Γαλλία, το 1918, για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι υπόλοιποι βίωσαν την προσάρτηση ως κατοχή, κάτι το οποίο αποτέλεσε και αιτία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αν το κυπριακό έθνος είναι κομμάτι του ελληνικού ή ανεξάρτητο έθνος δεν είναι φιλολογικό ή γλωσσολογικό ερώτημα. Όπως και η χρήση της κοινής ελληνικής στη μέση εκπαίδευση δεν είναι πολιτικό ερώτημα. Το κυπριακό έθνος παραμένει κυπριακό, αν χρησιμοποιείται η κοινή στη μέση εκπαίδευση. Αντίστροφα, η χρήση της κοινής δεν σημαίνει ότι το κυπριακό έθνος είναι ένα και το αυτό με το ελληνικό. Ο κυπριακός λαός έχει ήδη αποφασίσει για τον χαρακτήρα του έθνους του και αποτελεί, με βάση αυτή την πολιτική του απόφαση, αυτόνομο έθνος-κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γλωσσικό ερώτημα, αν είναι η κυπριακή καθομιλουμένη γλώσσα ή διάλεκτος, πρέπει συνεπώς να παραμείνει αμιγώς φιλολογικό και γλωσσολογικό και να μη χρησιμοποιείται για εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων. Ίσως τότε να εξαχθούν ορθότερα επιστημονικά συμπεράσματα και να ληφθούν ορθότερες αποφάσεις, χωρίς πάθος, για τον ρόλο και τη σημασία της κοινής ελληνικής στη δημόσια εκπαίδευση.

Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση