
Του Παναγιώτη Χριστιά
Η μανία με την οποία οι Έλληνες κομμουνιστές και η ευρωπαϊκή αριστερά καταφέρονται κατά των Εβραίων, κατηγορώντας τους για «γενοκτονία» κατά των Παλαιστίνιων της Χαμάς, είναι δηλωτική ενός τραύματος της μαρξιστικής σοσιαλιστικής Αριστεράς. Ενδεικτικό αυτής της μανίας αποτελεί το κυνήγι του «Εβραίου» που οργανώθηκε «αυθόρμητα» στην Ελλάδα από αριστερούς ιδεολογικούς χώρους. Αυτοί αποφάσισαν και οργάνωσαν την ίδια στιγμή τα πογκρόμ που εμπόδισαν Εβραίους τουρίστες να πατήσουν το πόδι τους στα ελληνικά νησιά. Ακολούθησαν κινητοποιήσεις σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη που ξύπνησαν μνήμες από την εποχή της Βαϊμάρης και το αντισημιτικό κλίμα που καλλιεργούνταν την εποχή εκείνη από τους Ναζί. Χαρακτηριστική είναι δε και η αδιαφορία των Αριστερών για τη μοίρα των Ισραηλινών ομήρων. Πρόκειται όμως για ένα διαρκές έγκλημα πολέμου, το οποίο ποτέ δεν κατήγγειλαν, αφού στα μάτια τους ήταν μέρος του μίσους που επικρατεί ανάμεσα σε εμπόλεμους. Γιατί αυτή η μεροληψία κατά των Εβραίων; Η σύγχρονη σοσιαλιστική αριστερά δεν ψάχνει αιτίες αλλά αφορμές για να φουντώσει ξανά τη φλόγα του αντισημιτισμού, μια φλόγα που δεν έσβησε ποτέ άλλωστε και η οποία καίει στην ίδια την καρδιά της μαρξιστικής ιδεοληψίας κατά της αστικής τάξης και των Εβραίων ως κατεξοχήν ανθρώπων της «διακίνησης» και του «χρήματος».
Στο έργο του «Το εβραϊκό ζήτημα» (1843), ο Μαρξ αναλύει το ζήτημα της εβραϊκής χειραφέτησης στην αστική κοινωνία. Ασκεί δριμεία κριτική στην ιδέα ότι η πολιτική χειραφέτηση, όπως ορίζεται από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, αρκεί για να εγγυηθεί την πραγματική ανθρώπινη χειραφέτηση. Υποστηρίζει ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι στην πραγματικότητα μόνο τα δικαιώματα του εγωιστή ανθρώπου, του απομονωμένου ανθρώπου εντός ενός αστικού κοινωνικού καθεστώτος. Στόχος του Μαρξ είναι η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η εγωιστική ανάγκη και το εμπόριο, που χαρακτηρίζουν την αστική κοινωνία, εκδηλώνονται στον Ιουδαϊσμό και πώς ο Ιουδαϊσμός, με τη σειρά του, αντανακλά και ενισχύει αυτές τις πτυχές της κοινωνίας. Ο Μαρξ δεν αρκείται στην απάντηση του Μπρούνο Μπάουερ, σύμφωνα με τον οποίο οι Εβραίοι έπρεπε να απαρνηθούν τη θρησκεία τους και να ασπασθούν τη νέα πολιτική μορφή ενός έκπτωτου χριστιανισμού, δηλαδή μια κριτική φιλοσοφία της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα για τον Μαρξ όμως δεν είναι θρησκευτικό, αλλά κοινωνικό. Δεν είναι η ιουδαϊκή θρησκεία που καθορίζει την εβραϊκή κοινωνία, αλλά η κοινωνική πραγματικότητα του Εβραίου που καθορίζει τη θρησκεία του: «Ποια είναι η κοσμική βάση του Ιουδαϊσμού; Η πρακτική ανάγκη και η προσωπική χρησιμότητα και ωφέλεια. Ποια είναι η βέβηλη λατρεία του Εβραίου; Η διακίνηση. Ποιος είναι ο βέβηλος Θεός του; Το χρήμα. Χειραφετώντας λοιπόν τον εαυτό της από τη διακίνηση και το χρήμα, και επομένως από τον πραγματικό και πρακτικό Ιουδαϊσμό, η σημερινή εποχή θα χειραφετηθεί». Ο ίδιος ο Μάρξ, συμβολοποιώντας τους Εβραίους ως φορείς του καπιταλισμού, ανάβει την ιδεολογική φλόγα για την εξόντωση του «Εβραίου», του «ανθρώπου του χρήματος»: «Η χιμαιρική εθνικότητα του Εβραίου είναι η εθνικότητα του εμπόρου, του ανθρώπου του χρήματος».
Γράφει ο Μαρξ: «Το χρήμα είναι ο ζηλόφθονος θεός του Ισραήλ, μπροστά στον οποίο κανένας άλλος θεός δεν μπορεί να υπάρξει. Το χρήμα υποβιβάζει όλους τους θεούς του ανθρώπου και τους μετατρέπει σε εμπόρευμα. Το χρήμα είναι η γενική και εγγενής αξία όλων των πραγμάτων. Για τον λόγο αυτό το χρήμα έχει απογυμνώσει ολόκληρο τον κόσμο, τον κόσμο των ανθρώπων και της φύσης, από την εγγενή τους αξία. Το χρήμα είναι η ξεχωριστή ουσία του ανθρώπου, της εργασίας του, της ύπαρξής του, και αυτή η ξένη ουσία τον εξουσιάζει και τον λατρεύει. Ο θεός των Εβραίων εκκοσμικεύτηκε και έγινε ο θεός του κόσμου. Η συναλλαγή είναι ο αληθινός θεός των Εβραίων». Ο Μαρξ ολοκληρώνει την πρωτότυπη αυτή ανάλυση με μια εξίσου πρωτότυπη και ουσιαστικά ανυπόστατη δήλωση: «Από τα βάθη των σπλάχνων της η αστική κοινωνία γεννά διαρκώς τον Εβραίο». Στην ουσία ταυτίζει τον Εβραίο με τον αστό, την εβραϊκή κοινότητα με τη αστική κοινωνία, την ουσία του Ιουδαϊσμού με τη χρηματοοικονομία. Με τον τρόπο αυτό κατέστησε τον αντισημιτισμό έννοια ταυτόσημη με το μίσος του αστού, του ταξικού εχθρού. Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά του να αιτιολογήσει την ανάγκη για «χειραφέτηση της κοινωνίας από τον Ιουδαϊσμό», από τη θρησκεία και την κοινωνική πρακτική του χρήματος, προσφεύγει στον Τόμας Μύντσερ, τον προτεστάντη επαναστάτη θεολόγο της Μεταρρύθμισης, προδίδοντας τις ίδιες του τις μύχιες ιδεολογικές ρίζες: «Υπό αυτή την έννοια, ο Τόμας Μύντσερ δηλώνει ότι είναι ανυπόφορο κάθε πλάσμα να μετατρέπεται σε ιδιοκτησία, τα ψάρια στο νερό, τα πουλιά στον αέρα, τα φυτά στο έδαφος: όλα τα πλάσματα πρέπει να απελευθερωθούν». Με τον τρόπο αυτό, την αναφορά δηλαδή στη μεσαιωνική χριστιανική θρησκεία, ο Μαρξ υπενθυμίζει το apartheid των Εβραίων στη μεσαιωνική Ευρώπη, τη ζωή τους στα γκέτο, τις ομαδικές σφαγές και το χριστιανικό μίσος κατά εκείνων που για «τριάκοντα αργύρια» πρόδωσαν και σταύρωσαν τον Χριστό. Το μίσος αυτό είναι παρόν σε μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ καθώς και στο «Λαμπρότητες και αθλιότητες εταίρων» (1838-1847) του Μπαλζάκ, όπου, λόγω της φιλαργυρίας του, ο ολλανδικής καταγωγής Εβραίος τοκογλύφος Jean-Esther van Gobseck αφήνει, παρά την τεράστια περιουσία του, την κόρη του Εσθήρ να εκπορνευθεί και τελικά να ασθενήσει και να πεθάνει.
Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.