
Του Παναγιώτη Χριστιά
Καταλαβαίνει κανείς ότι μια κοινωνία έχει εισέλθει στη μεταμοντέρνα εποχή όταν τα σημαντικά πράγματα χάνουν ξαφνικά τη σημασία τους και αποκτούν μια σχεδόν αισθητική ή αισθησιακή αξία. Πολιτικές εξελίξεις, παπική εκλογή, πόλεμοι, κλιματικές καταστροφές, όλα αποκτούν μια διαφορετική αξία από αυτή που παραδοσιακά είχαν: γίνονται όλα αξιοπερίεργα γεγονότα και η μόνη χρησιμότητά τους είναι να μας αποσπάσουν την προσοχή.
Η ανάγκη της μεταμοντέρνας εποχής για διασκέδαση είναι τέτοια που πλέον τα τυπικά μοντέρνα μοντέλα για να ξεφύγει κανείς από την καθημερινότητα, όπως η πολιτισμική βιομηχανία, ο τουρισμός, ή η χρήση ναρκωτικών ουσιών, δεν επαρκούν. Παραδοσιακά νεωτερικά μοντέλα διαφυγής από την πραγματικότητα, όπως η «περιπέτεια» στον Ζίμελ ή οι «ετεροτοπίες» στον Φουκώ, αδυνατούν να ικανοποιήσουν τη δίψα για το διαφορετικό, για το καινούργιο, για αυτό που δεν μας έχει ακόμη προκαλέσει πλήξη. Σύμφωνα με τα μοντέλα αυτά, η πραγματικότητα υπάρχει, η καθημερινότητα είναι αληθινή, είναι μια σφαίρα της ζωής από την οποία προσπαθούμε να ξεφύγουμε για να ισορροπήσουμε το άγχος για τη φροντίδα των αναγκών μας. Στη μετανεωτερική εποχή, ούτε η πραγματικότητα δεν ξεφεύγει από τη μεταμορφωτική δύναμη του πιο έντονου ανθρώπινου πάθους, της ανίας.
Σύμφωνα με τον Μπωντλαίρ, ο χρόνος είναι ο χειρότερος εχθρός, όχι διότι οι άνθρωποι είναι πεπερασμένα όντα, καταδικασμένα τρόπον τινά σε θάνατο. Ο ίδιος ο θάνατος, άλλωστε, για τον Γάλλο ποιητή της μοντέρνας κοινωνίας, είναι ένα ισχυρό ναρκωτικό, μια ύστατη περιπέτεια, ένα ύστατο ταξίδι στο άγνωστο και στο πρωτοφανές.
Ο χρόνος είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου διότι βιώνεται ως ανία, ως πλήξη. Η ενασχόληση με τα πολλαπλά πρόσωπα της νεωτερικής κοινωνίας, με τα απεριόριστα ερεθίσματα, με την αυτοκρατορία του αισθησιασμού που δημιούργησε η βιομηχανική κοινωνία, δημιουργούν έναν ιδιαίτερο τύπο ανθρώπου, άγνωστο στις κλασικές εποχές, τον blasé (Ζίμελ), τον μπουχτισμένο, τον απογοητευμένο, τον απομαγεμένο άνθρωπο. Χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου είναι η σκληρότητα, η αδιαφορία, η αποξένωση από τον ανθρώπινο πυρήνα των κοινωνικών του συναισθημάτων.
Η μόνη του ελπίδα είναι να αυξήσει τις νοητικές και συναισθηματικές του επιδόσεις με τη χρήση μέσων διαφυγής. Η «ενδυνάμωση του νευρικού συστήματος» (Ζίμελ) παράγεται με τη χρήση μέσων και ουσιών. Δεν είναι όμως απαραίτητο οι ουσίες αυτές να είναι χημικές. Έχουν έναν διαφορετικό χαρακτήρα, είναι πολιτισμικές και κοινωνικές. Στην ουσία, ο νεωτερικός άνθρωπος μετατρέπει τα πάντα σε ναρκωτικό: την εξουσία, τη θρησκεία, τη γνώση, το χρήμα. Εθίζεται σε αυτά τα εξωτερικά αγαθά γιατί είναι ικανά να αναζωογονήσουν τη νεκρωμένη εσωτερική του ζωή. Αυτό στο οποίο πραγματικά εθίζεται όμως είναι στην υπερβολή, στο ξεπέρασμα των ορίων, στην εκρηκτική ένταση του βιώματος της νίκης, του ατομικού και συλλογικού θριάμβου.
Στο παιχνίδι αυτό, οι μετανεωτερικές μας κοινωνίες επιφέρουν μια σημαντική αλλαγή: η ίδια η πραγματικότητα βιώνεται ως καθημερινή φαντασίωση. Δεν υπάρχουν προσωπικοί στόχοι, όπως ο βιοπορισμός, η επιτυχία, η αυτοβελτίωση. Η ατομική και συλλογική πράξη προσανατολίζεται στο να μεταμορφώνει την κάθε στιγμή σε φαντασιακό γεγονός.
Η καθημερινότητα επενδύεται με αφηγήματα, εντάσσεται σε ένα σενάριο στο οποίο το κάθε άτομο είναι απλά ηθοποιός. Η σεναριοποίηση της καθημερινότητας, ο εγκλεισμός δηλαδή του νοήματος των ιστορικών γεγονότων σε θεατρικά παραστατικά μοντέλα, διευκολύνεται από τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία επιτρέπουν στο κάθε άτομο να αφηγηθεί τη φανταστική εμπειρία του στους συνανθρώπους του και συνομιλητές του. Αυτό που αποκαλούμε σήμερα «πραγματικότητα» είναι αυτές οι φαντασιακές αφηγήσεις του εαυτού μας κατά την αλληλεπίδρασή του με εξωτερικά ερεθίσματα ή πληροφορίες. Δεν πρέπει να ψάχνει κανείς τη συνοχή αυτών των αφηγήσεων στην ουσιαστική ανάλυση των ιστορικών τεκταινόμενων. Αν υπάρχει συνοχή, κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα αμφίβολο, αυτή βρίσκεται στον διαταραγμένο από τα πολλαπλά ερεθίσματα και τον υπερβολικό αριθμό πληροφοριών ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του κάθε ατόμου. Με άλλα λόγια, η απαίτηση της συνοχής, του συγκροτημένου λόγου, της εκλογικευμένης ανάλυσης της πραγματικότητας δεν αφορά πλέον τον εξωτερικό κόσμο αλλά την εσωτερική ροή των επιθυμιών, των παθών και των συναισθημάτων.
Θα πίστευε κανείς ότι κάποιοι ξεφεύγουν από τη μεταμοντέρνα τάση καταστροφής της πραγματικότητας, οι επαγγελματίες της πληροφόρησης, οι πολιτικοί ιθύνοντες, οι διανοούμενοι ή έστω κάποια πεφωτισμένη μειονότητα που έχει τρόπον τινά διατηρήσει την επαφή της με την παραδοσιακά εννοούμενη πραγματικότητα. Όμως όλα τα δεδομένα μάς πείθουν για το αντίθετο.
Ο ημερήσιος Τύπος πλέον δεν αναλύει την πραγματικότητα, την παράγει μέσα από τις καθημερινές επιλεκτικές διηγήσεις, οι οποίες μετατρέπουν απλά γεγονότα σε φαντασμαγορίες, ενσταλάζοντας όλα τα στοιχεία ενός θρίλερ, την αγωνία, την απρόσμενη εξέλιξη, την καταιγιστική δράση. Το ενδιαφέρον για την πραγματικότητα δεν διαφέρει πλέον από το ενδιαφέρον για το τέλος μιας ταινίας.
Και το απροσδόκητο ή το νέο στοιχείο σε αυτή τη μορφή της πληροφόρησης είναι ότι οι αναγνώστες ή οι θεατές, μετά το τέλος της διήγησης αισθάνονται ότι αυτή έχει πραγματικά τελειώσει. Όταν το θρίλερ της εκλογής του Αμερικανού προέδρου ή του νέου Πάπα ολοκληρωθεί, ο ενημερωμένος πλέον αναγνώστης αναφέρεται σε αυτό σαν σε ένα φιλμ το οποίο καμία πλέον επιρροή δεν έχει στη ζωή του. Είναι σαν να μην έχει καν συμβεί. Το ίδιο ισχύει και για τους πολέμους στην Ουκρανία, τη Γάζα ή τα ινδοπακιστανικά σύνορα. Το μόνο αποτέλεσμα όλων αυτών των σεναρίων πραγματικότητας είναι η συναισθηματική φόρτιση του κοινού, η οποία λειτουργεί ως διεγερτικό, ικανό να ερεθίσει στον μέγιστο βαθμό μια ψυχή βυθισμένη σε ανίατη πλήξη.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.