
Του Παναγιώτη Χριστιά
Πώς βιώνει άραγε ένας καθημερινός άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη επιστημονική κατάρτιση τα τελευταία προϊόντα της τεχνολογίας; Μαθαίνει να τα χρησιμοποιεί, όπως έμαθε να χρησιμοποιεί όλα τα υπόλοιπα εργαλεία που του έδωσαν η φύση και ο πολιτισμός. Η τεχνολογία τού προσφέρεται ως δωρεά, ως κάτι που υπάρχει δίπλα σε άλλα αντικείμενα: ένα κινητό τηλέφωνο δίπλα σε ένα μαχαίρι ή δίπλα σε μια πέτρα. Ξέρει και μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στη φύση των διαφορετικών αντικειμένων, ξέρει να τα χρησιμοποιεί, ξέρει τι μπορεί να επιτύχει με τη χρήση τους. Όταν βλέπει ένα κινητό τηλέφωνο φαντάζεται ήδη τον εαυτό του να αξιοποιεί τις δυνατότητές του πριν καν το χρησιμοποιήσει. Μάλιστα η φαντασία προηγείται της χρήσης με τρόπο καθοριστικό. Χωρίς ολοκληρωμένη αναπαράσταση της πράξης δεν μπορεί να γίνει αναπαραγωγή της πράξης. Αν δεν φανταστώ τον εαυτό μου να μιλάω στο κινητό δεν θα μιλήσω ποτέ στο κινητό. Μπορώ όμως ταυτόχρονα να φανταστώ πώς κατασκευάζω ένα κινητό;
Πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, στις προβιομηχανικές κοινωνίες όπου η παραγωγή δεν ήταν συνδεδεμένη με την τεχνολογία, ένας αγρότης ή ένας τεχνίτης δεν ήξερε απλώς να χειρίζεται τα εργαλεία του, ήξερε και να τα κατασκευάζει. Δεν υπήρχε δηλαδή διαφορά, απόσταση ανάμεσα σε χρήστη και σε κατασκευαστή. Οι σαμουράι για παράδειγμα ήξεραν να κατασκευάζουν μόνοι τα σπαθιά τους. Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, η ανθρωπότητα έχει χάσει τη μνήμη της κατασκευής των καθημερινών της εργαλείων. Η ζωντανή μνήμη του τεχνίτη αντικαταστάθηκε από την αρχειακή μνήμη του κατασκευαστή. Το χάσμα ανάμεσα σε ζωντανή και αρχειακή μνήμη της ανθρωπότητας στην εποχή της γενικής τεχνητής νοημοσύνης είναι τόσο μεγάλο που μόνο μηχανές τεχνητής νοημοσύνης μπορούν πλέον να διατρέξουν το σύνολο των αρχειοθετημένων πληροφοριών και να τις ανασύρουν. Επομένως η μνήμη δεν απέχει ένα, αλλά δυο επίπεδα από τη χρήση, αφού δεν υπάρχει πρωτογενής πρόσβαση του χρήστη στη μνήμη του κατασκευαστή. Οποιαδήποτε μνήμη της τεχνολογίας είναι προσβάσιμη μόνο μέσω της τεχνολογίας.
Το φαινόμενο αυτό όμως δεν εμφανίζεται στις ανθρωπιστικές επιστήμες και τη λογοτεχνία. Ο καθημερινός χρήστης ενός λογοτεχνικού έργου έχει άμεση πρόσβαση στη μνήμη του συγγραφέα του για τον απλούστατο λόγο ότι το κατανοεί. Ο χρήστης λογοτεχνικών ή φιλοσοφικών έργων δεν μπορεί να τα κατανοήσει χωρίς άμεση πρόσβαση στη μνήμη των συγγραφέων, στη γλώσσα τους, το εννοιολογικό τους περιεχόμενο ή την αλληλουχία των λογικών δομών των έργων τους. Αν δεν έχει αυτή τη μνήμη, τότε δεν μπορεί να τα κατανοήσει και συνεπώς δεν είναι χρήστης. Στην περίπτωση των ανθρωπιστικών επιστημών, χρήση και κατασκευή είναι ταυτόσημες της κατανόησης. Η κατανόηση αποτελεί μια ευφυή πράξη, η οποία μπορεί να αναπαραχθεί μέσω πολιτισμικών διεργασιών, όπως η παράδοση και η διδασκαλία, που ενισχύουν τις δυνατότητες της ζωντανής βιωματικής μνήμης, ενδυναμώνουν τις ανθρώπινες κοινωνίες και τις θωρακίζουν απέναντι στο μονοπώλιο της τεχνολογικής κατασκευαστικής γνώσης. Το μονοπώλιο αυτό μάλιστα σε λίγο δεν θα ανήκει καν σε ανθρώπινες ολιγαρχίες αλλά σε πρωτόκολλα βιομηχανικής κλίμακας τεχνολογικής έρευνας, σε οντότητες, με άλλα λόγια, πέραν της ανθρώπινης κατανόησης και ελέγχου. Οι νέες μηχανές καθημερινής χρήσης, τα νέα τεχνολογικά εργαλεία του άμεσου μέλλοντος –αν όχι, ήδη, του παρόντος– θα παράγονται χωρίς να γνωρίζει κανένας άνθρωπος πώς παρήχθησαν. Κάτι που θα δημιουργήσει ένα χάσμα τρίτου επιπέδου, όπου πλέον δεν θα υπάρχει καν ίχνος της γνώσης που κινητοποιείται για την παραγωγή εργαλείων, αφού η γνώση αυτή δεν θα έχει κατανοηθεί από ανθρώπινο νου αλλά απλά θα κινητοποιηθεί από μηχανές τεχνητής νοημοσύνης ως μέρος της κατασκευαστικής διεργασίας.
Τι σημαίνει όμως αυτό για τον άνθρωπο; Για να κατανοήσουμε αυτό το χάσμα, αυτό το άλμα από τη βιομηχανική τεχνολογία ως ανθρώπινη επιστημονική εφεύρεση και τη σύγχρονή μας έρευνα και παραγωγή ως αυτοματοποιημένη διαδικασία τεχνητής νοημοσύνης, θα πρέπει να επιστρέψουμε στη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας του 19ου αιώνα, στον Ναυτίλο του Jules Verne και στη μηχανή του χρόνου του H.G. Wells. Στα μυθιστορήματα των δυο αυτών λογοτεχνών, οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζονται το υποθαλάσσιο ταξίδι και το ταξίδι στον χρόνο αντίστοιχα παραμένουν άγνωστα, στη σφαίρα της φαντασίας. Η επιστημονική φαντασία δεν έχει μνήμη της κατασκευής των μηχανών της γιατί απλούστατα οι μηχανές της δεν έχουν κατασκευαστεί από ανθρώπινο νου, δεν έχουν δηλαδή κατασκευαστεί ακόμη. Στα λογοτεχνικά έργα λαμβάνει χώρα ένα, τρόπον τινά, άλμα στο μέλλον. Το πρώτο επιχειρησιακό υποβρύχιο για στρατιωτική χρήση ήταν το «Submarino Peral», το οποίο σχεδιάστηκε από τον Ισπανό μηχανικό Isaac Peral και παρουσιάστηκε στο ισπανικό ναυτικό το 1888, μόλις 18 χρόνια μετά τον Ναυτίλο του πλοιάρχου Νέμο του Βερν. Η μηχανή του χρόνου ίσως βέβαια αργήσει, αλλά όταν έρθει δεν θα είναι «κατανοητή» όπως ένα υποβρύχιο. Πιο πιθανό είναι να κατασκευασθεί από πρωτόκολλα τεχνητής νοημοσύνης. Ενδέχεται δε η ανθρωπότητα να μην γνωρίσει ποτέ ούτε τις θεωρητικές αλλά ούτε και τις κατασκευαστικές αρχές του ταξιδιού στον χρόνο.
Για να τις κατανοήσει θα πρέπει να πραγματοποιήσει η ίδια κάποιου είδους γενετικό άλμα για να αυξήσει τις ικανότητές της. Αυτό το γενετικό άλμα θα είναι επίσης αποτέλεσμα των μηχανών τεχνητής νοημοσύνης και ενδέχεται ότι το μεταανθρώπινο είδος που θα προκύψει από μια προηγμένη μηχανική γενετική βελτίωση θα αγνοεί τις αρχές της ίδιας του της ύπαρξης, όπως ο πρωτόγονος άνθρωπος αγνοούσε τις δικές του.
Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.