
Του Παναγιώτη Χριστιά
Σε μια από τις πρώτες του δηλώσεις, ο Πάπας Λέων ΙΔ’ αυτοαποκλήθηκε «οικονόμος» της Εκκλησίας, διαχειριστής δηλαδή, όπως ακριβώς και ο απόστολος Παύλος, παρότι ως Πάπας είναι διάδοχος του Πέτρου. Οι επιστολές του Παύλου είναι το πρώτο γραπτό μνημείο του χριστιανισμού, σχετίζονται δε άμεσα με το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στους κόλπους της πρώιμης χριστιανικής Εκκλησίας.
Πιο συγκεκριμένα, όπως ο ίδιος ο Παύλος αναφέρει στην Α’ επιστολή προς Κορινθίους, υπήρχαν έριδες και τσακωμοί ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες. Η κύρια διαφωνία ήταν ανάμεσα στον Παύλο και στον Πέτρο, ανάμεσα δηλαδή σε Ιουδαίους και εθνικούς χριστιανούς. Οι Ιουδαίοι χριστιανοί επέμεναν να ακολουθείται το ιουδαϊκό πρωτόκολλο, τα εβραϊκά έθιμα σε σχέση με την καθημερινή ζωή, την τροφή και τη λατρεία. Ιδιαίτερη δε έμφαση έδιναν στην περιτομή. Για τον λόγο αυτό ο Παύλος επινόησε την έννοια της «περιτομής της καρδιάς», σε μια προσπάθεια να συμβιβάσει τα δύο στρατόπεδα. Οι ιδεολογικές έριδες όμως έκρυβαν διαφωνίες για την ηγεσία της Εκκλησίας. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή οι ιουδαίοι χριστιανοί υπερίσχυαν. Όσο όμως ο Παύλος με το αποστολικό του έργο διεύρυνε τους πολιτισμικούς ορίζοντες της Εκκλησίας του Χριστού στους εθνικούς πληθυσμούς, στα «έθνη», στους άπιστους δηλαδή, η πλάστιγγα έγειρε προς τη μεριά των εθνικών χριστιανών. Για τους τελευταίους, ο Παύλος ήταν αδιαμφισβήτητος ηγέτης και κεφαλή της Εκκλησίας μετά τον Χριστό. Η νέα θρησκεία, πριν ακόμη προλάβει να αποκτήσει στέρεη δογματική βάση στην οποία συνέτεινε και ο ίδιος ο Παύλος, αντιμετώπιζε τη διχόνοια των μελών της. Ο τίτλος «οικονόμος» είχε δυο βασικά πλεονεκτήματα.
Το πρώτο και σπουδαιότερο είναι ότι ως διαχειριστής των εκκλησιαστικών πραγμάτων συγκεντρώνει στα χέρια του και στα χέρια της ομάδας του, των «ελληνιστών», τη διοικητική εξουσία. Το δεύτερο είναι ότι ο τίτλος αυτός δεν είναι καθόλου αξιοζήλευτος, διότι ο «οικονόμος», στη βιβλική και ρωμαϊκή παράδοση δεν ήταν ένα πρόσωπο εξουσίας, αλλά ένας ξένος που διαχειριζόταν την περιουσία ενός άλλου εν τη απουσία του. Έτσι ο Ιωσήφ έγινε «οικονόμος» στον οίκο του πλούσιου Αιγυπτίου κυρίου του (Γεν. 39, 2-6), ενώ στη Ρώμη, ο οικονόμος ήταν πολύ συχνά κάποιος εγγράμματος και ικανός στα οικονομικά δούλος. Ο Παύλος αναφέρει ότι προτιμάει να τον θεωρούν όπως τους «υπηρέτας Χριστού και οικονόμους» (Α’ προς Κορινθίους 4,1). Άτομο δοκιμασμένο στην πράξη, ο οικονόμος ή επιβλέπων έπρεπε, σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα του πρώτου αιώνα μ.Χ. Κολουμέλλα (Lucius Iunius Moderatus Columella), να μη διατείνεται ότι γνωρίζει πράγματα που δεν γνωρίζει και να είναι πάντοτε πρόθυμος να μάθει. Έπρεπε με άλλα λόγια να έχει μια σωκρατική στάση απέναντι στη γνώση και στην εξουσία.
Ο ρόλος αυτός ταίριαζε στον Παύλο. Διώκτης του χριστιανισμού, ο Παύλος αυτοαποκαλούνταν «έκτρωμα» (Α’ προς Κορινθίους 15, 8), ακόμη και μετά το όραμα μπροστά από τις πόρτες της Δαμασκού, όπου ο ίδιος ο Χριστός τον όρισε απόστολό του. Αισθανόταν δηλαδή ξένος προς την Εκκλησία, όπως ξένοι ήταν και οι δούλοι στην αρχαία Ρώμη, χωρίς να έχουν την υπηκοότητα και τα δικαιώματα των Ρωμαίων πολιτών. Ένιωθε πως διαχειριζόταν τα επίγεια πράγματα του κυρίου του Ιησού Χριστού, χωρίς ποτέ να τολμήσει να οικειοποιηθεί το παραμικρό περιουσιακό ή πνευματικό στοιχείο της Εκκλησίας: «εις το μη καταχρήσασθαι τη ἐξουσία μου εν τω ευαγγελίω» (Α’ προς Κορινθίους 9, 18). Τη στάση του αυτή τη συμμερίζονταν οι κύκλοι της πρώτης Εκκλησίας, κάτι που επέτρεπε στον Παύλο να ηγείται της Εκκλησίας, χωρίς να είναι προκαθήμενος ή άρχοντας, ούτε να προκαλεί φθόνο, μίσος ή μνησικακία. Ήταν απλά δούλος της. Για τον λόγο αυτό η σορός του Παύλου είναι θαμμένη εκτός των τειχών της Ρώμης ενώ αυτή του Πέτρου, επισκόπου Ρώμης, είναι θαμμένη στην κρύπτη του Βατικανού. Γιατί όμως ο νεοεκλεγμένος Πάπας προτιμάει να ακολουθήσει την παράδοση του Παύλου και όχι του Πέτρου; Γιατί αρνείται την οικειοποίηση της Εκκλησίας που του προσφέρει ο θώκος του επισκόπου Ρώμης;
Μια ερμηνεία, η οποία παραμένει πιστή στις προθέσεις του ίδιου του Παύλου όταν ανέλαβε τον ρόλο αυτό στην πρώιμη Εκκλησία, είναι ότι ο «οικονόμος» έχει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στη διαχείριση κρίσεων, ερίδων και σχισμάτων στους κόλπους της Εκκλησίας. Δεν είναι μόνο η διαμάχη ανάμεσα σε συντηρητικούς και προοδευτικούς στους κόλπους της καθολικής Εκκλησίας που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής από τον νέο Πάπα. Αν συνεχίσει το έργο του προκατόχου του, αν η πρόθεσή του είναι να ολοκληρώσει ό,τι ξεκίνησε ο Φραγκίσκος, τότε το δύσκολο έργο που έχει μπροστά του είναι η επανένωση των Εκκλησιών. Στον διάλογο αυτό, ο τίτλος του «οικονόμου» δεν βάζει κανένα δογματικό εμπόδιο, κάτι που θα γινόταν αν αναλάμβανε την πρωτοβουλία της επανέναρξης της διαδικασίας ένωσης των Εκκλησιών ως ισχυρός προκαθήμενος της Ρώμης, ως διάδοχος δηλαδή του Πέτρου. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Παύλος, «βρίσκω ευχαρίστηση σε αδυναμίες, σε προσβολές, σε καιρούς ανάγκης, σε διωγμούς και δυσκολίες, για τον Χριστό. Διότι όταν είμαι αδύναμος, τότε είμαι δυνατός» (Β’ προς Κορινθίους 12, 10). Η διαπραγμάτευση από θέση αδυναμίας έχει το ισχυρό πλεονέκτημα ότι κρατάει ανοικτό τον διάλογο και επιτρέπει το άνοιγμα στον άλλο, σε αντίθεση με μια δογματική αντιπαράθεση ισχύος χωρίς ουσιαστική προσέγγιση. Η επιστροφή στις ρίζες της πρώιμης Εκκλησίας και στον λόγο του Παύλου μπορεί να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο για τη χριστιανοσύνη.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.