
Του Παναγιώτη Χριστιά
Ποιος ήταν ο Πάπας Φραγκίσκος; Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του ήταν η επικοινωνιακή άνεση και η ευκολία με τις οποίες κατάφερε να περάσει το αφήγημα του αδύναμου Πάπα, του «αντισυστημικού», του Πάπα που πάλεψε εναντίον του κατεστημένου της καθολικής Εκκλησίας επαναπροσδιορίζοντας την πορεία της χριστιανικής Πίστης. Το αφήγημα αυτό του παρία δεν διαφέρει ουσιαστικά από την ευαγγελική αφήγηση της ζωής του Χριστού, του Εβραίου παρία που εναντιώνεται στον δογματικό κομφορμισμό των «γραμματέων» και των «φαρισαίων» του Ναού της Ιερουσαλήμ. Ήταν όμως τόσο αδύναμος όσο ήθελε να φαίνεται ο Λατινοαμερικάνος Πάπας; Πριν γίνει Πάπας στο Βατικανό ήταν ήδη «Μαύρος Πάπας» (Papa nero), όπως συνηθίζει να αποκαλείται ο προκαθήμενος του τάγματος των Ιησουιτών, τίτλος που δείχνει την ισχύ που έχει το τάγμα αυτό στους κόλπους της καθολικής Πίστης.
Το τάγμα των Ιησουιτών ανέκαθεν κατείχε μια ιδιαίτερη θέση στην καθολική Εκκλησία. Γεννήθηκε ως όπλο της αντιμεταρρύθμισης, της αντεπίθεσης δηλαδή της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά του Λούθηρου και του προτεσταντισμού. Είχε από την αρχή τα χαρακτηριστικά, τα οποία έλειπαν από την καθολική Εκκλησία την εποχή της Μεταρρύθμισης και επέτρεψαν τη διάχυση και επικράτηση των προτεσταντικών δογμάτων. Το πρώτο χαρακτηριστικό ήταν η καθαρότητα του δόγματος, κάτι το οποίο έλειπε από την Εκκλησία των συγχωροχαρτιών. Το δεύτερο ήταν η επανένωση της ιεραρχίας της Εκκλησίας με τη λαϊκή της βάση. Το τάγμα του Λογιόλα ανέτρεψε τη σχέση λαού και ελίτ ενσταλάζοντας τις αρχές μιας αξιοκρατικής δυναμικής στην καθολική ιεραρχία στη βάση της αποστολικής ισότητας και αδερφοσύνης. Χαρακτηριστικές είναι οι ουτοπικές κοινότητες που δημιούργησαν οι Ιησουίτες στη Λατινική Αμερική κατά τον δέκατο έκτο αιώνα. Το «Κράτος του Θεού», φτιαγμένο από αυτόχθονες ιθαγενείς που δραπέτευαν από τη δουλεία και τα μαρτύρια των Ισπανών κατακτητών αποτέλεσε, μέσα στη ζούγκλα της Παραγουάης, ένα πρωτοποριακό πείραμα των Ιησουιτών μοναχών που ίδρυσαν μια κοινωνία χωρίς χρήματα, φυλακές και θανατική ποινή. Οι κοινότητες αυτές, χωρίς καμία υπερβολή, αποτέλεσαν τον πρόδρομο των σοσιαλιστικών ουτοπιών αλλά και των εβραϊκών κιμπούτς.
Ο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, ο μετονομαζόμενος Πάπας Φραγκίσκος, μεγάλωσε στην Αργεντινή των πολιτικών και φυλετικών αντιπαραθέσεων, την περίοδο που ανθούσε ένα νέο θεολογικό δόγμα, σε ευθεία γραμμή με τις αρχές των Ιησουιτών, η θεολογία της απελευθέρωσης. Γεννημένη στη Λατινική Αμερική στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, αυτή η θεολογία δίνει έμφαση στην απελευθέρωση των φτωχών από την οικονομική, πολιτική και κοινωνικο-φυλετική καταπίεση. Η προσέγγισή της, που συχνά επηρεάζεται από τον μαρξισμό στην ανάλυση των δομών της εκμετάλλευσης, στηρίζεται σε μια ανάγνωση του ευαγγελίου βασισμένη στους αγώνες των φτωχών για πολιτική και κοινωνική ισότητα. Επικρίθηκε έντονα από τη Ρώμη, τόσο από τον Ιωάννη Παύλο Β΄ όσο και από τον Βενέδικτο ΙΣΤ΄, ιδίως για τους αμφιλεγόμενους δεσμούς της με τη μαρξιστική ιδεολογία. Καθόλου περίεργο, δεδομένου ότι ο Πολωνός Πάπας, με την εγκύκλιό του Centesimus Annus (1991) σφράγιζε τη συμμαχία του Βατικανού με τη νεοφιλελεύθερη τάξη των Ρόναλντ Ρήγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ και τη Solidarnost του Λεχ Βαλέσα στον ανένδοτο πόλεμο κατά του σοβιετικού κομμουνισμού. Η εγκύκλιος αυτή επικύρωνε μια προγενέστερη, την εγκύκλιο De Rerum Novarum (1891), η οποία στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα υποδήλωνε την αλλαγή πλεύσης της καθολικής Εκκλησίας. Από υπέρμαχος της εργατικής τάξης και της πάλαι ποτέ αριστοκρατίας, η καθολική Εκκλησία συμμαχούσε πλέον με την ευρωπαϊκή αστική τάξη.
Μετά την παραίτηση του Βενέδικτου, του συντηρητικού Γερμανού θεολόγου, και την αναπάντεχη εκλογή του Φραγκίσκου, πολλοί στους κύκλους του Βατικανού μιλούσαν για «πραξικόπημα». Σε αυτή την ιδεολογική γραμμή κινείται άλλωστε και η πρόσφατη δήλωση του υπερσυντηρητικού, έμπιστου του Πάπα Βενέδικτου, Γερμανού καρδιναλίου Γκέρχαρντ Μίλερ: αν δεν εκλεγεί «ορθόδοξος» Πάπας από το επόμενο κονκλάβιο, η Εκκλησία κινδυνεύει ακόμη και με ένα νέο σχίσμα, προειδοποίησε. Ο Φραγκίσκος υποδέχθηκε θερμά στο Βατικανό τον Γκουστάβο Γκουτιέρεζ, τον λατινοαμερικάνο εμπνευστή της θεολογίας της απελευθέρωσης, δηλώνοντας ξεκάθαρα τη νέα ιδεολογική του γραμμή, ένα ουσιαστικό άνοιγμα στις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης που καταγγέλλουν τις δομές εκμετάλλευσης, την οικονομική νεοαποικιοκρατία και την αδιαφορία για τους φτωχούς. Παράλληλα, όμως, δεν επικύρωσε τον μαρξισμό, ακόμη και ως απλό αναλυτικό εργαλείο, ενώ επέμεινε στην πνευματική καθαρότητα του χριστιανικού μηνύματος, που θέλει το ευαγγέλιο να μην ανάγεται σε απλό όργανο πολιτικού αγώνα. Η έντονη κριτική του στον αχαλίνωτο καπιταλισμό, την υπερκατανάλωση και την ανισότητα, ο αγώνας του κατά της φτώχειας και του αποκλεισμού των περιθωριοποιημένων, εντάσσονται στη νέα ιδεολογική μάχη για παγκόσμια κοινωνική δικαιοσύνη.
Εμβληματική του νέου δόγματος ήταν και η εγκύκλιος Laudato si’, (2015) για την οικολογία, με τίτλο τα λόγια του Φραγκίσκου της Ασίζης Laudato si’, mi’ Signore («Δοξασμένο το Όνομά σου Κύριε»). Η θεολογικοπολιτική του παρακαταθήκη είναι το εγκώμιο που πλέκει στον άγιο των φτωχών: «Είναι ο προστάτης άγιος όλων όσων μελετούν και εργάζονται στον χώρο της οικολογίας και είναι αγαπητός και από πολλούς μη χριστιανούς. Επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δημιουργία του Θεού, για τους φτωχούς και τους εγκαταλελειμμένους. […] Ήταν ένας μυστικιστής και προσκυνητής που ζούσε απλά και σε θαυμάσια αρμονία με τον Θεό, με τους άλλους, με τη φύση και με τον εαυτό του. Σε αυτόν βλέπουμε τον βαθμό στον οποίο η φροντίδα για τη φύση, η δικαιοσύνη προς τους φτωχούς, η δέσμευση στην κοινωνία και η εσωτερική ειρήνη είναι αδιαχώριστες» (παρ. 10).
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.