Οι τελευταίες εξελίξεις αναφορικά με το Ουκρανικό πρέπει να αναγνωστούν σε δύο πράξεις. Η πρώτη πράξη αφορά τη διμερή σύνοδο ΗΠΑ-Ρωσίας όπου διαφάνηκε τι ζητούν οι Ρώσοι για να σταματήσουν τον πόλεμο, το οποίο είναι να πάρουν από την Ουκρανία ολόκληρο το Ντονμπάς που περιλαμβάνει τις επαρχίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ. Ενα αξιοσημείωτο της Συνόδου είναι η αδυναμία για ακόμα μια φορά του Αμερικανού προέδρου να ασκήσει ουσιαστική πίεση στη Μόσχα και να φαίνεται πως θεωρεί τις αξιώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν λογικές.
Η δεύτερη πράξη αφορά τη συνάντηση μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βολοντιμίρ Ζελένσκι, η οποία πραγματοποιήθηκε σε εντελώς διαφορετικό κλίμα σε σχέση με την προηγούμενη, αλλά και τις συναντήσεις που είχε ακολούθως ο πρόεδρος Τραμπ με τους Ευρωπαίους ηγέτες που μετέβησαν εσπευσμένα στην Ουάσιγκτον. Ο Ουκρανός πρόεδρος πρότεινε την αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων αξίας 100 δισ. δολαρίων με χρηματοδότηση από κράτη της Ε.Ε., καθώς και την υλοποίηση ενός προγράμματος 50 δισ. δολαρίων για την κοινή παραγωγή drones από ουκρανικές και αμερικανικές εταιρείες.
Σε αντάλλαγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να προτίθενται να παράσχουν εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία, χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή αμερικανικών στρατευμάτων στη διεθνή δύναμη που θα αναλάβει την εφαρμογή αυτών των εγγυήσεων. Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον οι ΗΠΑ θα είναι διατεθειμένες να συνεισφέρουν στρατεύματα για την εφαρμογή των εγγυήσεων. Προς το παρόν φαίνεται πως προσπαθούν να αποφύγουν αυτό το σενάριο, προσφέροντας όμως εναέρια υποστήριξη πιθανότατα για την επιβολή no-fly zone. Το δεύτερο ζήτημα είναι η δεδηλωμένη θέση της Ρωσίας για παρουσία δυτικών στρατευμάτων στο έδαφος της χώρας. Το τρίτο και τελευταίο ζήτημα είναι η αξίωση της Ρωσίας να είναι και αυτή αλλά και η Κίνα μέρος των εγγυητριών δυνάμεων, αλλά και να διατηρεί «βέτο» για την ενεργοποίηση των όποιων μηχανισμών δημιουργηθούν για την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Οι τελευταίες δύο θέσεις ουσιαστικά δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την ουκρανική πλευρά.
Ωστόσο, παραμένει ένα κρίσιμο ερώτημα: είναι διατεθειμένη η Ουκρανία να απεμπολήσει ολόκληρη την περιοχή του Ντονμπάς προκειμένου να εξασφαλίσει αυτές τις εγγυήσεις, ιδιαίτερα όταν τόσο η διακήρυξη της Βουδαπέστης το 1994 όσο και οι συμφωνίες του Μινσκ το 2015 δεν εμπόδισαν τη σημερινή κατάσταση και την πιθανή απώλεια εθνικής κυριαρχίας; Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει ξεκαθαρίσει ότι, εκτός από την Κριμαία, για να υπάρξει συμφωνία απαιτεί και την πλήρη κυριαρχία στο Ντονμπάς, το οποίο περιλαμβάνει τις επαρχίες Λουχάνσκ και Ντονέτσκ. Αν και το Λουχάνσκ έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταληφθεί από τις ρωσικές δυνάμεις, στο Ντονέτσκ η κατάσταση είναι διαφορετική. Το Ντονέτσκ είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια σειρά από λόγους.
Πρώτον, υπάρχει η οικονομική πτυχή. Η περιοχή είναι πλούσια σε σπάνιες γαίες, ενώ αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της ουκρανικής μεταλλουργικής βιομηχανίας και βιομηχανίας άνθρακα. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη σημασία της περιοχής στο ρωσικό φαντασιακό. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αντιλαμβάνεται την περιοχή ως αναπόσπαστο κομμάτι του ρωσικού έθνους. Ο τρίτος και πιο σημαντικός λόγος αφορά τη σημασία του Ντονέτσκ για την άμυνα ολόκληρης της Ουκρανίας. Στην επαρχία υπάρχει μια γραμμή βαριών οχυρωματικών έργων μήκους περίπου 50 χιλιομέτρων που εκτείνεται από την Κονσταντινόβκα στα νότια μέχρι το Σλοβιάνσκ στα βόρεια, με το Κραματόρσκ στο ενδιάμεσο.
Κατά μήκος αυτής της περιοχής, η Ουκρανία έχει επενδύσει από το 2014 τεράστια ποσά στην κατασκευή στρατιωτικών υποδομών και οχυρωματικών έργων, τα οποία καθιστούν οποιαδήποτε απόπειρα ρωσικής κατάληψης εξαιρετικά δύσκολη, χρονοβόρα και με βαρύ κόστος τόσο σε ανθρώπινες απώλειες όσο και σε υλικά μέσα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ρωσικός στρατός επιχειρεί να κινηθεί περιμετρικά της ζώνης αυτής με σκοπό να την περικυκλώσει, κάτι που θα απαιτήσει πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια.
Αν χαθεί το Ντονέτσκ –ιδίως χωρίς ουσιαστική αντίσταση– οι ρωσικές δυνάμεις θα αποκτήσουν τη δυνατότητα να προελάσουν την επόμενη κιόλας μέρα προς το Χάρκοβο ή/και το Ντνιπροπετρόβσκ, περιοχές όπου δεν υπάρχουν αντίστοιχες αμυντικές υποδομές. Έτσι, το ουσιαστικό δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Ζελένσκι είναι αν οι υποσχόμενες εγγυήσεις ασφαλείας αξίζουν περισσότερο από την απώλεια του ισχυρότερου αμυντικού συμπλέγματος που διαθέτει η χώρα. Το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο πιεστικό αν αναλογιστεί κανείς ότι μια πιθανή συμφωνία θα μπορούσε να οδηγήσει και σε άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, γεγονός που θα έδινε ώθηση στην οικονομία της, θα ενίσχυε τη στρατιωτική της βιομηχανία και κατ’ επέκταση θα επέτρεπε στον ρωσικό στρατό να ανακάμψει με ταχείς ρυθμούς.
Εν κατακλείδι, οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών έχουν δώσει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το τι χρειάζεται για να σταματήσει ο πόλεμος. Βέβαια χωρίς ουσιαστική δουλειά στα θέματα των εγγυήσεων και αλλαγής στάσης της Ρωσίας δύσκολα θα υπάρχουν εξελίξεις. Παράλληλα, όμως, το τίμημα για την Ουκρανία είναι βαρύ και με δεδομένη την πρόνοια στο ουκρανικό σύνταγμα, που απαιτεί δημοψήφισμα για την απώλεια περιοχών, να περιπλέκει τα πράγματα. Σίγουρα ο Ζελένσκι βρίσκεται ενώπιον σημαντικών διλημμάτων που δεν επηρεάζουν μόνο την Ουκρανία, αλλά και το ευρωπαϊκό και διεθνές σύστημα ασφαλείας. Τέλος, κάτι που επηρεάζει και την Κύπρο είναι η επικύρωση εδαφικών αλλαγών διά της βίας που είναι στο τραπέζι και την οποία σκέφτεται σοβαρά και η ουκρανική πλευρά. Μια τέτοια επικύρωση πιθανότατα θα άνοιγε τον δρόμο για ανάλογες επιλύσεις σε μια σειρά από διενέξεις με παρόμοια χαρακτηριστικά. Μια από αυτές είναι και το Κυπριακό.
*Ο δρ Αλέξανδρος Ζαχαριάδης είναι ερευνητικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κύπρου και του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics.