ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Εξοικονομήσεις 65 εκ. για τις μεγάλες τράπεζες από επιτόκια

Μετά την αύξηση των επιτοκίων οι κυπριακές τράπεζες δεν θα πληρώνουν για το «παρκάρισμα» καταθέσεων

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Την περασμένη Πέμπτη, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ προχώρησε στην πολυσυζητημένη αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5% που θα έχουν ισχύ από σήμερα Τετάρτη, 27 Ιουλίου 2022. Αυτομάτως, οι δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες, Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική Τράπεζα, αναμένεται να έχουν εξοικονομήσεις, συνδυαστικά, 65 εκατομμυρίων ευρώ σε ετήσια βάση. Αυτός ο περιορισμός εξόδων 65 εκατ. ευρώ ετησίως θα προέρχεται από την μη καταβολή χρημάτων για το «παρκάρισμα» των καταθέσεών τους (πλεονάζουσα ρευστότητα) σε κεντρικές τράπεζες. Σύμφωνα με υπολογισμούς της «Κ» που προκύπτουν από τα πιο πρόσφατα οικονομικά αποτελέσματα των δύο μεγάλων τραπεζών, η Τράπεζα Κύπρου θα εξοικονομεί περίπου 36 εκατ. ευρώ το χρόνο από την μη πληρωμή για το «παρκάρισμα» της πλεονάζουσας ρευστότητάς της σε κεντρικές τράπεζες και αντίστοιχα η Ελληνική Τράπεζα, 30 εκατ. ευρώ. Σε μηνιαία βάση, η Τράπεζα Κύπρου θα περιορίζει τα έξοδά της μόνο από την αποφυγή τέλους για την πλεονάζουσα ρευστότητα κατά 3 εκατ. ευρώ και η Ελληνική κατά 2,5 εκατ. ευρώ. Αναλυτικότερα, η Τράπεζα Κύπρου έχει μετρητά και καταθέσεις σε κεντρικές τράπεζες ύψους 9,3 δισ. ευρώ, τα δάνειά της συνολικά ανέρχονται σε 10,3 δισ. ευρώ και οι συνολικές καταθέσεις των πελατών της είναι στα 17,6 δισ. ευρώ. Από τα πιο πάνω προκύπτουν τα 36 εκατ. ευρώ εξοικονομήσεων από την απόφαση της ΕΚΤ. Η Ελληνική Τράπεζα έχει μικτά δάνεια ύψους 6,2 δισ. ευρώ, μετρητά και καταθέσεις σε κεντρικές τράπεζες 7,8 δισ. ευρώ και γενικά οι καταθέσεις της είναι στα 15,1 δισ. ευρώ. Ιστορική η αύξηση των επιτοκίων της η ΕΚΤ, αφού η αύξηση κατά 0,5% έγινε μετά από μία εντεκαετία και επηρεάζει άμεσα το σύνολο της ρευστότητας που είναι διαθέσιμη στο τραπεζικό σύστημα και υπερβαίνει τις ανάγκες των τραπεζών (πλεονάζουσα ρευστότητα). Κατά γενικό κανόνα, όπως καταγράφεται και στην ΕΚΤ, οι τράπεζες μειώνουν την πλεονάζουσα ρευστότητα που διαθέτουν χορηγώντας π.χ. δάνεια σε άλλες τράπεζες, αγοράζοντας στοιχεία ενεργητικού, ή μεταφέροντας κεφάλαια εκ μέρους των πελατών τους. Η πλεονάζουσα ρευστότητα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο λόγω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού που έθεσε σε εφαρμογή η ΕΚΤ, το οποίο ενίσχυσε τον διευκολυντικό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής σε μια περίοδο κατά την οποία δεν ήταν δυνατόν να μειωθούν περαιτέρω τα επιτόκια. Γι’ αυτήν την πλεονάζουσα ρευστότητα μέχρι τώρα πλήρωναν –αδρά όπως φαίνεται- για να την έχουν κατατεθειμένη στις κεντρικές τράπεζες, ενώ τώρα θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν αλλού εκείνο το επαναλαμβανόμενο έξοδο. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης τι σημαίνει για την Τράπεζα Κύπρου για παράδειγμα αυτό το κονδύλι των 36 εκατ. ευρώ, είναι περισσότερο από το 1/3 του μη επαναλαμβανόμενου εξόδου της, του Σχεδίου Εθελούσιας Αποχώρησης των 565 ατόμων που διενήργησε τον τελευταίο μήνα. Για την Ελληνική Τράπεζα, πιθανόν να είναι το μισό κόστος για το Σχέδιο Εθελούσιας Αποχώρησης που ενδεχομένως κάνει μετά από μία επιτυχή συμφωνία με την ΕΤΥΚ που θα προκύπτει από τη νέα υπογραφή συλλογικής σύμβασης.

Τα επόμενα οικονομικά αποτελέσματα των κυπριακών τραπεζών θα παρουσιάσουν πιο πολλά κέρδη που θα προκύπτουν από περιορισμό εξόδων στο πλαίσιο μη καταβολής τέλους για την πλεονάζουσα ρευστότητα.

Συνοψίζοντας, τα επόμενα οικονομικά αποτελέσματα των κυπριακών τραπεζών που θα περιλαμβάνεται ο Αύγουστος και οι μήνες που ακολουθούν, θα παρουσιάσουν πιο πολλά κέρδη που θα προκύπτουν από περιορισμό εξόδων στο πλαίσιο μη καταβολής τέλους για την πλεονάζουσα ρευστότητα.

Αυξάνονται τα έσοδα

Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυξάνονται, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Πέρα από τον περιορισμό των εξόδων που θα προκύψει στις τράπεζες από την μη καταβολή του τέλους του «παρκαρίσματος» των χρημάτων στις κεντρικές τράπεζες, αναμένονται και πρόσθετα κέρδη από έσοδα τόκων που θα αποδώσει η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Αυτό θα προκύψει από τις επόμενες αυξήσεις των επιτοκίων που αναμένονται από την ΕΚΤ, από το Σεπτέμβριο, ενώ μέχρι και το Μάρτη του 2023 αναμένεται τα επιτόκια να έχουν φτάσει τουλάχιστον στο 1,25%, μπορεί και 1,5%. Έτσι, θα δοθεί περαιτέρω ώθηση στην κερδοφορία των τραπεζών. Από την άλλη, στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου σχετικά με τα επιτόκια που θα καταγράψουν σταδιακά ανοδική πορεία αναφέρεται ότι η αύξησή τους θα επιφέρει αύξηση στην καταβολή τόκων, γεγονός που αναμένεται να μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων. Ως συνέπεια αυτού, τονίζεται στο οικονομικό της δελτίο πιθανόν να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην πιστοληπτική τους ικανότητα και ενδεχόμενα να οδηγήσει τις τράπεζες σε περαιτέρω αυστηροποίηση των κριτηρίων χορήγησης δανείων. «Η ανάγκη μείωσης του ιδιωτικού χρέους γίνεται ακόμα πιο επιτακτική κάτω από αυτές τις συνθήκες, ούτως ώστε να μετριαστούν οι αρνητικές συνέπειες από μια επικείμενη σταδιακή άνοδο των επιτοκίων», συμπληρώνει η ΚΤΚ.

Η σκέψη της ΕΚΤ

Στον επίσημο ιστότοπο της ΕΚΤ επεξηγείται η κίνηση της Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια. Όπως αναφέρει, ως κεντρική τράπεζα για το ευρώ, η εντολή που της έχει ανατεθεί είναι να διατηρεί τις τιμές σταθερές. Όταν οι τιμές στην οικονομία αυξάνονται υπερβολικά γρήγορα –δηλαδή όταν ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός– η αύξηση των επιτοκίων βοηθά να τον επαναφέρει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Όπως τονίζει η ΕΚΤ, ο πληθωρισμός επιβαρύνει τους πολίτες και πολλοί ανησυχούν ότι θα γίνει μόνιμο φαινόμενο. Συμπληρώνει πως παρακολουθεί αυτές τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και γι’ αυτό ακριβώς αύξησε τα επιτόκια. Για να δείξει ότι δεν θα αφήσει τον πληθωρισμό να παραμείνει πάνω από το 2% και έτσι κατά τη γνώμη της οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό θα παραμείνουν υπό έλεγχο. Τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες στους πολίτες και στις επιχειρήσεις συνήθως συμβαδίζουν με τα επιτόκια που καθορίζει η ΕΚΤ, επηρεάζονται όμως και από άλλους παράγοντες. Σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς όπως η ζώνη του ευρώ, τα επιτόκια καθορίζονται επίσης από τη ζήτηση και την προσφορά πιστώσεων. Με άλλα λόγια, από το πόσα χρήματα θέλουν να δαπανήσουν και να επενδύσουν οι επιχειρήσεις και οι πολίτες και το πόσες πιστώσεις είναι διαθέσιμες.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση