
Του Μιχάλη Σοφοκλέους
Πριν από τη νέα περιπέτεια με το σύστημα «αξιολόγησης» των εκπαιδευτικών (σκόπιμα τα εισαγωγικά), είναι χρήσιμο να ακτινογραφήσουμε την πραγματική κατάσταση στο εκπαιδευτικό σύστημα. Γιατί, ειλικρινά πιστεύω ότι, με εξαίρεση το εθνικό μας θέμα, η Παιδεία είναι το κορυφαίο πρόβλημα της Κύπρου.
Υπάρχουν στοιχεία και δεδομένα για την Παιδεία μας. Πρώτα απ’ όλα, τα χρήματα που ξοδεύουμε γι’ αυτή, που ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι αισθητά πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (5,5% περίπου έναντι 4,7% στην Ε.Ε.). Η Παιδεία απορροφά από τον κρατικό προϋπολογισμό σχεδόν μιάμιση φορά περισσότερα από την υπόλοιπη Ευρώπη (13% έναντι 9,5% στην Ε.Ε.), για το 2026 προβλέπονται 1,6 δισ. ευρώ. Στη δημοτική εκπαίδευση το κράτος ξοδεύει 48% περίπου περισσότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ανά μαθητή και στη δευτεροβάθμια, 78% περισσότερα.
Θεόρατα ποσά, στα οποία δεν περιλαμβάνονται ιδιωτικά σχολεία, πανεπιστήμια και φροντιστήρια. Αυτά υπολογίζονται σε πάνω από 1% του ΑΕΠ. Μόνο για τα φροντιστήρια, οι Κύπριοι γονείς δαπανούν πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Την ώρα που το 23% των μαθητών δευτεροβάθμιας και 15% πρωτοβάθμιας φοιτούν πλέον σε ιδιωτικά σχολεία.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Ένας μαθητής δημόσιου Λυκείου στοιχίζει σήμερα στο κράτος 15.000 ευρώ. Στοιχίζει όμως και στην οικογένειά του άλλες 3.000 ευρώ σε φροντιστήρια. Συνολικά, κράτος και οικογένεια ξοδεύουν 18.000 ευρώ τον χρόνο για αυτό τον μαθητή. Αυτό που λίγοι αντιλαμβάνονται, είναι ότι αυτά τα χρήματα είναι υπερδιπλάσια από τα δίδακτρα των καλύτερων ιδιωτικών σχολείων.
Πάνω από το 80% του προϋπολογισμού για την Παιδεία, αφορά μισθούς. Οι εκπαιδευτικοί, όταν διορίζονται, αμείβονται λίγο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μετά από 15 χρόνια υπηρεσίας, όμως, καθίστανται οι τρίτοι πιο ακριβοπληρωμένοι στην Ευρώπη, πίσω μόνο από Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Αμείβονται δηλαδή καλύτερα από Γερμανούς, Σουηδούς, Αυστριακούς, Φινλανδούς κοκ.
Κάποιος θα ανέμενε ότι αυτό το τρομερά εύρωστο και γενναιόδωρο εκπαιδευτικό σύστημα, θα παρήγαγε και πολύ καλά αποτελέσματα. Δεν είναι έτσι όμως, η κατάσταση είναι καταθλιπτική. Στο Δημοτικό, είμαστε ως χώρα μέτριοι, γύρω στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως προκύπτει από τις αξιολογήσεις PIRLS για κατανόηση κειμένου και TIMSS για μαθηματικά και φυσικές επιστήμες.
Στο Γυμνάσιο και το Λύκειο είμαστε ουραγοί. Τα αποτελέσματα της PISA, περιγράφουν την πλήρη χρεοκοπία του εκπαιδευτικού συστήματος. Η Κύπρος είναι 62η από 80 χώρες στην κατανόηση κειμένου, τελευταία στην Ε.Ε., 48η στα μαθηματικά, προτελευταία και 56η στις φυσικές επιστήμες. Στη φετινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι μαθητές μας έχουν πολύ χαμηλό επίπεδο βασικών δεξιοτήτων, με πάνω από τους μισούς να παίρνουν «απροβίβαστο» στα μαθηματικά και το 60% να μην έχουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Το χειρότερο, τα παιδιά μας δεν αντιλαμβάνονται καν την ιδιότητα του πολίτη.
Έχουμε, με λίγα λόγια, ένα ακριβοπληρωμένο σύστημα που παράγει μαθητές κάτω του μετρίου, δυστυχισμένους, εκνευρισμένους και ελλιπώς κοινωνικοποιημένους, έχοντας να παρακολουθούν δύο σχολεία την ημέρα, με φροντιστήρια ακόμη και τα Σαββατοκύριακα. Έχουμε γονείς απεγνωσμένους, με διαταραγμένη καθημερινότητα από το πέρα δώθε των φροντιστηρίων, άγχος και ένα τεράστιο οικονομικό βάρος που τορπιλίζει το οικογενειακό εισόδημα. Τα ιδιωτικά σχολεία φυτρώνουν σαν μανιτάρια, εφόσον πολλοί γονείς αισθάνονται πλέον ότι δεν προσφέρουν στα παιδιά όσα πρέπει, εάν δεν τα στείλουν σε ιδιωτικό. Και ο φαύλος κύκλος συμπληρώνεται με τους εκπαιδευτικούς μας, που, αν και καλοπληρωμένοι, είναι –με βάση έρευνες– γεμάτοι στρες, σε σχολεία γεμάτα παραβατικότητα, χωρίς αυτονομία, χωρίς καινοτομία, χωρίς δυνατότητες συνεργασίας.
Αυτό το πρόβλημα δεν είναι μόνο της Παιδείας. Αντανακλά στην κοινωνική συνοχή, στον οικογενειακό προϋπολογισμό, την πολιτική συμπεριφορά, την ποιότητα ζωής των πολιτών. Επηρεάζει δραματικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.
Ό,τι δοκιμάστηκε μέχρι σήμερα έχει αποτύχει και πρέπει επιτέλους να αποδεχτούμε τους λόγους. Όπως και σήμερα με το λεγόμενο σύστημα αξιολόγησης. Οι φιλοπρόοδοι εκπαιδευτικοί, η πλειοψηφία δηλαδή, δεν τολμούν να αντισταθούν στις βολεμένες ηγεσίες τους και ακολουθούν ισοπεδωμένοι, προσδοκώντας στα μελλοντικά «κεκτημένα». Τα κόμματα, όποτε επιχειρηθεί αλλαγή, κρύβονται στα χαρακώματα της ευθυνοφοβίας, τρέμοντας την απώλεια ψήφων. Οι κυβερνήσεις, είτε υποχωρούν είτε «τρώνε» τα μούτρα τους. Γονείς και μαθητές δεν παρεμβαίνουν, αισθανόμενοι μόνοι και αβοήθητοι. Οι ευθύνες όμως ανήκουν σε όλους.
Εάν θέλουμε να αλλάξει επιτέλους κάτι, μία λύση απομένει: να δημιουργηθεί μια εθνική συμμαχία για την Παιδεία. Οριζόντια, ανάμεσα στα κόμματα, τους εκπαιδευτικούς και την κοινωνία. Κάτι αντίστοιχο που έγινε με το ΓεΣΥ. Μόνο μια μεγάλη συμμαχία μπορεί να επιβάλει τη ριζική μεταρρύθμιση. Γιατί, έχει αποδειχθεί: κανείς δεν μπορεί από μόνος του να βγάλει τη χώρα από αυτό το τέλμα.

