
Του Μιχάλη Σοφοκλέους
Τρία κρίσιμα θέματα, φορολογική μεταρρύθμιση, ΑΤΑ και δημογραφική πολιτική απασχολούν αυτή τη στιγμή τον δημόσιο διάλογο. Ο χειρισμός τους θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική πορεία του καθενός και της χώρας μας για αρκετά χρόνια. Ζητήματα, όμως, που θεωρούνται ανεξάρτητα, με διαφορετικούς αρμόδιους υπουργούς να τα χειρίζονται σε παράλληλους ασύνδετους διαλόγους. Θα έπρεπε να είναι έτσι;
Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Η φορολογική μεταρρύθμιση στοχεύει τη συμμόρφωση της Κύπρου στα παγκόσμια απαιτούμενα και την «αποτίναξη» του όρου «φορολογικός παράδεισος». Έτσι, αυξάνεται ο εταιρικός φόρος από το 12,5% στο 15%, με αντισταθμιστικά μέτρα αποτροπής της φυγής εταιρειών από την Κύπρο, που πρέπει να παραμείνει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Μια μεταρρύθμιση άμεσα συνδεδεμένη με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά και την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος και αποφόρτιση της μεσαίας τάξης, εφόσον επαναφέρει εκπτώσεις για εξαρτώμενα παιδιά, πρώτη κατοικία, πράσινες αναβαθμίσεις κ.ο.κ. Υπενθυμίζω ότι η χαμηλή και η κατώτερη μεσαία εισοδηματική τάξη δεν φορολογούνται.
Η ΑΤΑ αφορά σήμερα 180.000 από τους 450.000 εργαζόμενους, κυρίως στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, τραπεζικούς, οικοδόμους και ξενοδοχοϋπαλλήλους. Δεν αφορά σχεδόν καθόλου εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, φαινόμενο που αυξάνει το χάσμα των μισθών. Αν αναλογιστούμε ότι οι εργαζόμενοι που ανήκουν στη μεσαία τάξη και φορολογούνται είναι περίπου 200.000, αντιλαμβανόμαστε ότι η συζήτηση για επαναφορά της ΑΤΑ στο 100% από το 66,7% αφορά κυρίως τη μεσαία τάξη, που δυστυχώς, πλέον, περιορίζεται κατά πολύ στους εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ταυτόχρονα, η ΑΤΑ επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, με άμεσο αντίκτυπο στο κόστος προϊόντων, αγαθών και υπηρεσιών και υψηλό κίνδυνο να ανατροφοδοτήσει τον πληθωρισμό.
Αντίστοιχα, η δημογραφική πολιτική καλείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού και δραματικής μείωσης των γεννήσεων. Με τον δείκτη γονιμότητας στο 1,4 ανά γυναίκα και τις γεννήσεις στην Κύπρο να είναι σχεδόν κατά 40% από ξένους γονείς, ο πληθυσμός των Ελληνοκυπρίων κινδυνεύει να περιοριστεί στο μισό τα επόμενα 20-25 χρόνια. Πέραν των κοινωνικών επιπτώσεων, αυτό το τραγικό φαινόμενο θα φέρει και ανυπολόγιστες οικονομικές συνέπειες, εφόσον οι νέοι, στο σύντομο μέλλον, κινδυνεύουν να δουλεύουν για να ζουν οι πολυπληθείς συνταξιούχοι. Στην Κύπρο, έχουμε δύο τρόπους αντιμετώπισης του δημογραφικού: ο ένας, τα επιδόματα και ο άλλος, η αποφόρτιση του οικογενειακού προϋπολογισμού μέσω, για παράδειγμα, επιδότησης διδάκτρων νηπιαγωγείων, τα ολοήμερα σχολεία, το ΓεΣΥ κ.λπ. Ένας οικογενειακός προϋπολογισμός, βέβαια, άμεσα συνδεδεμένος με άλλα τεράστια προβλήματα: την ενέργεια και το κόστος της, το στεγαστικό και την Παιδεία, όπου γονείς μαζί και/ή χωρίς το κράτος πληρώνουν περίπου δύο σχολεία για κάθε παιδί.
Έκανα αυτή την παράθεση αντικειμενικών δεδομένων για να αποδείξω ένα και μόνο πράγμα. Ότι η φορολογική μεταρρύθμιση, η ΑΤΑ και η δημογραφική πολιτική καλούνται, μεταξύ άλλων, να επιλύσουν την ίδια εξίσωση: τη διατήρηση ανταγωνιστικής οικονομίας, την αποφόρτιση του κόστους ζωής και τη στήριξη της οικογένειας και της μεσαίας τάξης. Αντί όμως να συζητιούνται από κοινού, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης και οραματικής στρατηγικής για το παρόν και το μέλλον, αντιμετωπίζονται χωριστά και αποσπασματικά, σε υπουργικό επίπεδο, λες και είναι εφήμερα προβλήματα που πρέπει να «ξεφορτωθούμε». Μια σπουδή ακατανόητη και επιζήμια.
Έτσι, στη φορολογική μεταρρύθμιση, η συζήτηση διολίσθησε σε υπερεξουσίες που επιχειρήθηκε να δοθούν στον επίτροπο Φορολογίας για τους υψηλά αμειβόμενους επιχειρηματίες, αφήνοντας έξω την αρχή του οικογενειακού εισοδήματος, που θα ήταν πράγματι σημαντικό βήμα ενίσχυσης της οικογένειας και της μεσαίας τάξης. Στην ΑΤΑ βρεθήκαμε σε αδιέξοδο, εφόσον η αναπροσαρμογή –στην ολότητά της– δεν έχει νόημα στους υψηλά αμειβόμενους. Γάλα, ψωμί, ρεύμα και καύσιμα το ίδιο στοιχίζουν είτε χίλια είτε δέκα χιλιάδες ευρώ λαμβάνεις. Η «ΑΤΑ για όλους», το αντισυνταγματικό, επικοινωνιακό πυροτέχνημα της κυβέρνησης, αγνοεί τις δεκάδες επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα, τον πληθωρισμό, αλλά και την ανεργία που θα προκαλέσει, ειδικά στους μεγαλύτερους σε ηλικία. Την ώρα που η «δημογραφική πολιτική» μάλλον αντιμετωπίζεται ως βήμα εξαγγελίας αστόχευτων προεκλογικών παροχών, αντί μέρος μιας ολοκληρωμένης σοβαρής προσπάθειας.
Με αυτά λοιπόν και με εκείνα, φτάσαμε να κρίνονται τα σοβαρά ζητήματα της χώρας, με βάση ένα απλοϊκό δόγμα: «αντιμετωπίζουμε κάθε επόμενη μέρα όπως μας άφησε η προηγούμενη». Χωρίς πυξίδα, χωρίς προσανατολισμό. Ούτε από την κυβέρνηση, ούτε από την αντιπολίτευση, ούτε από τους κοινωνικούς εταίρους. Με τη χώρα και τον πολίτη έρμαιο στα πρόσκαιρα συμφέροντα, τα συνθήματα και τα παιχνίδια εντυπώσεων ανθρώπων που δείχνουν να μην έχουν αντίληψη για το τι διακυβεύεται από τις αποφάσεις τους.