
Του Απόστολου Κουρουπάκη
Από την Παρασκευή προσπαθώ να βρω τις σωστές λέξεις για να περιγράψω όσα συνέβησαν με τη δημόσια τοποθέτηση του προέδρου της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας δρα Κυριάκου Ιωάννου. Δεν ξέρω αν κατάφερα να τις βρω…
Μία τοποθέτηση που για μερικούς/ές έβαλε τον δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων… αλλά μάλλον έγινε «Σταύρωσον» και κυρίως σταυρώθηκε ένας θεσμός, που ήδη έπνεε τα λοίσθια.
Ο πρόεδρος λοιπόν της Επιτροπής δρ Κυριάκος Ιωάννου, με επιστολή του στα μέσα, όχι σε όλα, προχώρησε σε καταγγελίες σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της επιτροπής και πώς λειτουργούσαν τα μέλη της, της επιτροπής που εδώ και δύο χρόνια ήταν πρόεδρος. Κοντολογίς, η επιτροπή είναι αναρμόδια, το οποίο φέτος το διαπίστωσε, αφού δεν είναι ειδικοί όπως λέει και δεν είναι «νεοελληνιστές».
Κατήγγειλε πως τα μέλη εμφορούνται από ιδεολογικές αγκυλώσεις και απορρίπτουν όσα έργα είναι χριστιανικά ή αφορούν το τραύμα του 1974 και ειρήσθω εν παρόδω, αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα, για να ξεκινήσει μια χιονοστιβάδα, που σαρώνει λέξεις, προσωπικότητες, λογοτεχνικά έργα, ιδέες…
Ο πρόεδρος της Επιτροπής προβαίνοντας στις δημόσιες καταγγελίες του δημιούργησε ένα αρνητικό κλίμα για έναν νέο λογοτέχνη, τον Αλέξανδρο Χρονίδη. Στην επιστολή του ο Κυριάκος Ιωάννου μετέφερε μόνο μερικές στιγμές της συλλογής του Χρονίδι «Επί των ποταμών Βαβυλώνος» (εκδ. Αλμύρα 2024), και συγκεκριμένα μερικούς μόνο στίχους από τα πολύστιχα ποιήματα «Απόψε», «Το περιπολικό δεν είναι ταξί», και «Σωτηρία». Βγάζοντάς από το πλαίσιό τους και το συγκείμενό τους, και αφαιρώντας το δικαίωμα του ποιητή/λογοτέχνη να διαβάζει όπως θέλει την κοινωνία.
Αμφισβητεί επίσης και το βραβείο για το Μυθιστόρημα, το οποίο δόθηκε στο έργο του Κυριάκου Μαργαρίτη «Συμβάν 74», ενώ ο ίδιος επιθυμούσε να δοθεί στο έργο της Ευριδίκης Περικλέους – Παπαδοπούλου, «Και πολλά επικράνθη». Νομίζω πως προσβάλλει και αδικεί τον βραβευθέντα, αλλά βάζει και σε δύσκολη θέση την Περικλέους – Παπαδοπούλου… και είναι κρίμα για αμφότερους τους συγγραφείς να μπαίνουν χωρίς να το θέλουν σε μία διελκυστίνδα. Μα δεν αδικείται και το έργο του Ανδρέα Μαλόρη, της Ελένης Κεφάλα ή του Παντελή Βουτουρή, όταν ο πρόεδρος της Επιτροπής λέει πως αυτά κρίθηκαν ως τα καλύτερα από μία ομάδα αναρμοδίων;
Και το χειρότερο, γνωστοποίησε πως απευθύνθηκε στην ίδια την υφυπουργό ελπίζοντας σε επαναξιολόγηση, με επιστολή, αλλά και ότι συναντήθηκε με την υφυπουργό, στην παρουσία της διευθύντριας του Τμήματος Σύγχρονου Πολιτισμού και ανώτερης λειτουργού του Τμήματος. Ήθελε λοιπόν ο πρόεδρος της Επιτροπής να παρέμβει η Πολιτεία στις αποφάσεις μιας ανεξάρτητης επιτροπής, και να πει: Δεν αρέσει στο πρόεδρο της Επιτροπής η απόφασή σας και ξαναδείτε την, και βραβεύστε τα έργα που του αρέσουν. Είμαστε με τα σωστά μας; Θυμάστε, πως πριν από λίγες μόλις εβδομάδες είχαμε το περιστατικό με τον πρώην πρόεδρο της Ένωσης Λογοτεχνών Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ο οποίος καλούσε Εκκλησία, Ακαδημίες και κάθε αρμόδιο να αποφανθούν για κάποια ποιήματα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη…
Και μού κάνει εντύπωση ότι υπάρχουν λογοτέχνες και συγγραφείς που συμφωνούν με την κίνηση αυτή του προέδρου της Επιτροπής. Δεν μπορώ να το καταλάβω.. Δεν είναι παρρησία κατά την άποψή μου να βγαίνεις και να λες τα πράγματα με το όνομά τους, μετά από δύο χρόνια προεδρίας. Γιατί είναι επαρκή τα μέλη όταν συμφωνούν μαζί σου και ανεπαρκή όταν δεν συμφωνούν; Άρα και εκείνοι που βραβεύτηκαν είναι ανάξιοι του βραβείου;
Καταληκτικά, τα Βραβεία δεν φαλκιδεύονται από τη βράβευση ενός βιβλίου, αλλά υπονομεύονται εκ των ένδον από κινήσεις, όπως αυτή του δρα Ιωάννου, που δεν βοηθάει στην ανάπτυξη μιας υγιούς συζήτησης γύρω από τον πολύπαθο και πλέον βαριά ασθενούντα θεσμό των Κρατικών Βραβείων. Θα θεωρούσα χρήσιμη μία παρέμβασή του μετά τη λήξη της θητείας του, με προτάσεις συγκεκριμένες για το ποιο πρέπει να είναι το έργο της Επιτροπής, ποιες δικλίδες ασφαλείας πρέπει να υπάρχουν, τα ηθικά και τα νομικά όρια των μελών της, και ποια βήματα πρέπει να γίνουν ώστε επιτέλους να έχουμε Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας ηθικώς ισχυρά και αντιπροσωπευτικά της εδώ λογοτεχνικής παραγωγής. Η δε παραίτησή του από τη θέση του προέδρου και από την επιτροπή θα ήταν επίσης πιο χρήσιμη και νομίζω πιο απελευθερωτική.
Κλείνοντας, εγώ θα πρότεινα να καταργηθούν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας, ώσπου να δουν οι υπεύθυνοι πώς θα αναγεννηθεί κάτι που θα αντιπροσωπεύει τη λογοτεχνική παραγωγή του τόπου. Μια παραγωγή που έρχεται μέσα από την αντίκριση του τόπου, του κόσμου, του Άλλου και του δίπλα μας.
Είναι κρίμα αυτός ο ντόρος για αυτούς και αυτές που βραβεύτηκαν, αλλά και τους/τις συγγραφείς που μπήκαν στη βραχεία λίστα. Αυτό που θα μπορούσε να ήταν μια γιορτή του βιβλίου, θα γίνει μια εκδήλωση με απρόβλεπτη κατάληξη, που θα είναι στο επίκεντρο της δημοσιότητας όχι για τα βιβλία, αλλά για το ενδεχόμενο χάι-χούι.
Η ψύχραιμη απάντηση των τεσσάρων μελών της Επιτροπής που λοιδορήθηκαν και η χωρίς περιστροφές απάντηση του υφυπουργείου Πολιτισμού ας είναι μια αρχή για εξυγίανση και καταλαγή.
Γράφοντας τα παραπάνω σκέφτομαι το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη: «Έρρει τα κάλα»… και απορώ κι εγώ τι μπορεί να γίνει … αλλά μάλλον τίποτε… θα περάσει και αυτό.

