

Του Πάρη Δημητριάδη
Από την ίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους το 1960 και την παράλληλη και θεαματική εκτόξευση του τουρισμού, κυρίως στην παραθαλάσσια πόλη της Αμμοχώστου, τότε, που λόγω πολέμου το λαμπερό της άστρο που προσέλκυε αστέρες του Χόλιγουντ έσβησε δυστυχώς πολύ νωρίς και πολύ άδοξα αλλά και για ολόκληρο τον μισό αιώνα που μεσολάβησε από τα γεγονότα του 1974 μέχρι σήμερα, η Κύπρος απολαμβάνει μεγάλη δημοτικότητα ως τουριστικός προορισμός. Προφανώς, ο άφθονος μεσογειακός ήλιος και η λαχταριστή θάλασσα αποτέλεσαν όλα αυτά τα χρόνια κινητήριο μοχλό της τουριστικής μας βιομηχανίας.
Η ίδια η τουριστική βιομηχανία, με τη σειρά της, από τα πρώτα κιόλας χρόνια που ξεπήδησε έγινε κινητήριος μοχλός της οικονομίας μας ως κράτος ευρύτερα. Ένα γεγονός οπωσδήποτε αιτιολογημένο, όχι όμως απαραίτητα δικαιολογημένο, με την έννοια πως δεν ήταν κι ότι πιο σοφό να βάζουμε όλα ή έστω τα περισσότερα μας αυγά σε ένα καλάθι.
Μια συζήτηση πάντως που δεν φαίνεται να μας απασχόλησε στον βαθμό που ίσως θα' πρεπε, τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο είναι ο τουριστικός εξευγενισμός. Μια ορολογία που τις τελευταίες δεκαετίες απασχολεί έντονα μεγάλα αστικά κέντρα που τουριστικοποιήθηκαν απότομα, όπως η Βαρκελώνη, το Άμστερνταμ, η Βενετία, προσφάτως και η Αθήνα. Ένα φαινόμενο που σε αδρές και συνοπτικές γραμμές, περιγράφει τη φυσιογνωμική αλλοίωση και αλλοτρίωση αστικών κατά κύριο λόγο περιοχών και γειτονιών, που λόγω «επέλασης» των τουριστών χάνουν την αυθεντικότητά τους κι έχουν ως δυσάρεστη συνήθως επίπτωση το κυριολεκτικό ξεσπίτωμα και την εκδίωξη των παραδοσιακών και γηγενών τους κατοίκων.
Παρόλο που ο εξευγενισμός λόγω ξένων επενδύσεων που δεν συνδέονται με τον τουρισμό αλλά με άλλες βιομηχανίες που κατά καιρούς έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας, όπως τα χρυσά διαβατήρια και οι εταιρείες fintech, έγινε θέμα συζήτησης, τουλάχιστον σε κύκλους της κοινωνίας που φάνηκε να επηρεάζονται, ο τουριστικός εξευγενισμός, που χρονίζει κιόλας, ποτέ δεν συζητήθηκε επαρκώς. Ίσως φυσικά αυτό να οφείλεται στο ότι δεν μιλάμε απαραίτητα για gentrification όπως είναι ευρύτερα διαδεδομένος ο όρος στην αγγλική αλλά για ένα άλλου τύπου, αναπτυξιακό φαινόμενο, σε κάθε περίπτωση, πάντως, στραβό.
Γιατί εάν δεν είναι στραβή και κοντόφθαλμη, τι άλλο να είναι η ευτελής, κακόγουστη και πολύ τακτικά περιβαλλοντικά παράτυπη και παράνομη ανέγερση ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και τουριστικών κατοικιών πλάι στο κύμα, που έχουν ασχημίσει σχεδόν ολόκληρη την παραθαλάσσια φυσιογνωμία του νησιού μας; Την ίδια ώρα, με ποια διάθεση και με πόση κατανόηση να συνεχίσουμε να βλέπουμε την εξίσου πρόχειρη και κακόγουστη εστίαση και ψυχαγωγία που προσφέρουμε στις λεγόμενες τουριστικές περιοχές, από τη στιγμή που ως χώρα έχουμε τόσο πλούσια και αξιοθαύμαστη ιστορία και παράδοση και θα μπορούσαμε να προσφέρουμε κάτι, αν μη τι άλλο, πιο αυθεντικό;
Δεν ισχυρίζομαι όπως εν έτει 2025 το φολκλόρ γίνει ζητούμενο. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξίσου προβληματικό. Ούτε και θα ήταν προοδευτικό να μην λαμβάνεται υπόψη η σαγηνευτική ετερογενής επίδραση των διαφορετικών πολιτισμών που από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα συνδιαμορφώνουν το πολιτισμικό γίγνεσθαι της Κύπρου. Αντιθέτως. Αυτά κι αν είναι αυθεντικά στοιχεία της ταυτότητάς μας ως νησί και ως λαός, που απενοχοποιημένα πρέπει να αναδεικνύουμε.
Εκείνο όμως που θα αποτελούσε θετική εξέλιξη, θα ήταν, μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών της κρατικής μηχανής, να μπει μια οριστική και αποτελεσματική φραγή στη φθήνια, την τσαπατσουλιά και την προχειρότητα του τουριστικού μας προϊόντος, που θέλοντας και μη, επιδρά στην ποιότητα ζωής και εμάς των ντόπιων. Εκτός κι αν, η ανάγκη για γρήγορο χρήμα χωρίς μακροπρόθεσμο όφελος είναι, τελικά, κι αυτό αναπόσπαστο κομμάτι του αυθεντικού εαυτού μας…