

Του Πάρη Δημητριάδη
Από την ίδρυση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους και τη θεαματική εκτόξευση του τουρισμού, κυρίως στην παραθαλάσσια πόλη της Αμμοχώστου, τότε, που λόγω πολέμου το λαμπερό της άστρο έσβησε δυστυχώς πολύ νωρίς και πολύ άδοξα αλλά και για ολοκληρο τον μισό αιώνα που μεσολάβησε από τα γεγονότα του 1974 μέχρι σήμερα, η Κύπρος απολαμβάνει μεγάλη δημοτικότητα ως τουριστικός προορισμός. Αναντίρρητα, ο άφθονος μεσογειακός ήλιος και η λαχταριστή θάλασσα αποτέλεσαν όλα αυτά τα χρόνια κινητήριο μοχλό της τουριστικής βιομηχανίας μας.
Η ίδια η τουριστική βιομηχανία, με τη σειρά της, από τα πρώτα κιόλας χρόνια που ξεπήδησε έγινε κινητήριος μοχλός της οικονομίας μας ως Κύπρος ευρύτερα. Ένα γεγονός οπωσδήποτε αιτιολογημένο, όχι όμως απαραίτητα δικαιολογημένο, σύμφωνα με ουκ ολίγες φωνές, που διαχρονικά προειδοποιούσαν πως δεν ήταν σοφό να βάζουμε όλα ή έστω τα περισσότερα αυγά μας σε ένα καλάθι.
Μια συζήτηση πάντως που δεν φαίνεται να μας απασχόλησε στον βαθμό που ίσως θα ' πρεπε, τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο είναι ο τουριστικός εξευγενισμός. Μια ορολογία που τις τελευταίες δεκαετίες απασχολεί κυρίως αστικά κέντρα που τουριστικοποιήθηκαν απότομα, όπως η Βαρκελώνη, το Άμστερνταμ, η Βενετία, πρόσφατα και η Αθήνα. Ένα φαινόμενο που σε αδρές και συνοπτικές γραμμές, περιγράφει τη φυσιογνωμική αλλοίωση και αλλοτρίωση αστικών κατά κύριο λόγο περιοχών και γειτονιών, που για μια σειρά από λόγους αναπτύσσονται απότομα με δυσάρεστη συνήθως επίπτωση την κυριολεκτική εκδίωξη και ξεσπίτωμα των παραδοσιακών τους κατοίκων.
Παρόλο που ο εξευγενισμός λόγω ξένων επενδύσεων που δεν συνδέονται με τον τουρισμό αλλά με άλλες βιομηχανίες που κατά καιρούς έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας όπως τα χρυσά διαβατήρια και οι εταιρείες fintech, έγινε θέμα συζήτησης, τουλάχιστον σε συγκεκριμένους κύκλους της κοινωνίας που φάνηκε να επηρεάζονται, ο τουριστικός εξευγενισμός ποτέ δεν συζητήθηκε επαρκώς. Ίσως φυσικά αυτό να οφείλεται στο ότι δεν μιλάμε απαραίτητα για gentrification όπως είναι ευρύτερα διαδεδομένος ο όρος εξευγενισμός στην αγγλική αλλά για ένα άλλου τύπου, αναπτυξιακό φαινόμενο, σε κάθε περίπτωση, πάντως, στραβό.
Γιατί εάν δεν είναι στραβή και κοντόφθαλμη, τι άλλο να είναι η ευτελής, κακόγουστη και συχνά περιβαλλοντικά παράτυπη και παράνομη ανέγερση ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και τουριστικών κατοικιών πλάι στο κύμα, που έχουν αλλοιώσει με αρνητικό τρόπο ολόκληρη σχεδόν την παραθαλάσσια φυσιογνωμία του νησιού μας; Την ίδια ώρα, με ποια διάθεση και με πόση κατανόηση να συνεχίσουμε να βλέπουμε την εξίσου πρόχειρη και κακόγουστη εστίαση και ψυχαγωγία που προσφέρουμε στις λεγόμενες τουριστικές περιοχές, από τη στιγμή που ως χώρα και ως λαός έχουμε τόσο ισχυρή και αξιοθαύμαστη ιστορία και παράδοση και θα μπορούσαμε να προσφέρουμε κάτι, αν μη τι άλλο, πιο αυθεντικό;
Δεν ισχυρίζομαι όπως εν έτει 2025 το φολκλόρ γίνει ζητούμενο. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξίσου προβληματικό. Ούτε και θα ήθελα να μην λαμβάνεται υπόψη η εξαιρετικά σαγηνευτική ετερογενής επίδραση των διαφορετικών πολιτισμών που από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα συνδιαμορφώνουν το πολιτισμικό γίγνεσθαι της Κύπρου. Αντιθέτως. Αυτά είναι αυθεντικά στοιχεία της ταυτότητάς μας ως νησί και ως λαός που απενοχοποιημένα και με περηφάνια πρέπει να αναδεικνύουμε.
Εκείνο όμως που θα ήταν θετική εξέλιξη θα ήταν, μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών της κρατικής μηχανής, να μπει μια οριστική και αποτελεσματική φραγή στη φτήνια του τουριστικού μας προϊόντος, που θέλοντας και μη, επιδρά στην ποιότητα ζωής και εμάς των ντόπιων. Εκτός κι αν, η ανάγκη για γρήγορο χρήμα χωρίς κανένα μακροπρόθεσμο όφελος είναι, τελικά, κι αυτό αναπόσπαστο αυθεντικό κομμάτι του ποιοι είμαστε…