

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Η μείωση των επιτοκίων και η επαναφορά τους στην «κανονικότητα» ομαλοποιούν σιγά-σιγά τα κέρδη των τραπεζών, τα οποία τα τελευταία δυόμισι χρόνια εκτοξεύθηκαν λόγω αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προς αντιμετώπιση των πληθωριστικών τάσεων. Πλέον, η μείωση των κερδών των κυπριακών τραπεζών επιβεβαιώνονται και με επίσημα νούμερα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με το κλείσιμο των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου του 2025, προκύπτει ότι, η κερδοφορία των τραπεζών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 μειώθηκε κατά 82 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, από 346 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο 2024, σε 264 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο του 2025 και σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής, αυτή η μείωση αποδίδεται κυρίως σε μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Πόσα όμως ήταν τα καθαρά έσοδα από τόκους για τις τράπεζες στο πρώτο τρίμηνο του 2025; Σύμφωνα με τους πίνακες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ) για τα συγκεντρωτικά ενοποιημένα χρηματοοικονομικά στοιχεία του κυπριακού τραπεζικού τομέα (στοιχεία για κερδοφορία, ισολογισμό και κεφαλαιακή επάρκεια), στο πρώτο τρίμηνο του 2025 τα καθαρά έσοδα από τόκους ήταν μειωμένα κατά 124 εκατ. ευρώ. Αναλυτικότερα, στο αντίστοιχο διάστημα του 2024 είχαν φτάσει τα 711 εκατ. ευρώ, ενώ για φέτος στο πρώτο τρίμηνο περιορίστηκαν στα 587 εκατ. ευρώ.
Από τα μέσα του 2024, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει αρχίσει σταδιακά να γίνεται λιγότερο περιοριστική, αντανακλώντας τη σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
Πρακτικά, είναι η πρώτη ένδειξη πως το 2025 δεν θα «κλείσει» σε καμία περίπτωση κοντά στα καθαρά έσοδα από τόκους που είχαν δημιουργηθεί το 2024 και το 2023. Ενδεικτικά, το 2024 τα καθαρά έσοδα από τόκους στις κυπριακές τράπεζες εκτοξεύθηκαν το 2024 στα 2,81 δισ. ευρώ, αυξημένα ακόμα και από το 2023 που ήταν επίσης πολύ υψηλά, στα 2,45 δισ. ευρώ. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους που είχαν οι κυπριακές τράπεζες στα έτη 2023 και 2024, πρέπει να συγκριθεί με τα αμέσως προηγούμενα έτη, όταν τα επιτόκια δεν είχαν ακόμα αυξηθεί, ή και δεν είχαν «επιδράσει» οι αυξήσεις των επιτοκίων που ακολούθησαν. Το 2022 επί παραδείγματι, τα καθαρά έσοδα από τόκους ήταν στα 1,17 δισ. ευρώ, το 2021 στα 1,12 δισ. ευρώ. και το 2020 στα 1,25 δισ. ευρώ.
Μειωμένα και τα επόμενα
Δεν είναι διαθέσιμα προς το παρόν τα επόμενα τρίμηνα και τα αποτελέσματά τους σε σχέση με τα καθαρά έσοδα από τόκους που θα έχουν οι κυπριακές τράπεζες. Ωστόσο, υπολογίζοντας τη μείωση του πρώτου τριμήνου του 2025 (587 εκατ.) σε σχέση με του 2024 (711 εκατ.), προκύπτει μείωση της τάξης του 17,4%. Στο εξάμηνο του 2024 τα καθαρά έσοδα από τόκους στις κυπριακές τράπεζες είχαν φτάσει τα 1,43 δισ. ευρώ, πρακτικά τα διπλάσια του πρώτου τριμήνου. Από τη μελέτη των στοιχείων που δίνει η Κεντρική Τράπεζα, λοιπόν, είναι πιθανόν πως και στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 τα καθαρά έσοδα από τόκους θα κυμανθούν περίπου στα 550-600 εκατ. ευρώ, εμφανώς μειωμένα, ένεκα των αποφάσεων της ΕΚΤ για τα επιτόκια.
Στροφή στα μη επιτοκιακά
Οι τράπεζες στην Κύπρο, ενώ αύξησαν τα κέρδη τους τα δύο τελευταία χρόνια μέσω των επιτοκιακών εσόδων και συγκεκριμένα μέσω της πλεονάζουσας ρευστότητας που έχουν κατατεθειμένη στις κεντρικές τράπεζες, και γνώριζαν και δήλωναν ότι τα κέρδη αυτά θα «ξεφουσκώσουν». Γι’ αυτό άρχισαν να στρέφονται σε πηγές εσόδων που παράγουν κέρδη εκτός του πεδίου των καθαρών εσόδων από τόκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μεγάλη κινητικότητα σε εξαγορές ασφαλιστικών εταιρειών που βλέπουμε τον τελευταίο χρόνο, ώστε να ενισχύουν την ικανότητά τους στην προσέλκυση κερδών που δεν στηρίζονται σε αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Τα τρία επιτόκια
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει θέσει τα τρία βασικά επιτόκια, δηλαδή τα επιτόκια της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης σε 2%, 2,15% και 2,4% αντιστοίχως. Όπως έχει ήδη σημειώσει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί με διατηρήσιμο τρόπο στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Όπως σημείωσε στην τελευταία συνεδρία της νομισματικής πολιτικής τον Ιούνιο του 2025, ιδίως υπό τις τρέχουσες συνθήκες εξαιρετικής αβεβαιότητας, θα ακολουθήσει μια προσέγγιση που βασίζεται στα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία και θα λαμβάνει αποφάσεις από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό της κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Λιγότερο περιοριστική πολιτική
Όπως αναφέρει και η Κεντρική Τράπεζα στο οικονομικό Δελτίο του Ιουνίου 2025, από τα μέσα του 2024, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχει αρχίσει σταδιακά να γίνεται λιγότερο περιοριστική, αντανακλώντας τη σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Η προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής αντανακλάται και στην Κύπρο, με τα τραπεζικά επιτόκια να παρουσιάζουν μείωση στις περισσότερες κατηγορίες δανείων και καταθέσεων, σε ευθυγράμμιση με τη γενικότερη τάση αποκλιμάκωσης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ.
Τα μέσα δανειστικά επιτόκια ακολούθησαν πτωτική πορεία, με την ένταση της μείωσης να διαφέρει ανάλογα με τον τομέα και τον τύπο χρηματοδότησης. Η αποκλιμάκωση αυτή περιόρισε το κόστους δανεισμού και βελτίωσε τις συνθήκες χρηματοδότησης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η προσαρμογή των επιτοκίων για τις ΜΧΕ υπήρξε άμεση και έντονη, ακολουθώντας τις μειώσεις των επιτοκίων της νομισματικής πολιτικής. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων είναι κατά κύριο λόγο κυμαινόμενα και συνδεδεμένα με το επιτόκιο διατραπεζικής αγοράς Euribor, επιτρέποντας γρήγορη ενσωμάτωση των μειώσεων της ΕΚΤ.