ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η μαγεία της τρίσβαθης λαλιάς (Ι)

Ο συγγραφέας Αντώνης Γεωργίου μιλάει στην «Κ» για τη διαλεκτική γλώσσα στη λογοτεχνία και όχι μόνο

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Με αφορμή την εκδήλωση που διοργανώνει το Βιβλιοτρόπιο με τίτλο «Γλώσσα απ’ άλλους τόπους» μίλησα με τον συγγραφέα Αντώνη Γεωργίου, ο οποίος συμμετέχει στη συζητηση με θέμα τη σχέση γλώσσας και τόπου και τις πολλαπλές μορφές αλληλεπίδρασής τους μέσα στη λογοτεχνία, μαζί με τον συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου. Ο Αντώνης μού λέει πως η χρήση της κυπριακής ελληνικής στη λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά και στα σχολεία ή σε πιο επίσημο λόγο ήταν (και παραμένει) ένα διαφιλονικούμενο ζήτημα. Με αποτέλεσμα κατά καιρούς η διάλεκτος να χλευαστεί, να υποτιμηθεί και να δαιμονοποιηθεί ως «αντεθνική». Ευτυχώς αυτό έχει αλλάξει αρκετά πια.

 

Η σχέση κυρίαρχης γλώσσας με τη γλώσσα του κάθε τόπου είναι μια δύσκολη λογοτεχνική εξίσωση;
Είναι αρχικά μια δύσκολη πολιτική εξίσωση: η γλώσσα είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητας ενός ατόμου, μιας κοινωνίας, ενός λαού και αντικρίζεται συνήθως με ιδεολογική και πολιτική φόρτιση – έτσι και στην Κύπρο. Η χρήση της κυπριακής ελληνικής στη λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά και στα σχολεία ή σε πιο επίσημο λόγο ήταν (και παραμένει) ένα διαφιλονικούμενο ζήτημα. Με αποτέλεσμα κατά καιρούς η διάλεκτος να χλευαστεί, να υποτιμηθεί και να δαιμονοποιηθεί ως «αντεθνική». Ευτυχώς αυτό έχει αλλάξει αρκετά πια.
Αφού λυθεί αυτή η πρώτη εξίσωση –με τον τρόπο που τη λύνει ο καθένας μας– πάμε στη λογοτεχνία: η εξίσωση έχει κι εδώ πολλούς αγνώστους: η σημασία/αναγκαιότητά της σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, η απόφαση για (ή μη) χρήση της, η οργανική της χρήση, η δυσκολία να εκφραστείς λογοτεχνικά, ίσως, σε ένα ιδίωμα, ο τρόπος γραφής του και άλλα πολλά. Προσωπικά δεν αναρωτιέμαι πια για τη χρήση της διαλεκτού και πιστεύω ότι ο κάθε δημιουργός αλλά και ο καθένας μπορεί να αποφασίσει με ποιο γλωσσικό μέσο θέλει και μπορεί να εκφραστεί καλύτερα. Ας αφεθούν τα πράγματα να οδηγηθούν όπου πάνε χωρίς «πρέπει», αρκετά «πρέπει» και «μη» είχαμε χρόνια τώρα...

–Θα μπορούσε να στηριχθεί το επιχείρημα για τη μη χρήση διαλεκτικής γλώσσας ότι έτσι περιορίζεται το αναγνωστικό κοινό;
Νομίζω η απόφαση για τη γλώσσα στη λογοτεχνία είναι πέρα από αυτό το επιχείρημα. Είναι κάτι πιο βαθύ που οδηγεί έναν συγγραφέα/ποιητή στην επιλογή της γλώσσας του κειμένου του, στη δημιουργία του ύφους, της προσωπικής του γραφής. Είναι δύσκολο γενικότερα να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της συνεχούς εναλλαγής εικόνων και πληροφοριών. Πόσο μάλλον όταν είναι γραμμένο σε διάλεκτο ή σε ένα ιδιότυπο γλωσσικό ύφος (από τον Παπαδιαμάντη έως τον Φώκνερ). Αλλά αν δώσει κανείς λίγο χρόνο σε ένα καλό βιβλίο, σιγά-σιγά σε κερδίζει η γλώσσα – και η ιστορία που αφηγείται βέβαια.

 

 Η διάλεκτος είναι ένας γλωσσικός πλούτος, η δυνατότητα, η επιλογή, αν θες, να γράψουμε σε διάλεκτο –εφόσον το θέλουμε– είναι ουσιαστική, ζωτική και αντισταθμίζει τις δυσκολίες που ξέρουμε ότι θα συναντήσει ένα βιβλίο για να φτάσει σε ένα ευρύτερο κοινό.

–Οι όλο και λιγότεροι αναγνώστες νομίζετε ότι περιορίζουν και τη διάθεση των συγγραφέων να γράψουν σε διάλεκτο;
–Ας αρχίσουμε από το ότι πρέπει να βρεθούν τρόποι ν' αναπτυχθεί το αναγνωστικό κοινό και σίγουρα στην Κύπρο δεν έχουμε εξαντλήσει όλα τα μέσα. Παράλληλα, προωθώντας τη μετάφραση των έργων μας (η χρήση της διαλεκτού ίσως δημιουργεί κάποια προβλήματα εδώ αλλά όχι ανυπέρβλητα), το δυνάμει αναγνωστικό μας κοινό μεγαλώνει. Από εκεί και πέρα, η διάλεκτος είναι ένας γλωσσικός πλούτος, η δυνατότητα, η επιλογή, αν θες, να γράψουμε σε διάλεκτο –εφόσον το θέλουμε– είναι ουσιαστική, ζωτική και αντισταθμίζει τις δυσκολίες που ξέρουμε ότι θα συναντήσει ένα βιβλίο για να φτάσει σε ένα ευρύτερο κοινό.
Μπορούμε να παραλληλίσουμε αυτό το ζήτημα με τη συζήτηση που γίνεται για «μικρές» και «μεγάλες» γλώσσες, αν γράφαμε αγγλικά, για παράδειγμα, θα είχαμε προφανώς μεγαλύτερο κοινό. Διάβασα πρόσφατα μια ομιλία του Μίλαν Κούντερα από το μακρινό 1967, που αναφέρεται στον αγώνα των Τσέχων να αποφύγουν τον «εκγερμανισμό» τους μέσω της πρωτότυπης λογοτεχνικής παραγωγής στα Τσέχικα όσο και μέσω των μεταφράσεων στην τσέχικη γλώσσα, παρά τα επιχειρήματα πως η χρήση της γερμανικής, μια «μεγάλης» γλώσσας, θα εξασφάλιζε περισσότερο κοινό στους Τσέχους συγγραφείς. Ευτυχώς δεν πάει έτσι όμως, παραφράζοντας τον Μόντη ελάχιστοι μας διαβάζουν όμως αντισταθμίζει που γράφουμε στη γλώσσα μας και αυτό αφορά λογοτέχνες σε όλο τον κόσμο.

 

Τι χρειάζεται ένας συγγραφέας για να μπορεί να αποτυπώσει τη λογοτεχνική σκέψη του μέσω ενός ιδιώματος;
Ένας καλός συγγραφέας θεωρώ ότι χρειάζεται, όπως και να γράφει, να είναι καλός αναγνώστης και καλός παρατηρητής – παρατηρητής της λεπτομέρειας του κόσμου, των ανθρώπων και των ανθρωπίνων σχέσεων. Στην περίπτωση της διαλεκτού μας, στην οποία δεν υπάρχουν ακόμα πολλά (σύγχρονα) αναγνώσματα, είναι σημαντικό να είναι επίσης καλός ακροατής αλλά και να ανασύρει από τη μνήμη του παλιές φωνές. Επιπλέον χρειάζεται να είναι επίσης τολμηρός με τη χρήση του ιδιώματος (δες Στέλλα Βοσκαρίδου και τα ποιητικά Αναγέλαστά της) να έχει εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του, περισσότερη από όση μας έμαθαν να έχουμε στην κυπριακή ελληνική. Ίσως χρειαστεί ν' ανοίξει λεξικά, όχι τόσο για να ζωντανέψει μια νεκρή γλώσσα όσο να επαναφέρει στη μνήμη του ολοζώντανες αλλά ξεχασμένες λέξεις. Κυρίως όμως θα βοηθούσε αν άφηνε το ιδίωμα να τον αγγίζει και τον ιδιο

 

Είναι εύκολο να γραφτεί ένα λογοτεχνικό κείμενο σε ιδίωμα, ακόμα και αν ο συγγραφέας είναι φυσικός ομιλητής του;
Δεν είναι τόσο απλό. Είπαμε πριν κάποια πράγματα πέραν από αυτά χρειάζεται κάποτε διαφοροποίηση της γλώσσας ώστε αναλόγως με τη γενιά αυτού που μιλά, να υπάρχει μια συνέπεια. Είναι και η ανάγκη να υπάρχει μια ομοιομορφία στη γραφή, διότι υπάρχουν κάποιοι κανόνες, ακόμα και αν δεν συμφωνούν όλοι, γίνεται τώρα μια προσπάθεια περαιτέρω τυποποίησης.
Πιστεύω πώς μπορούμε να πάμε τη χρήση της κυπριακής ελληνικής ένα βήμα πιο πέρα. Ήδη η Λουίζα Παπαλοΐζου, στο βραβευμένο Βουνί της μπόρεσε, μ' εξαίρετο τρόπο, ν' αφηγηθεί, να περιγράψει και να στοχαστεί στα κυπριακά. Τώρα δε που διαβάζω τη Μαρία Ιωάννου και τους Ενδιάμεσούς της παρατηρώ επίσης πόσο σύγχρονα και γόνιμα χρησιμοποιεί τη διάλεκτο.

 

Οι ντοπιολαλιές είναι μια επιστροφή σε κάτι αρχέγονο, αλλά μόνο για όσους έχουν αυτές τις εικόνες... οι άλλοι πώς μπορούν να ταυτιστούν;
Η γλώσσα και οι ντοπιολαλιές, όπως λες, μας συνδέουν με τον τόπο, με την όποια αρχή μας. Κυρίως όμως μας συνδέουν με τους γύρω μας αφού η γλώσσα είναι μέσο επικοινωνίας, δεν είναι μουσειακό είδος, εξελίσσεται, αλλάζει. Η κυπριακή ελληνική είναι μια ζωντανή γλώσσα, είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Με αλλαγές στο λεξιλόγιο κυρίως, που έφερε ο χρόνος, οι νέες κοινωνικές συνθήκες αλλά και οι έξωθεν παρεμβάσεις για «να μάθουμε να μιλούμε σωστά». Υπάρχει σίγουρα μια σύνδεση με τις ρίζες, είναι τεκμήριο μιας συνέχειας αλλά περισσότερο είναι, για μένα, μια σύνδεση με το παρόν μας, με αυτό που είμαστε τώρα, ό,τι είμαστε, με την ταυτότητά μας.
Κάποιοι από τους «άλλους» που αναφέρεις και αντιλαμβάνομαι εννοείς τους μη φυσικούς ομιλητές και όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν την παράμετρο αυτή της σημερινής χρήσης της κυπριακής ελληνικής ίσως ν’ αντιμετωπίζουν τέτοια κείμενα (όπως κάποτε αντιμετωπίζουμε και εμείς κείμενα άλλων διαλέκτων) με μια φολκλορική διάθεση, να εισπράττουν μόνο μια αίσθηση ηθογραφίας, υπάρχει αυτός ο κίνδυνος.
Διαβάζοντας τα βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου –τόσο το τελευταίο του, Ουρανός απ’ άλλους τόπους, όσο και το πρώτο δικό του που διάβασα, το συγκλονιστικό Ν’ ακούω καλά το όνομα σου, που νομίζω με καθόρισε στην απόφαση να γράψω σε διάλεκτο–,με δυσκόλεψαν κάπως στην αρχή αλλά εύκολα «ταυτίστηκα», καλύτερα να πω συνδέθηκα με τις ηρωίδες/ήρωες του και τον κόσμο τους και ας ήταν γραμμένα σε μη οικεία σε μένα γλώσσα/διάλεκτο.

 

Τι σημαίνει γλώσσα για εσάς και δη ιδιωματική γλώσσα;
Σίγουρα όπως όλων μας είναι μέσο έκφρασης και επικοινωνίας και μέρος της ταυτότητας μας. Η γλώσσα για κάποιον που γράφει είναι ταυτόχρονα εργαλείο κατανόησης, ξεκλειδώματος και καταγραφής του κόσμου αλλά και του ιδίου του εαυτού του. Νομίζω αυτό ισχύει, για ολες τις γλωσσικές ποικιλίες που χρησιμοποιούμε. Η διάλεκτος συχνά μας συνδέει σε μεγαλύτερο βαθμό με τον τόπο μας παρόλο που εγώ θεωρώ τη διγλωσσία (ή πολυγλωσσία) που έχουμε στην Κύπρο ως γόνιμη πρόκληση. Η διάλεκτος κάποτε επιβάλλει την παρουσία της, την αναγκαιότητά της. Προσωπικά το ένιωσα αυτό έντονα στο Ένα αλπούμ ιστορίες και όταν γράφω θέατρο. Μπορεί όμως η διάλεκτος να σε ξαφνιάσει ευχάριστα κι εκεί που δεν το περιμένεις, να εκπλαγείς από τις δυνατότητές της.

 

Πληροφορίες

«Γλώσσα απ’ άλλους τόπους», με τους συγγραφείς Σωτήρη Δημητρίου και Αντώνη Γεωργίου, μαζί με την ακαδημαϊκό Δήμητρα Δημητρίου σε μια συζήτηση με θέμα τη σχέση γλώσσας και τόπου και τις πολλαπλές μορφές αλληλεπίδρασής τους μέσα στη λογοτεχνία.

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου, ώρα 7:30 μ.μ. Το Ξυδάδικο, Γενεθλίου Μιτέλλα 34, Λεμεσός

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση

X