ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Από το Κίεβο στα σήμαντρα του Αγίου Όρους

Ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος «αποκωδικοποίησε» τις καταγραφές ενός ανώνυμου Ουκρανού μουσικόφιλου στο κιεβικό πεντάγραμμο

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Το γεγονός ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε ακριβώς μια μέρα πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία υπήρξε τραγικά ειρωνικό παιχνίδι των συγκυριών»... μου λέει ο μουσικολόγος, ψάλτης και συνθέτης Γεράσιμος Παπαδόπουλος, του οποίου ο πρώτος προσωπικός διαδικτυακός του δίσκος με τίτλο «Βυζαντινοί Ύμνοι – όπως ψάλλονταν στα μέσα του 18ου αιώνα», κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες. Ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος μελέτησε σε βάθος το χειρόγραφο Σινά 1477, το οποίο αποτελεί καταγραφή των προφορικών ψαλτικών ερμηνειών ενός Αγιορείτη – πιθανότατα – μοναχού, από έναν ανώνυμο Ουκρανό μουσικόφιλο στο λεγόμενο κιεβικό πεντάγραμμο. Ο Γεράσιμος μιλάει και για την ψαλτική τέχνη, που μπορεί να είναι ένα μουσικό εργαλείο που συνδέεται με τη χριστιανική λατρεία, ταυτόχρονα όμως είναι ένα μουσικό σύστημα τόσο άρτιο και εκφραστικά πολυεπίπεδο, ώστε το γεγονός ότι μπορεί να εξυπηρετήσει μη εκκλησιαστικούς σκοπούς.

Το χειρόγραφο Σινά 1477, που χρονολογείται στα 1750-60.

–Πώς έφτασες στον μουσικό αυτό κώδικα; Για τον κώδικα και τον συγγραφέα τι γνωρίζουμε;

–Εμβαθύνοντας στη βυζαντινή μουσικολογία, συνειδητοποίησα πολύ νωρίς ότι η μελέτη των ύμνων πριν από τον 19ο αιώνα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μουσικά χειρόγραφα. Διερωτήθηκα τότε αν υπάρχουν καταγραφές σε άλλες σημειογραφίες, όπως το πεντάγραμμο – έστω και σποραδικές – που να φωτίσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η έρευνα με τη βυζαντινή σημειογραφία. Κι έτσι έπεσα στο κιεβικό πεντάγραμμο και συγκεκριμένα στον κώδικα Σινά 1477, διαβάζοντας ένα άρθρο του Γρηγόριου Στάθη, ιδρυτή της σύγχρονης βυζαντινής μουσικολογίας στην Ελλάδα. Σε συνεργασία με τον συνάδελφο και καλό μου φίλο Πολύκαρπο Πολυκαρπίδη, μελετήσαμε το χειρόγραφο αυτό, στο οποίο καμία ρητή πληροφορία δεν παρέχεται ούτε για τον γραφέα του, ούτε για το έτος γραφής του… Η Ρωσίδα μουσικολόγος Irina Chudinova, σ’ ένα άρθρο της μας βοήθησε να το τοποθετήσουμε χωροχρονικά: Το συνδέει με ένα κίνημα λατρευτικής μεταρρύθμισης των σλαβικών λαών με πρωταγωνιστή τον Ουκρανό μοναχό Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, το οποίο αναπτύχθηκε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα με κέντρο το Κίεβο, κι είχε ως σημείο αναφοράς του το Άγιο Όρος. Έτσι, μπορούμε να εικάσουμε τόσο για τον γραφέα όσο και για την πηγή του. Σε συνδυασμό, επίσης, με το καταγεγραμμένο ρεπερτόριο, μπορούμε να το τοποθετήσουμε χρονικά μεταξύ 1750 και 1760.

–Πες μου περισσότερα γι’ αυτή τη δουλειά σου, ξεχώρισα αυτό που αναφέρεις για το κιεβικό πεντάγραμμο...

Το γεγονός ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε ακριβώς μια μέρα πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, υπήρξε τραγικά ειρωνικό παιχνίδι των συγκυριών…

–Κάπου εκεί στα τέλη του 16ου αιώνα αναπτύχθηκε στο Κίεβο μια σημειογραφία βασισμένη στο ευρωπαϊκό πεντάγραμμο, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή σλαβόφωνων ύμνων. Γύρω στα 1750, ένας ανώνυμος Ουκρανός πάει στο Άγιο Όρος και καταγράφει μεγάλο αριθμό βυζαντινών ύμνων, χρησιμοποιώντας αυτή τη σημειογραφία, βάζοντας – υποθέτουμε – έναν αγιορείτη μοναχό να του ψάλλει. Το χειρόγραφό του που διασώθηκε είναι πραγματικός θησαυρός! Μιας και – για εκείνη τουλάχιστον την περίοδο – είναι αρκετά διφορούμενος ο τρόπος ερμηνείας της βυζαντινής σημειογραφίας, η καταγραφή αυτή είναι ό,τι πιο κοντινό σε πραγματική ηχογράφηση της εποχής έχουμε! Μελέτησα σε βάθος αυτό το χειρόγραφο και τη σημειογραφία του, και βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον να ηχογραφήσω επιλεκτικά κάποιους από τους ύμνους που καταγράφει, συμπληρώνοντας όσα οι νότες παραλείπουν είτε εικάζοντας με βάση κάποια στοιχεία είτε απλά ακολουθώντας την προσωπική μου αισθητική. Το γεγονός ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε ακριβώς μια μέρα πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, υπήρξε τραγικά ειρωνικό παιχνίδι των συγκυριών…

–Υπηρετείς, μεταξύ άλλων, και ένα μουσικό είδος που κάποιος θα έλεγε ότι δεν είναι της μόδας… πώς σχολιάζεις;

–Θα έλεγα ότι ζούμε σε μια εποχή που όλα είναι της μόδας και τίποτα, ταυτόχρονα! Το διαδίκτυο προσέφερε τέτοια προσβασιμότητα στα ακροάματα, ώστε δημιούργησε εραστές όλων των μουσικών ειδών σε όλες τις γωνιές της γης. Πέρυσι είχα την χαρά και την τιμή να διδάξω ως μέλος της όμορφης οικογένειας του Λαβύρινθου βυζαντινό ρεπερτόριο μέσω διαδικτύου. Στους συμμετέχοντες υπήρχαν άτομα απ’ όλο τον κόσμο: Ιράν, Γαλλία, Ελλάδα, Αμερική, Κίνα, Ινδία… Η βυζαντινή μουσική έχει σίγουρα ένα κοινό που τη συνδέει με το θρησκευτικό της πρόσημο και είναι ακόμα κι αυτό μεγαλύτερο απ’ όσο θα νόμιζε κανείς. Από την άλλη, ανήκει σε αυτό που λέμε τροπικά μουσικά ιδιώματα (στα οποία εμπεριέχονται επίσης η ελληνική παραδοσιακή μουσική, η αραβική, η τουρκική, η περσική κ.λπ.) και με αυτή της την ιδιότητα προσελκύει όλο και περισσότερο κοινό ανά τον κόσμο.

–Ασχολείσαι γενικά με την παλαιά μουσική της Ανατολής, με την τροπική, τι σ’ έλκει ώστε να τη μελετήσεις βαθύτερα;

–Η αλήθεια είναι ότι πολλές μουσικές με έλκουν και θα ήθελα να τις μελετήσω βαθύτερα: η τζαζ, η μπαρόκ, η ινδική, η περσική… Ασχολήθηκα ιδιαιτέρως με τη λόγια μουσική (φωνητική και οργανική) που αναπτύχθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία από τον 16ο αιώνα και μετά, γιατί πολύ απλά είχα το απαραίτητο υπόβαθρο ώστε να την κατανοήσω και να την αποκωδικοποιήσω καλύτερα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι παλιοί Κωνσταντινουπολίτες ψάλτες την ονόμαζαν εξωτερική μουσική, αντιδιαστέλλοντάς την με την ψαλτική που ήταν – θα λέγαμε – η «εσωτερική» μουσική: Η μία ψαλλόταν έξω απ’ τον ναό κι η άλλη μέσα. Τις κατανοούσαν, εν ολίγοις, σαν διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος.

–Γεράσιμε, καθεύδουμε μπροστά στις αδυσώπητες αλήθειες της πραγματικότητας; Εγγίζει το τέλος;

–Ανέκαθεν ο άνθρωπος βρισκόταν και θα βρίσκεται σ’ ένα ατέρμονο και εξ αρχής καταδικασμένο κυνήγι με το «πραγματικό». Κι αυτό πολύ απλά γιατί την αλήθεια που θέλει να μοιραστεί τη βιώνει πρωτίστως σαν μοναδικά υποκειμενική, αλλά για να τη μοιραστεί θα πρέπει να την κάνει κοινώς κατανοητή. Έτσι, πάντα του μένει κάτι πίσω, κι αυτό το κάτι συχνά νομίζει πιο πραγματικό από εκείνο που μοιράστηκε… Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι αλήθειες της πραγματικότητας δεν πιστεύω ότι είναι περισσότερο αδυσώπητες απ’ όσο ήταν σε προηγούμενες εποχές. Απλώς είμαστε καινούργιοι άνθρωποι και ζούμε πρώτη φορά ένα έργο που παίζεται ίδιο ξανά και ξανά… Το τέλος μας σίγουρα εγγίζει. Μέρα με τη μέρα. Αλλά το τέλος μας είναι η αρχή γι’ αυτούς που έρχονται!

Συνειδητοποίηση της ανημπόριας απέναντι στην τραγικότητα της μοίρας

«Με συγκλονίζουν οι ύμνοι που σχετίζονται με τον θάνατο. Εκεί δεν χωράνε μετριότητες, ούτε περιττά ψιμύθια. Οι στίχοι είναι μαχαιριές και η μελωδία στο απόγειο της εκφραστικότητάς της». (Φωτ. Γιάννης Μαργετουσάκης)

–Τι σε συγκινεί περισσότερο στη θρησκευτική μουσική; Ποιο θα έλεγες πως είναι το πιο σημαντικό στη μουσική αυτή;

–Η θρησκευτική μουσική συνδέεται με αυτά που θεωρώ ως τις πιο ιερές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού: τον φόβο του θανάτου, τη συνειδητοποίηση της ανημπόριας απέναντι στην τραγικότητα της μοίρας, και την ανάγκη έκφρασης ευγνωμοσύνης στην αναπάντεχη χαρά. Εκεί εντοπίζω τη γένεση του θείου και την προσφυγή του σε αυτό ως πηγή ελπίδας, ως καταφύγιο παρηγοριάς, και ως δέκτη ευγνωμοσύνης. Τόσο στο βυζαντινό ψαλτικό ρεπερτόριο όσο και σε άλλες χριστιανικές ψαλτικές παραδόσεις, με συγκινούν ιδιαιτέρως οι ύμνοι που έχουν αποδέκτη τη Θεοτόκο, η οποία λειτουργεί σαν μια τεράστια μητρική αγκαλιά, αλλά περισσότερο με συγκλονίζουν οι ύμνοι που σχετίζονται με τον θάνατο. Εκεί δεν χωράνε μετριότητες, ούτε περιττά ψιμύθια. Οι στίχοι είναι μαχαιριές και η μελωδία στο απόγειο της εκφραστικότητάς της. Εκεί θα βρει κανείς τα σπουδαιότερα αριστουργήματα της μουσικής αυτής, η οποία με τον πιο μινιμαλιστικό τρόπο – χρησιμοποιώντας μόνο την ανθρώπινη φωνή και λιτά μελωδικά σχήματα – εκφράζει τις πιο ουσιώδεις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό είναι, λοιπόν, για μένα το σημαντικό αυτής της μουσικής: το ό,τι εγγενώς απαιτεί μία ερμηνευτική μεσότητα, η οποία προϋποτίθεται για να αναδειχτεί η εκφραστική της δεινότητα με τα ελάχιστα μέσα. Είναι σίγουρα συνταρακτικό να απεικονίσει κανείς τον θάνατο με μία κραυγή, αλλά συγκλονιστικότερο θα είναι αν τον απεικονίσει με μία σιωπή ή με ένα μειδίαμα. Στο άλμπουμ μου κράτησα για το τέλος το «Θρηνώ και οδύρομαι», ένα νεκρώσιμο τροπάριο σε ποίηση Ιωάννη Δαμασκηνού μελοποιημένο από τον Μανουήλ Χρυσάφη (Κωνσταντινουπολίτη πρωτοψάλτη και συνθέτη του 15ου αιώνα), το οποίο είναι – κατά τη γνώμη μου – το πιο έντονο και ταυτόχρονα λυτρωτικό κομμάτι του δίσκου.

–Είναι προαπαιτούμενο η πίστη για ν’ ασχοληθεί κάποιος με τη βυζαντινή μουσική;

–Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κανείς θα μπορούσε να οδηγηθεί στην ενασχόληση με τη βυζαντινή μουσική. Η πίστη είναι ένας απ’ αυτούς, αλλά σίγουρα όχι ο μόνος. Θα μπορούσε το ενδιαφέρον του να είναι αμιγώς μουσικό, λαογραφικό, εγκυκλοπαιδικό και ό,τι άλλο… Τώρα, αν θα έπρεπε κανείς να πιστεύει για να ψάλλει στο αναλόγιο (ή και εκτός αυτού); Θα έλεγα ότι περισσότερο χρήσιμο θα είναι το να έχει στοιχειώδη επαφή με τις βαθιές πτυχές του είναι του (και κυρίως με αυτές στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως), ώστε να αναπτύσσει και την ανάλογη ενσυναίσθηση με τους ακροατές του – πιστούς ή μη.

 

Να πάμε από την αναβίωση στην παραγωγή

–Πώς βρίσκεις τα πράγματα στην παραδοσιακή μουσική σήμερα, αλλά και στην αναβίωση στο παλιό λαϊκό και το ρεμπέτικο;

Τα βρίσκω σ’ ένα εξαιρετικό σημείο, τέτοιο που ήρθε νομίζω η στιγμή να προχωρήσει κι ένα βήμα παραπέρα! Σήμερα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός φοβερά ταλαντούχων μουσικών, με καλλιεργημένη αισθητική και μουσικότητα, πειραματικές τάσεις υγιώς αφομοιωμένες, γνώσεις, διευρυμένο ρεπερτόριο, και πολύ-πολύ μεράκι. Τα μουσικά σχολεία γεννάνε διαμαντάκια ανανεώνοντας συνέχεια αυτό το δυναμικό. Αυτό που νιώθω πως πρέπει να γίνει είναι να οδηγηθούμε σταδιακά από την αναβίωση και την αναπαραγωγή – η οποία γίνεται αρτιότατα, στη δημιουργία. Δεν λέω η δημιουργία να αντικαταστήσει την αναπαραγωγή, όσο να εμπλουτίσει την παραγωγή. Ωραίος ο Σκαρβέλης, ο Μάρκος, ωραία και τα λαλεδάκια, αλλά αυτή η γενιά θαρρώ πως πρέπει ν’ αρχίσει να εκφράζει τον εαυτό της και την πραγματικότητά της μέσα από τον μουσικό κώδικα που τόσο καλά κατέχει. Κι ήδη έχει ξεκινήσει να το κάνει. Ο Δημήτρης Μπάκουλης, η Σεμέλη Παπαβασιλείου, ο Δημήτρης Σίντος, ο Κωνσταντίνος Πλούσιος, ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης και – βέβαια – ο πρωτομάστορας Αντώνης Απέργης είναι μερικά απ’ τα ονόματα που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό και θα μπορούσε να πάρουν στα χέρια τους το δημιουργικό μέλλον αυτής της μουσικής. Αυτό αποτελεί και για μένα προσωπικό στοίχημα και με απασχολεί τον τελευταίο καιρό.

–Έχεις χρησιμοποιήσει την τέχνη της ψαλτικής και σε εκτός θρησκευτικών ψαλμών, μήπως χάνει την αξία της η ψαλτική έτσι;

Έχω χρησιμοποιήσει την ψαλτική υποδυόμενος τη γιουτιουμπική περσόνα GouTouPou, με την οποία σατιρίζω διάφορες καταστάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο και όχι μόνο, αλλά και ως συνθέτης στο έργο «Σπανός» του Ιωσήφ Βιβιλάκη (με πρωταγωνίστρια τη Στεφανία Γουλιώτη και πρωτοψάλτη τον Αχιλλέα Χαλδαιάκη), το οποίο βασίζεται σε ένα βυζαντινό παρα-υμνογράφημα του 15ου αιώνα. Πώς μπορεί να χάνει την αξία της μια τέχνη που διευρύνεται; Θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο! Η ψαλτική τέχνη είναι ένα μουσικό εργαλείο που συνδέεται πρωτίστως με τη χριστιανική λατρεία. Αλλά ταυτόχρονα είναι ένα μουσικό σύστημα τόσο άρτιο και εκφραστικά πολυεπίπεδο, ώστε το γεγονός ότι μπορεί να εξυπηρετήσει μη εκκλησιαστικούς σκοπούς αναδεικνύει τη δυναμική του και μεγεθύνει την αξία του, κατά τη γνώμη μου, κι όχι το αντίστροφο.

 

–Μπορεί να ανανεωθεί η παραδοσιακή ψαλτική;

Σε επίπεδο ερμηνείας η ψαλτική συνέχεια ανανεώνεται και εξελίσσεται συγχρωτισμένη με τις τάσεις των καιρών, ακόμα κι όταν οι ίδιοι οι ψάλτες δεν το παραδέχονται (ίσως ούτε καν στον εαυτό τους). Και καλά κάνει! Σήμερα θα έλεγα, μάλιστα, ότι βρίσκει το ωριμότερό της πρόσωπο, με πιο «στρογγυλές» ερμηνείες, προσπάθεια ανεύρεσης προσωπικών στυλ παρά μιμήσεων των μεγάλων ονομάτων (όπως γινόταν παλαιότερα κατά κόρον), χωρίς να λείπουν – βέβαια – και τα παρατράγουδα. Σε επίπεδο, τώρα, ρεπερτορίου, υπάρχουν αρκετά μελοποιητικά εγχειρήματα που συγκλίνουν – έχω την αίσθηση – προς έναν νεοκλασικισμό. Μην ξεχνάμε ότι πάντα υπάρχει η τελετουργική συνθήκη: η ψαλτική οφείλει να εξυπηρετεί τις λατρευτικές ανάγκες. Μια ακραία πειραματική καινούργια πρόταση δεν θα μπορέσει να αφομοιωθεί, πρωτίστως για λόγους πρακτικούς. Παρ’ όλ’ αυτά, θεωρώ ότι ο χρήσιμος στην προκειμένη νεοκλασικισμός μπορεί ν’ ακολουθηθεί από νέα ρεύματα που θα ανανεώσουν μελωδικά το ρεπερτόριο, εισάγοντας καινούργιες στερεοτυπικές φράσεις και δημιουργώντας καινούργιες αισθητικές. Ήδη η πρόσφατη δυναμική εμφάνιση γυναικών ψαλτριών στο προσκήνιο ίσως οδηγήσει με φυσικότητα σε μία συνολική ανανέωση της ψαλτικής τέχνης, και σε επίπεδο ρεπερτορίου.

 

–Ποια η σχέση γλώσσας και μουσικής, και πώς αυτή φαίνεται μέσω της βυζαντινής;

Μουσική και γλώσσα σχετίζονται σε δύο επίπεδα. Στο βαθύτερο επίπεδο, και οι δύο αποτελούν συστήματα οργάνωσης ήχων με σκοπό την έκφραση και την επικοινωνία. Αποτελούν, δηλαδή, δύο μοναδικά κατασκευάσματα του ανθρώπινου εγκεφάλου με παρεμφερείς λειτουργίες, διαπίστωση που οδήγησε σχετικά πρόσφατα στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου επιστημονικού κλάδου, της Μουσικογλωσσολογίας, που τις μελετά συγκριτικά. Σ’ ένα δεύτερο επιφανειακότερο επίπεδο, μουσική και γλώσσα συναντιούνται ως μορφές τέχνης στο τραγούδι και στις εκκλησιαστικές μουσικές. Στη βυζαντινή μουσική άλλοτε η μελωδία υπηρετεί τον λόγο, κι άλλοτε ο λόγος αποτελεί το απαραίτητο όχημα για να αναδειχθεί η μελωδία. Στα συλλαβικά και στα νευματικά μέλη, που έχουν αντιστοιχία συλλαβών και νοτών όμοια με εκείνη των τραγουδιών, ο λόγος υπηρετείται. Συχνά, μάλιστα, τα νοήματα των λέξεων «περιγράφονται» μέσω συγκεκριμένων μελωδικών συμβάσεων. Λέξεις όπως «βάθος» και «Άδης» συχνά μελοποιούνται με απότομες πτώσεις της μελωδίας προς τα κάτω, λέξεις όπως «ουρανός» και «φως» αναδεικνύονται με χαρούμενα (ματζόρε) διαστήματα στις ψηλές περιοχές, ενώ λέξεις όπως «θάνατος» και «πόνος» με λυπητερές μελωδίες που χρησιμοποιούν τριημιτόνια. Στα αργά μελισματικά μέλη, όπως είναι τα χερουβικά και – κυρίως – τα κοινωνικά, η σχέση συνήθως αντιστρέφεται –γι’ αυτό και οι πιστοί γκρινιάζουν ότι δεν καταλαβαίνουν τα λόγια. Η μελωδία παίρνει το πάνω χέρι, κι οι ψάλτες ενίοτε βρίσκουν την ευκαιρία να αυτοσχεδιάσουν και να βγάλουν τα μεράκια τους!

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Για ακρόαση από το YouTube: https://bit.ly/3sm7eCW 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση