ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ματαίωση και χίμαιρες επί σκηνής

Για τον «Θάνατο του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ σε σκηνοθεσία Νεοκλή Νεοκλέους

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η όλη ατμόσφαιρα της παράστασης, τα θεατρικά υποκείμενα στο βάθος, ο φωτισμός, η μουσική, και το υποβλητικό σκηνικό κατά την άποψή μου έδειξαν και αντιδιέστελλαν τη μικρότητα συναισθημάτων, τα μεγαλεπήβολα σχέδια και όλες τις προσωπικές ματαιώσεις, αυτός ο στείρος μεγαλοϊδεατισμός, που καθίσταται κοινωνική νόρμα, δημιουργεί τον εμποράκο, τον άνθρωπο που παύει να προσπαθεί γιατί γραπώθηκε από ένα σύστημα. Ο χαρακτήρας που ο Άρθουρ Μίλλερ έφτιαξε το 1949 μέχρι σήμερα παραμένει στο προσκήνιο, όπως και το ίδιο το έργο «Ο θάνατος του Εμποράκου» ή «Ο θάνατος ενός πλασιέ», ενός επαγγέλματος προμετωπίδα της οικονομικής και κοινωνικής «κανονικότητας», που έδωσε στο χρήμα και στην εμφάνιση άλλες διαστάσεις. Το ζήτημα είναι ότι η μόδα περνάει εύκολα, και όποιος δεν καταφέρνει να την παρακολουθήσει, μένει εγκιβωτισμένος σε μια κατάσταση βαλτώδη, από την οποία δεν καταφέρνει να αποκολληθεί, όσο και αν προσπαθεί, διότι έμεινε στην ιδέα ότι ο βάλτος παραμένει λίμνη.

Η παράσταση που έστησε ο Νεοκλής Νεοκλέους για τον «Θάνατο του Εμποράκου», όπως την είδα και την αντιλήφθηκα εγώ, κατάφερε ένα πολύ σημαντικό πράγμα, κατάφερε να μεταφέρει τo βαρύ συναίσθημα της ματαίωσης στην πλατεία. Χάραξε έναν δρόμο ο Νεοκλέους για όλους τους χαρακτήρες και για το έργο ολόκληρο και ταυτόχρονα έστησε έναν υποβλητικό Μπεν, που πλούτισε από τον άνθρακα των διαμαντιών, ενώ ταυτόχρονα ο Ουίλλυ Λόμαν παρέμενε στον άνθρακα και μετά βίας στο μετάξι, που ούτε αυτό κατάφερε να γευτεί… χωρίς να τον κατατρύχει. Το χθες και το σήμερα του Ουίλλυ συνυφάνθηκαν, χωρίς να υπάρχει σύγχυση, άλλωστε ο πατριάρχης της οικογένειας Λόμαν δεν κατάφερε να τα ξεχωρίσει ποτέ. Κυνηγούσε μέχρι το τέλος ένα όνειρο, που από νωρίς είχε χαθεί. Ο Νεοκλής Νεοκλέους σκηνοθετώντας την παράσταση τα ζύγισε και στο τέλος το ζύγι, στο όλον, δεν βγήκε λειψό.

Ο Γιώργος Μουαΐμης κατάφερε να αποδώσει τον Ουίλλυ Λόμαν, εκείνον τον άνθρωπο που μοιάζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν εκπληρώνονται οι προσδοκίες του, αλλά μόνο για μια στιγμή, και σύντομα πάλι μοιάζει σίγουρος για το αύριο, για το οποίο όμως δεν προσπαθεί ποτέ, γιατί έτσι έμαθε, γιατί έτσι η κοινωνία η δική του τον δίδαξε. Δεν αισθάνθηκα κανένα μελοδραματισμό από πλευράς του Μουαΐμη, ακόμα και στις στιγμές που η πραγματικότητα τον καλεί σε τάξη, καταφέρνει να μην τη δείξει. Άλλωστε, ήταν ένας γνωστός έμπορος, δεν επιτρέπεται να λέει πολλά, πολύς κόσμος τον γνωρίζει, πάντοτε στο παρόν ο ρόλος του, το χθες είναι απλώς επιβεβαίωση του σήμερα και ο Μουαΐμης κυνηγάει χίμαιρες, που τις ονομάζει ευκαιρίες.

Η Λέα Μαλένη ως Λίντα δείχνει χλωμή, ταπεινή, αγαπάει τον άντρα της, γυναίκα μιας άλλης εποχής, που όμως ακόμα και σήμερα υπάρχουν, καταλαβαίνει και φοβάται, αλλά και εκείνη έχει οδηγηθεί στον δρόμο που της χάραξε ο Λόουμαν, ο για 36 χρόνια σύζυγός της. Αλήθεια, δεν έχετε δει στην κοινωνία μας τέτοιες γυναίκες, που το σφάλμα, την απρέπεια, το παραστράτημα, είτε το έχουν εξωραΐσει, είτε το έχουν απωθήσει; Η κα Λόουμαν, αν είχαμε την ευκαιρία να τη δούμε πώς έζησε μετά την αυτοχειρία του συζύγου της, θα ζούσε μια ζωή εγκλωβισμένη, ανάμεσα στην ελευθερία και τα δεσμά του γάμου.

Οι δύο γιοι, ο Αλέξανδρος Μαρτίδης (Μπιφφ) και ο Ανδρέας Κουτσόφτας (Χάππυ) ίσως να μην είχαν την ίδια υποκριτική ένταση με τους Μουαΐμη και Μαλένη, αισθάνομαι ότι οι προθέσεις ήταν τίμιες, αλλά νιώθω ότι ίσως θα έπρεπε να είχαν εγκύψει περισσότερο στα κατά ποιόν στοιχεία του «Εμποράκου», τα οποία εντίμως προσπάθησαν να ενσαρκώσουν στους ρόλους τους. Οι ερμηνείες τους ίσως να ήθελαν μεγαλύτερη και πιο έντονη αν(ησυχία), αν μπορώ να το θέσω έτσι. Αν και ο Κουτσόφτας με το αμήχανο «θα παντρευτώ» έδινε τον τόνο του δεύτερου τη τάξει γιου, που ποτέ δεν ήταν «Μπιφφ». Φυσικά, τέτοιοι ρόλοι σε τέτοια έργα είναι σπουδαία μαθήματα και αμφότεροι είμαι βέβαιος ότι τα πήραν.

Ο Φώτης Φωτίου (Μπέρναρντ) και ο Βασίλης Μιχαήλ (Τσάρλυ) απέδωσαν τους ρόλους τους ανεπιτήδευτα, κρατήθηκαν πίσω από τον Μουαΐμη και τους Κουτσόφτα - Μαρτίδη, ο Νεοκλής τούς έδωσε την απαιτούμενη απόσταση και τους έβαλε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Οι Μπέρναρντ και Τσάρλυ ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες από τους άνδρες της οικογένειας Λόμαν, προσγειωμένοι, σε έναν αγώνα της καθημερινότητας. Στάθηκαν και αυτοί στην παράσταση, όπως έπρεπε.

Οι υπόλοιποι μικρότεροι ρόλοι προσθέτουν στο οικοδόμημα του Νεοκλέους. Ξεχωρίζω τον Πάνο Λουκαΐδη (Χάουαρντ Βάγκνερ), ο οποίος μού έδειξε τον απόγονο, απότοκο της εποχής του, δημιούργημα του καιρού του, δεν είναι ο πατέρας του… αν υπήρξαν ποτέ οι υποσχέσεις του πατέρα. Οι Βασίλης Χαραλάμπους (Στάνλεϋ), Νίκη Δραγούμη (Τζέννη/Δεσποινίς Φόρσαϊτ), Μαρία Μιχαήλ (γυναίκα), Δέσποινα Βιολάρη (Λέτα) λειτουργούν στην παράσταση βοηθητικά, δίνοντας ένα σωστό χωροχρονικό όριο.

Σκηνικά και μουσική ως όλον είχαν μια δική τους σημειολογία και λειτουργούσαν στην παράσταση. Με ξένισαν, ωστόσο, τα κοστούμια του Μπέρναρντ (χρυσό γιλέκο), και των Μπιφφ και Χάππυ (κοντοπαντέλονα) στη σκηνή του εστιατορίου. Γινόταν αναφορά στους «αβράκωτους» [Sans-culottes] της γαλλικής κομούνας, υπονοούσαν τη λαϊκή τάξη που αναζητεί συνεχώς ανέλιξη;

Κλείνοντας, η παράσταση αυτή θεωρώ πως είναι μια εξαιρετική θεατρική στιγμή, γιατί φέρνει τον Ουίλλυ Λόμαν και την από το πουθενά κομπορρημοσύνη του στην πλατεία, όπως έφερε και την τραγικότητά του, αλλά το κυριότερο ότι το φαίνεσθαι και το κυνήγι της επιτυχίας παραμένουν και σήμερα επίκαιρα, όπως όταν ο Άρθουρ Μίλλερ έγραφε τον «Εμποράκο».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση

X