ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κάγκελα παντού

Του Γιάννη Ιωάννου

Του Γιάννη Ιωάννου

Τα πανηγύρια των οπαδών της Ομόνοιας, εν μέσω πανδημίας, για την κατάκτηση του πρωταθλήματος –αμέσως μετά την άρση του lockdown- είναι η απόλυτη έκφραση γελοιότητας και κατάργησης του κράτους. Όπως και πριν από αυτά οι ουρές πιστών που προσκυνούσαν παντόφλες και λείψανα αγίων, η αντίδραση της εκκλησίας στα διατάγματα, οι ψεκασμένοι που έκαναν επεισόδια στην Λεμεσό και τόσα άλλα που είδαμε από μια κυβέρνηση, η οποία δεν παίρνει και την καλύτερη βαθμολογία όσον αφορά την διαχείριση της κρίσης, όπως και σε πολλά άλλα. Η παρουσία μάλιστα στελεχών του ΑΚΕΛ μεταξύ των όσων πανηγύριζαν αποτελεί και μια μεγάλη υποκρισία, όταν επικρίνεις την κυβέρνηση για τα παιδαριώδη λάθη και την κακή διαχείριση της πανδημίας, που καταδεικνύει πως και η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται, πέραν της κυβέρνησης, σε βαθιά πολιτική παρακμή. Ο Τζίμης Πανούσης, στον κλασικό του δίσκο «Κάγκελα Παντού» (1986, ΕΜΙ), τραγούδησε στο ομώνυμο τραγούδι «όλο το έθνος προσκυνάει σώβρακα και φανέλες» για την δύναμη του λαοφιλούς αθλήματος κάνοντας ωστόσο ένα σχόλιο για την πολιστική του προέκταση –προφανώς σε εποχές παρακμής σαν κι αυτές που διανύουμε αλλά και σαν αυτές που έγκαιρα είχε εντοπίσει, επί ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα τότε, τόσες δεκαετίες πίσω στο 1986. Δεν είναι θέμα Ομόνοια-ΑΠΟΕΛ. Δεν με ενδιαφέρει καν το ποδόσφαιρο και δεν παρακολουθώ. Οποιαδήποτε ομάδα κι αν βρίσκονταν στην θέση της πρωταθλήτριας Ομόνοιας, πολύ πιθανόν να είχαμε βιώσει τα ίδια. Ακριβώς γιατί το ποδόσφαιρο στην Κύπρο της πανδημίας –αν είσαι ιδιοκτήτης γηπέδου φουτσαλ ιδιαίτερα- αλλά και γενικώς δεν παύει να είναι αυτό που είναι: μια καλοκουρδισμένη μπίζνα με συχνά κρούσματα διαφθοράς και στημένους αγώνες που απλά συντηρεί κομματικούς στρατούς. Αν το ποδόσφαιρο ήταν σοβαρό στην Κύπρο η Εθνική Κύπρου δεν θα έπαιζε με κάτι ψαράδες από το Σαν Μαρίνο και κάτι μη αναγνωρισμένες οντότητες διεθνώς όπως η Δημοκρατία του Κοσόβου.

Αυτό ωστόσο που εξοργίζει δεν είναι οι Ομονοιάτες perse. Είναι η δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας –στα όρια του μετατρολαρίσματος- Νίκου Αναστασιάδη που, εκτός υπερβολής, μας είπε (...) την ίδια ώρα, να αναλογιστούμε και τα αισθήματα ενός φίλαθλου κόσμου που ύστερα από 11 χρόνια η ομάδα του κερδίζει». Με άλλα λόγια ο πρώτος πολίτης της χώρας μας είπε «εν οκ μωρέ, αφήστε τους». Η δήλωση του κ. Αναστασιάδη δεν θα τύχει ιδιαίτερης κριτικής από την αξιωματική αντιπολίτευση για τον ορισμό του λαϊκισμού και της de facto κατάργησης της κοινής λογικής που αποτελεί ακριβώς για έναν λόγο: όλοι μα όλοι, ανεξαιρέτως, που ασχολούνται ενεργά με την πολιτική στην Κύπρο πάνε ασορτί με το... σωβρακάκι που προσκυνούν. Φαντάζομαι πως ο κ. Αναστασιάδης όταν έκανε την δήλωσή του δεν μας ζήτησε να αναλογιστούμε και τα αισθήματα του μη φίλαθλου κόσμου, που ύστερα από έναν και πλέον χρόνο δεν ταξίδεψε για να δει τους γονείς του, κινούνταν περιορισμένα με SMS, έχασε την δουλειά του, πιέστηκε ψυχολογικά από τον εγκλεισμό, δεν μπορούσε να γυμναστεί, δεν σχεδίασε τον γάμο ή την βάφτισή του, δεν κατάφερε να δει τους συγγενείς του για να κλάψουν πάνω από τον τάφο του αγαπημένου προσώπου και που –με ακρίβεια μιλισεκόντ- τήρησε ευλαβικά τα μέτρα συμβάλλοντας στην μη εξάπλωση του ιού με προσωπικό κόστος.

Δεν με ενδιαφέρει, προσωπικά, αν οι Ομονοιάτες έχουν να κερδίσουν το πρωτάθλημα 11 χρόνια ή αν οι Αποελίστες διαμαρτύρονται για την διοίκηση της ομάδας τους. Ούτε τι κάνουν αυτοί της Λεμεσού ή της Αμμοχώστου. Με ενδιαφέρει να είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον νόμο με δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι σε ένα κράτος που δεν θα το βλέπουμε εχθρικά, δεν θα μας κοιτά εκδικητικά και που θα μας υπηρετεί, καθώς κι εμείς μέσω των υποχρεώσεών μας. Η πανδημία ανέδειξε στην Κύπρο την σημαντικότερη ίσως γύμνια μας ως πολιτών αλλά και τις τραγικές ελλείψεις του κράτους: την απουσία σεβασμού όχι μόνον προς τους κανονισμούς αλλά και την έλλειψη παιδείας και ευρύτερης φιλοσοφίας ως προς την τήρησή τους. Μια σχέση τόσο αμφίδρομα προβληματική που κάνει την Κύπρο να θυμίζει έναν ατέλειωτο παρακμιακό βυζαντικό ιππόδρομο –με τους Φράγκους έξω από τα τείχη- που τσακώνεται μεταξύ των «μπλε» και των «κοκκίνων» αλλά και που το σύστημα των τελευταίων «αυτορυθμίζεται» όταν δει τους μονομάχους του να βρίσκονται υπό κριτική. Η γύμνια αυτή αφήνει, δυστυχώς, πολλά κακά προηγούμενα που σαν κοινωνία θα τα δούμε μπροστά μας σε λίγα χρόνια όταν, πολύ απλά, ο πρώτος πολίτης που θα πάρει τον νόμο στα χέρια του –έχοντας μάλιστα και το περί κοινού δικαίου αίσθημα με το μέρος του αλλά όχι τον ίδιο τον νόμο- τύχει αντί μιας γενικευμένης καταδίκης του «να αγιάσουν τα χέρια του». Αλήθεια αυτό θέλουμε ως κοινωνία; Γιατί αν θέλουμε αυτό με... πανουσικούς όρους δεν αργεί η στιγμή που κάποιος πολίτης θα… κατεβάσει το σώβρακο της υποκρισίας. Το ερώτημα δεν είναι πότε αλλά πόσο σύντομα.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιάννη Ιωάννου

Γιάννης Ιωάννου: Τελευταία Ενημέρωση

Το ζήτημα της εναντίωσης στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση οφείλουμε να το δούμε πιο εκτενώς γιατί δυνητικά θα γεννήσει πολιτικές ...
Του Γιάννη Ιωάννου
Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από τον ανασχηματισμό είναι πως δεν θα είναι ο τελευταίος της τρέχουσας κυβέρνησης Χριστοδουλίδη ...
Του Γιάννη Ιωάννου