ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Περί λογοκρισίας

Του Γιάννη Ιωάννου

Του Γιάννη Ιωάννου

Ο Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900) στο κλασικό του δοκίμιο, «Τέχνη και Κριτική», δεν στοιχειοθετεί μόνο μια εξαιρετικά ηθική, και διαχρονική, μεθοδολογία ως προς την αισθητική αποτίμηση της τέχνης, αλλά για πρώτη φορά ίσως στη σύγχρονη εποχή (το έργο εκδόθηκε και διαδόθηκε μετά τον θάνατό του, στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα) καταπιάνεται με την ιδέα της εκπαίδευσης στην τέχνη. Στο έργο ο Ουάιλντ ασχολείται αισθητικά με την ένδυση, τη μόδα, επιχειρηματολογώντας για την ένταξη της εκπαίδευσης στην τέχνη και σταχυολογώντας μια ατάκα που συχνά αποδίδεται αποφθεγματικά για θέματα που αφορούν στη μόδα έναν και πλέον αιώνα μετά. Ο Ουάιλντ αναφέρει πως η μόδα είναι μια μορφή ανυπόφορης ασχήμιας, εξού και κάθε έξι μήνες… αλλάζει!

Ο Ουάιλντ, ωστόσο, στο έργο του εισάγει και μια διάσταση ισχυρά τεκμηριωμένης αντίληψης απέναντι σε κάθε τι που μπορεί να λογοκριθεί από αισθητικής σκοπιάς. Κάτι που στον 20ό αιώνα, που δεν πρόλαβε να ζήσει, κατέστη ιδιαίτερα προβληματικό σε θέματα λογοκρισίας της τέχνης – ιδίως όταν η σύγχρονη τέχνη, μετά το 1945, κατέστη ιδιαίτερα πολιτική. Στην Κύπρο, όπου υπάρχουν τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά το 1974, περιπτώσεις λογοκριμένης τέχνης (από την Πολιτεία, την Εκκλησία ή την κοινωνική αντίδραση), πολλές πτυχές της εναντίωσης σε έργα τέχνης πηγαίνουν πίσω στο πολιτικό διακύβευμα – υπό το βάρος των γεγονότων της τουρκικής εισβολής και της κατοχής.

Η πρόσφατη περίπτωση λογοκρισίας για την εθνική συμμετοχή της Κύπρου στη 19η Μπιενάλε της Βενετίας αποτελεί ακόμη μια περίπτωση ανάσυρσης του Κυπριακού στη βάση διαφωνίας για αναφορές στο έργο, που παραπέμπουν σε de jure και de facto, στην ανταλλαγή πληθυσμών και σε πολύπλοκες έννοιες που εδράζονται σε επιμέρους πτυχές του Κυπριακού. Ξεκίνησε μάλιστα από τη Βουλή, από έναν βουλευτή (επικεφαλής της Επιτροπής Παιδείας) οι απόψεις του οποίου στο Κυπριακό είναι γνωστές και της συντηρητικής, «σκληρότερης» γραμμής και που είδε εξισώσεις. Όλοι γνωρίζουμε το who is who του καθένα στην Κύπρο, εξάλλου. Κι εδώ ξεκινά μια ενδιαφέρουσα συζήτηση που με αφορμή τις απόψεις του κ. Μυλωνά, έφτασε μέχρι και τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μια συζήτηση που κατά τη γνώμη μου δεν αφορά μόνο –σε μια εποχή που η συζήτηση μάλιστα για την ελευθερία της έκφρασης καλά κρατεί– στον δι-υποκειμενισμό της αισθητικής αποτίμησης της τέχνης, αλλά στα όρια της αντίληψης της εκπαίδευσης στην τέχνη ή όπως θα το έθετε ο Ουάιλντ της ανυπόφορης ασχήμιας (από όπου κι αν προέρχεται θα έλεγα εγώ). Όπως και στην περίπτωση του εικαστικού, Γιώργου Γαβριήλ, η συζήτηση για την πολιτική διαφωνία στην τέχνη κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα – όταν η τέχνη εκφράζει διαφωνίες ή λογοκρισία, από άτομα που δεν ενδιαφέρονται για τον διάλογο πέριξ αυτής αλλά που θέλουν είτε να σημειώσουν πολιτικούς πόντους ή να υπεραμυνθούν της ιδεολογικής τους ταυτότητας. Σε μια ανοικτή κοινωνία φυσικά και αυτό είναι, επίσης, αποδεκτό ωστόσο φανερώνει και το πρόβλημα της εκπαίδευσης στην τέχνη και της κατανόησής της. Δεν είναι μόνο μια συζήτηση για τα όρια της λογοκρισίας, της δυσάρεστης κατάστασης κάθε φορά που ένα έργο ξηλώνεται από το κρεμαστάρι του ή που ένα βιβλίο αποσύρεται. Και αναφερόμαστε στην τέχνη, όχι στην προπαγάνδα.

Η έκδοση των συμμετεχόντων στην Μπιενάλε προφανώς δεν προπαγανδίζει ούτε τον Αττίλα, ούτε την ΤΔΒΚ –εκτός εισαγωγικών– ούτε τη λύση δύο κρατών. Αρκεί κάποιος να είναι από σκοπιάς τέχνης στοιχειωδώς εγγράμματος για να το συνειδητοποιήσει.

ioannoug@kathimerini.com.cy

Twitter: @JohnPikpas

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιάννη Ιωάννου

Γιάννης Ιωάννου: Τελευταία Ενημέρωση