
Του Γιάννη Ιωάννου
Το να αναστοχάζεσαι παραμονές της Παναγίας, με 45 βαθμούς Κελσίου στη Λευκωσία και διακοπές ρεύματος τα απογεύματα, το πώς πέρασε μισός αιώνας και ένας χρόνος, «μια αιωνιότητα σχεδόν και μια μέρα», από τις 14 Αυγούστου του 1974 και τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, μπορεί να είναι δύσκολο, μπορεί όμως να είναι και πολύ εύκολο.
Δύσκολο, διότι συνειδητοποιείς το πέρας του χρόνου απέναντι σε μια θλιβερή επέτειο ολοκλήρωσης της τουρκικής κατοχής μετά μάλιστα από μια στρατιωτική ήττα με πλήρη, κι αποκαρδιωτική, κατάρρευση σε ορισμένα σημεία του μετώπου και διότι τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, κατοχής και διαχωρισμού, εξακολουθούν να ισχύουν. Πανεύκολο, διότι μπορείς να δεις τα πράγματα μέσα από το πρίσμα του «ακόμη ένας χρόνος έτσι» και να συνεχίσεις την καθημερινότητά σου ακούγοντας τον «επιμνημόσυνο λόγο» στη δημόσια σφαίρα και δη τις ανακοινώσεις των κομμάτων για το τι συνέβη πριν 51 χρόνια.
Η μνήμη του τι συνέβη στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Όχι για το πολιτικό περίβλημά της ή τη συλλογική της ισχύ, αλλά για το πώς επιδρά σε ανθρώπους που το 1974 δεν ζούσαν καν ή δεν θυμούνται λόγω μικρής ηλικίας. Είναι μια κληρονομούμενη βιωματική εμπειρία –στο μέτρο και αναλόγως ενδιαφέροντος κάθε προσωπικότητας– που καλλιεργείται τόσο εμπειρικά, κυρίως μέσω των γονέων, των δικών τους εμπειριών και παραστάσεων από εκείνη την εποχή και μια προσωπική διεργασία εξερεύνησης και κατανόησης, που περιλαμβάνει την ανάγκη της πραγματικής αντίληψης του τι συνέβη. Στο πρώτο σκέλος υπάρχει, κυρίως και συνηθέστερα, το τραύμα και ως προς τη δεύτερη διάσταση, κάτι παντελώς προσωπικό. Που διαμορφώνει ή συνδιαμορφώνει κοσμοθεωρίες, ιδεολογήματα, στάσεις ζωής, κ.ο.κ.
Απλώς σταθείτε λίγο πιο μακριά. Κάποιος που γεννήθηκε μετά το 1974 δεν μπορεί εύκολα να αφουγκραστεί το δεύτερο επίπεδο. Φανταστείτε έναν ξένο που μεγαλώνει στην Κυπριακή Δημοκρατία ή κάποιον που θα γεννηθεί –αυτό το καλοκαίρι– 51 χρόνια μετά. Δεν μπορεί καν να διανοηθεί τι σημαίνει η «κατάρρευση της γραμμής της Μιας Μηλιάς» ή η μάχη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Και δεν μπορεί καν να διανοηθεί πώς βίωσε τα γεγονότα κάποιος που ήταν 6 ή 8 ετών το 1974 ή κάποιος που ήταν 27 ή κάποιος που ήταν 78, τότε. Αυτή η διαπίστωση είτε στο εύκολο σενάριο του «ακόμη ένας χρόνος έτσι», είτε στο δύσκολο σενάριο της συνειδητοποίησης της καταστροφής, λειτουργεί κανονιστικά. Η ζωή συνεχίζεται, με τις τρέχουσες συνθήκες (κατοχή, διχοτόμηση), με την αμφιβολία του πώς πορεύεται αυτή η κατάσταση και με μια μικρή, υποβόσκουσα συνήθως, ανασφάλεια για το μέλλον ή για την επανάληψη μιας παρεμφερούς εθνικής τραγωδίας.
Μισός αιώνας και ένας χρόνος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να αποτιμήσει κανείς το τι συνέβη στην Κύπρο το 1974. Κυριότερα, αποτελεί και την αφορμή για περισσότερο θάρρος, λιγότερο τραύμα και μια πιο συνετή δημόσια συζήτηση για το Κυπριακό, αλλά και για το τι θέλουμε και πώς πορευόμαστε για αυτό ως κοινότητα, ως Κύπριοι πολίτες αλλά και ως Κυπριακή Δημοκρατία. Ας αναστοχαστούμε, λοιπόν, επί τούτου συζητώντας νηφάλια μακριά από μύθους και αγκυλώσεις. Το οφείλουμε σε αυτούς του ’74 και στα παιδιά μας – για να δούνε καλύτερες μέρες.
ioannoug@kathimerini.com.cy
Twitter: @JohnPikpas