ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Η εκδίκηση της γυφτιάς

Του Παναγιώτη Καπαρή

Του Παναγιώτη Καπαρή

Βράδυ Σαββάτου και η πλατεία Ελευθερίας στη Λευκωσία, ασφυκτιούσε από μετανάστες. Όλα τα χρώματα και όλες οι φυλές της γης, απολάμβαναν την ελευθερία της «μοντέρνας» πλατείας. Μια νεαρή μετανάστρια έτρεχε με το μωράκι της, όλο γέλιο και χαρά. Άλλοι καθισμένοι στα «διαστημικά παγκάκια», χαίρονταν τη δροσιά της νύχτας, απολαμβάνοντας το κολατσιό και το ποτάκι τους. Οι πιο τυχεροί, αγκαλιά με τους ή τις αγαπημένες τους. Πολλοί ήταν «καρφωμένοι» στα κινητά και μιλούσαν στην «ακατανόητη» γλώσσα τους, μάλλον επικοινωνούσαν με τις μακρινές τους πατρίδες. Άλλοι περπατούσαν αμέριμνοι, κουβεντιάζοντας και γελώντας. Η εικόνα παρέπεμπε πραγματικά στην «εκδίκηση της γυφτιάς», στην κατά τα άλλα χρυσοπληρωμένη πλατεία, σύμφωνα και με τον ομώνυμο ιστορικό πλέον δίσκο του 1978, του Μανώλη Ρασούλη, του Νίκου Ξυδάκη, του Νίκου Παπάζογλου και του Διονύση Σαββόπουλου.

Λίγα μέτρα πιο κάτω, στα καλοκαιρινά, πολυδιαφημισμένα, ακριβά και για λίγους, ξενυχτάδικα της Λευκωσίας, λίγοι νεαροί και πολλές νεαρές, οι περισσότερες με αμφίεση η οποία δεν αφήνει και πολλά στη φαντασία. Η ουρά για να εισέλθουν στα ακριβά μπαρ και εστιατόρια, ήταν αρκετά μέτρα και ο «αυστηρός» πορτιέρης έλεγχε ονόματα και κρατήσεις.

Η μουσική στη διαπασών, τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν και η «καλή κοινωνία» απολάμβανε τα «πειραγμένα» φαγητά και τα ακριβά κρασιά, ρίχνοντας «κλεφτές» ματιές, στους συνδαιτυμόνες. Στον χώρο ακόμη μία μετανάστρια με μεγάλο «ποπό», την οποία συνόδευε ένας «λευκός» και ολίγον «αγροίκος» Κύπριος. Μια μεγάλη παρέα άρχισε τα σχόλια, χουμίζοντας-διαφημίζοντας, πλαστικούς χειρούργους, οι οποίοι κάνουν «θαύματα», πάντα με το ανάλογο ακριβό τίμημα. Άλλοι πιο «φοβιτσιάρηδες» χούμισαν τους γυμναστές, οι οποίοι με ειδικές ασκήσεις επιτυγχάνουν καλά αποτελέσματα, αλλά όχι τόσο καλά όσο οι γιατροί.

Παραδίπλα μια γυναικοπαρέα –ήταν να τις λυπάσαι– έπαιζε με τα κινητά τηλέφωνα, φωτογράφιζε τα φαγητά και τα ποτά και κατά διαστήματα, τις φάτσες και τα ρούχα τους. Η έγνοια τους ήταν μόνο τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Κάποια στιγμή, οι νεαρές άνοιξαν το στόμα τους, αναγκαστικά μεγαλόφωνα, λόγω της δυνατής μουσικής, για να πουν κάτι δικό τους. Καλύτερα να μην το άνοιγαν, γιατί ήταν σαν να άκουγες «φορτηγατζήδες» με το τσιγάρο στο στόμα. Πάντως από εμφάνιση, βάψιμο και «ενδυμασία», ήταν πρώτες. Αλλά τι να το κάνεις, αφού χάνεται η θηλυκότητα με τη γλώσσα πεζοδρομίου. Μοιραία μειώνεται και η σεξουαλική επιθυμία των αντρών, αφού το κρυφό είναι το θελκτικό.

Οι παλαιότεροι θυμούνται τις λεγόμενες «δισκοθήκες» όπου έσβηναν τα φώτα, για να επικοινωνήσουν με χάδια οι ερωτευμένοι. Σήμερα με τόσα φώτα, με τόσα κινητά τηλέφωνα και χωρίς κουβέντα, πώς άραγε θα ερωτευτούν οι νέοι;

Πολύ λυπητερή ήταν και η «λυπητερή», κυρίως για τους λιγότερο «ευκατάστατους» νεαρούς οι οποίοι κλήθηκαν να πληρώσουν λογαριασμό, ίσο είτε με το δικό τους μεροκάματο, είτε με το μεροκάματο των γονιών τους. Το χειρότερο ήταν, ότι πολλοί έφευγαν και πεινασμένοι. Το λεγόμενο «γκουρμέ» φαγητό είναι για τις τηλεοράσεις και όχι για να χορτάσει ο άνθρωπος. Χάθηκαν, ρε παιδιά, τα σουβλάκια, να φάτε, να πιείτε και να ευφρανθεί και η ψυχή σας, με μια καλή κουβέντα και ένα έξυπνο πείραγμα;

Στο μυαλό έρχεται το περίφημο τραγούδι της δεκαετίας του 1990 από τους «Άγαμους Θύτες» με τη συγκλονιστική επιστολή του Βορειοηπειρώτη, όταν οι τότε παράνομοι μετανάστες από την Αλβανία, έτρεχαν στην Ελλάδα: «Αγαπητέ αδερφέ, Πάνε τόσες μέρες που είμαι φευγάτος από την Κορυτσά και δεν βρήκα λίγο χαρτί κι ένα μολύβι για να σε γράψω. (…) Θυμάσαι, αδερφέ, που πριν μερικά χρόνια συλλάβαν τη γιαγιά έξω από το καφενείο επειδή είπε ότι εκτός από τον σοσιαλισμό υπάρχει και η μοναξιά; Να τη φιλήσεις σταυρωτά και να την πεις να μην στεναχωριέται γιατί και στον σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό, η μοναξιά παντού η ίδια είναι…». Στο μυαλό και η περίφημη ατάκα του Θανάση Βέγγου για την ευτυχία: «Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια… Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν… Χάσιμο χρόνου». Βράδυ Σαββάτου…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Καπαρή

Παναγιώτης Καπαρής: Τελευταία Ενημέρωση