
HARVARD HEALTH PUBLISHING
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα: αυτό σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται λανθασμένα σε φυσιολογικούς ιστούς, προκαλώντας φλεγμονή η οποία οδηγεί σε οίδημα (πρήξιμο) και πόνο στις αρθρώσεις και σε σταδιακή διάβρωσή τους. Η πάθηση αυτή μπορεί επίσης να προκαλέσει προβλήματα πολύ πέρα από τις αρθρώσεις, και συγκεκριμένα βλάβη στο δέρμα, στους οφθαλμούς, στους πνεύμονες, στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία.
Οι ερευνητές ωστόσο έχουν περάσει στην αντεπίθεση, αποκτώντας νέες γνώσεις για την προέλευση της ΡΑ και αναπτύσσοντας πιο στοχευμένα φάρμακα, προκειμένου να επεκτείνουν το οπλοστάσιο που διαθέτουν για την καταπολέμηση του νοσήματος.
«Ζούμε σε μια συναρπαστική εποχή σε ό,τι αφορά τη θεραπεία της ΡΑ, γιατί μαθαίνουμε πολύ περισσότερα σχετικά με την πάθηση», αναφέρει η δρ Devyani Misra, γηρίατρος, ρευματολόγος και ερευνήτρια στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Ιατρικό Κέντρο Beth Israel Deaconess. «Κάθε μέρα υπάρχει μια νέα επιλογή, ενώ η αλλαγή στο υπόδειγμα θεραπείας περιλαμβάνει επίσης καλύτερη χρήση των επιλογών που ήδη υπάρχουν».
Γιατί οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες
Όταν είναι σαφές ότι το ένα φύλο υποφέρει δυσανάλογα περισσότερο από μια πάθηση σε σχέση με το άλλο, οι επιστήμονες είναι υποχρεωμένοι να ανακαλύψουν γιατί συμβαίνει αυτό. Μια τέτοια περίπτωση είναι η ΡΑ, η οποία πλήττει δύο έως τρεις φορές περισσότερο τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες.
Μεγάλο μέρος των ερευνών έχουν εστιάσει στη γενετική βάση της ΡΑ. Μελέτη του 2024 δίνει μια εξήγηση ως προς το γιατί είναι πολύ περισσότερες οι γυναίκες, παρά οι άνδρες, που έρχονται αντιμέτωπες με τη ΡΑ καθώς και με μια σειρά από άλλα αυτοάνοσα νοσήματα.
Οι ερευνητές ανακαλύπτουν γιατί οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες από τους άνδρες στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Η εργασία, η οποία δημοσιεύθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2024 στην ηλεκτρονική έκδοση του επιστημονικού περιοδικού Cell, αποκάλυψε ότι ένα γονίδιο γνωστό ως Xist (προφέρεται «εκζίστ»), το οποίο συναντάται μόνο στις γυναίκες, μπορεί να πυροδοτήσει μια συγκεκριμένη χημική απόκριση, η οποία δύναται να οδηγήσει σε αυτοάνοσες καταστάσεις.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως ο διπλάσιος-τριπλάσιος κίνδυνος ΡΑ στις γυναίκες παρατηρείται γενικά όταν η ΡΑ διαγιγνώσκεται σε ηλικία 30 έως 50 ετών.
Η ανακάλυψη αυτή βρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο και δεν θα οδηγήσει γρήγορα σε νέες θεραπείες, δίνει όμως νέα στοιχεία για το πώς οι διαφορές μεταξύ των φύλων είναι υποκείμενες στην ανάπτυξη της ΡΑ, επισημαίνει η δρ Misra.
Κανονικά, τα κύτταρα των γυναικών περιέχουν δύο Χ χρωμοσώματα, ενώ τα κύτταρα των ανδρών περιέχουν μόνο ένα Χ και ένα Y χρωμόσωμα. «Πιστεύω ότι η εμπλοκή του Χ χρωμοσώματος μπορεί να εξηγεί εν μέρει τον αυξημένο κίνδυνο», αναφέρει η δρ Misra.
Δεδομένων των διαφορών που αφορούν το φύλο στη ΡΑ, οι επιστήμονες εστιάζουν επίσης στην εμπλοκή των οιστρογόνων – ιδίως επειδή το επίπεδο αυτών των ορμονών εμφανίζει σημαντική διακύμανση στα διάφορα στάδια της ζωής των γυναικών, από την εφηβεία στην ενηλικίωση και μετά στην κύηση και στην εμμηνόπαυση.
«Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως ο διπλάσιος-τριπλάσιος κίνδυνος ΡΑ στις γυναίκες παρατηρείται γενικά όταν η ΡΑ διαγιγνώσκεται σε ηλικία 30 έως 50 ετών», παρατηρεί η δρ Misra. «Όταν όμως αναπτύσσεται μετά την ηλικία των 60 ετών, οι άνδρες και οι γυναίκες είναι εξίσου επιρρεπείς στη ΡΑ. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό που εξισώνει τον κίνδυνο είναι κάτι που σχετίζεται με την εμμηνόπαυση».
Η σχέση μεταξύ του επιπέδου της γυναικείας ορμόνης και της ΡΑ είναι πολύπλοκη. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι γυναίκες που χρησιμοποιούσαν ορμονοθεραπεία είχαν 46% μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν ΡΑ σε σχέση με τις γυναίκες που δεν χρησιμοποιούσαν. Επιπλέον, η ανάλυση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024 στην ηλεκτρονική έκδοση του RMD Open, βρήκε επίσης ότι οι γυναίκες με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά ή οι γυναίκες που μπήκαν στην εμμηνόπαυση πριν από την ηλικία των 45 ετών θα μπορούσαν επίσης να διατρέχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν την πάθηση. «Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν μια αδιάσειστη πιθανότητα ορμονικού κινδύνου», προσθέτει η δρ Misra.
Εξελίξεις στη θεραπεία
Οι θεραπείες στη ΡΑ περιστρέφονται γύρω από μια κατηγορία φαρμάκων που είναι γνωστά ως τροποποιητικά της νόσου αντιρρευματικά φάρμακα (DMARD), τα οποία αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά πριν από τέσσερις δεκαετίες. (Πριν από αυτά, οι κύριες θεραπείες ήταν τα στεροειδή, όπως η πρεδνιζόνη και οι ενέσεις χρυσού. Όμως, αυτές οι παλαιότερες θεραπείες απλώς ανακούφιζαν από τον πόνο και το οίδημα, χωρίς να μειώνουν τη σχετιζόμενη με τη ΡΑ βλάβη στις αρθρώσεις.)
Τα DMARD διακρίνονται γενικά σε κλασικά, βιολογικά ή στοχευμένα συνθετικά. Η μεθοτρεξάτη –ένα κλασικό DMARD που είναι φθηνό και λαμβάνεται από το στόμα ή με αυτοχορήγηση ένεσης– παραμένει το πιο συνηθισμένο αρχικό φάρμακο. Άλλα κλασικά DMARD είναι η λεφλουνομίδη, η υδροξυχλωροκίνη και η σουλφασαλαζίνη. Μερικές φορές συνδυάζονται δύο ή περισσότερα DMARD.
Τα βιολογικά DMARD, τα οποία χρησιμοποιούνται σε πιο επίμονες περιπτώσεις, παράγονται από ζωντανές πηγές και στοχεύουν ορισμένες φλεγμονώδεις οδούς. Ο πλέον πρόσφατος τύπος φαρμάκων, οι αναστολείς της κινάσης Janus (JAK), ανήκει στην κατηγορία των στοχευμένων συνθετικών DMARD και προέκυψε από έρευνα που αναζητούσε λεπτές διαφορές στις οδούς του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα φάρμακα αυτά αναστέλλουν πολυάριθμες πρωτεΐνες που αυξάνουν τη φλεγμονή. Αντίθετα με τα βιολογικά φάρμακα, τα οποία πρέπει να χορηγηθούν με ένεση ή έγχυση, οι αναστολείς JAK μπορούν να ληφθούν από το στόμα. Αναστολείς JAK που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ΡΑ είναι η τοφασιτινίμπη, η μπαρισιτινίμπη και η ουπαδασιτινίμπη. «Πολλοί ασθενείς προτιμούν τα φάρμακα που λαμβάνονται από το στόμα έναντι των ενέσιμων ή των εγχύσεων», αναφέρει η δρ Misra.
Όλες οι κατηγορίες φαρμάκων για τη ΡΑ (για την ακρίβεια, όλα τα φάρμακα γενικά) έχουν πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, αλλά η μεγάλη γκάμα επιλογών που διατίθενται σήμερα επιτρέπει στους γιατρούς να εξατομικεύουν τη θεραπεία ανάλογα με τις ανάγκες και τους παράγοντες κινδύνου του κάθε μεμονωμένου ασθενούς.
«Αν πρέπει να συνδυάσουμε φάρμακα ή να χρησιμοποιήσουμε ένα πιο ισχυρό φάρμακο, διαθέτουμε περισσότερες επιλογές για να ελέγξουμε καλύτερα τη φλεγμονή», δηλώνει η δρ Misra. «Με όλες αυτές τις διαθέσιμες επιλογές, είμαστε περισσότερο σε θέση να αντιμετωπίσουμε τους ασθενείς μας».