
Του Ανδρέα Ανδρέου
Οι προχθεσινές πυρκαγιές στην επαρχία Λεμεσού άφησαν πίσω τους στάχτες, όχι μόνο στα δάση μας, αλλά και στις συνειδήσεις μας. Για ακόμη μία φορά, το καλοκαίρι μάς θύμισε ότι η σχέση μας με τη γη είναι εύθραυστη, και συχνά άνιση. Και όσο η φωτιά καταπίνει δέντρα, σπίτια και κόπους ζωής, τα ερωτήματα πληθαίνουν: Πού οδηγούμαστε; Τι ρόλο παίζει η ανθρώπινη παρέμβαση; Και ποια θέση έχει η ανάπτυξη μέσα σε ένα καμένο τοπίο;
Η Κύπρος γνωρίζει καλά τη φωτιά. Οι υψηλές θερμοκρασίες, οι δυνατοί άνεμοι και οι ξηρασίες δημιουργούν κάθε χρόνο συνθήκες εύφλεκτες. Κι όμως, δεν είναι μόνο η φύση που ευθύνεται. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, η καύση ξηρών χόρτων, η αμέλεια ή και η εσκεμμένη πρόκληση πυρκαγιών, εξακολουθούν να είναι οι κύριες αιτίες. Οι εμπρησμοί, είτε για εκδίκηση προς ένα «αόριστο» κατεστημένο, είτε από καθαρή ανοησία, προκαλούν κοινωνική οργή αλλά και ένα βαθύτερο υπαρξιακό άγχος: χάνουμε σιγά-σιγά το νησί που ξέρουμε. Κάποιοι θέτουν και σαν αιτία των εμπρησμών την «αξιοποίηση» γης, αλλά αυτό δεν έχει τόση βάση στη χώρα μας, όση ενδεχομένως είχε στην Ελλάδα παλαιότερα.
Η Λεμεσός, μια επαρχία που συνδυάζει παραλιακή ανάπτυξη με ορεινή ομορφιά, έχει δεχτεί έντονες πιέσεις τα τελευταία χρόνια. Οικιστικές αναπτύξεις ξεπηδούν σε περιοχές που άλλοτε φιλοξενούσαν πευκοδάση. Η ζήτηση για εξοχικές κατοικίες ή για επενδυτικά ακίνητα σε πιο «ήσυχες» ή/και «φθηνότερες» περιοχές οδηγεί σε μια σταδιακή αστικοποίηση του φυσικού τοπίου. Πολλοί αναρωτιούνται: είναι σύμπτωση ότι οι πυρκαγιές ξεσπούν σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από επενδυτικό ενδιαφέρον;
Φυσικά, δεν μπορούμε να γενικεύσουμε ή να κατηγορούμε χωρίς στοιχεία. Όμως, ο συσχετισμός είναι αρκετός για να εγείρει μια συζήτηση. Μια καμένη έκταση δεν καθίσταται υποψήφια για αλλαγή χρήσης γης. Παρ’ όλα αυτά, έχουν υπάρξει στο παρελθόν περιπτώσεις όπου, με την πάροδο του χρόνου και μέσα από κάποια παραθυράκια, οι περιοχές αυτές ή μέρος τους τελικά εντάχθηκαν σε αναπτυξιακούς σχεδιασμούς. Αυτό ενισχύει την καχυποψία των πολιτών και εντείνει την αίσθηση ότι το δημόσιο συμφέρον δεν είναι πάντα προτεραιότητα και μάλιστα φθάσαμε στο σημείο σήμερα, η επίκληση και μόνον του δημοσίου συμφέροντος να προκαλεί ειρωνικό γέλιο και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς να βρίσκεται στο ναδίρ της.
Ως κοινωνία, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η ανάπτυξη είναι απαραίτητη. Δημιουργεί δουλειές, ενισχύει την οικονομία, προσφέρει στέγη. Όμως αν γίνεται χωρίς όρια, χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον και χωρίς στρατηγική, τότε το κόστος ξεπερνά τα οφέλη. Δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη όταν αυτή βασίζεται σε χαμένες δασικές εκτάσεις, σε διαβρωμένα εδάφη και σε κοινότητες που ζουν με τον φόβο της επόμενης φωτιάς.
Το ζήτημα είναι βαθύτερο: Τι είδους Κύπρο θέλουμε; Μια χώρα με τσιμεντοποιημένες βουνοπλαγιές και «φιλέτα» γης όπου κάποτε υπήρχαν μονοπάτια της φύσης; Ή έναν τόπο όπου η ανάπτυξη συμβαδίζει με την προστασία, και όπου οι νόμοι εφαρμόζονται με διαφάνεια και συνέπεια;
Η πολιτεία έχει ευθύνη να ενισχύσει τους ελέγχους, να εφαρμόζει αυστηρά την απαγόρευση της εκούσιας και ακούσιας αλλαγής χρήσης γης σε καμένες περιοχές, να δώσει ουσιαστικά κίνητρα για αναδάσωση. Έχει ευθύνη όμως και ο πολίτης. Να ενημερώνεται, να αντιδρά, να απαιτεί λογοδοσία, και πάνω απ’ όλα να φροντίζει το κομμάτι γης που του αναλογεί.
Εμείς και ως επαγγελματίες στον χώρο των ακινήτων, έχουμε διπλή υποχρέωση. Αφενός να καθοδηγούμε τους πελάτες μας υπεύθυνα και με πλήρη επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής. Αφετέρου να υπερασπιζόμαστε το αυτονόητο: ότι δεν υπάρχει πραγματική αξία σε ένα ακίνητο που χτίζεται πάνω στις στάχτες του δάσους.
Οι πυρκαγιές είναι μια προειδοποίηση. Όχι μόνο για το κλίμα, αλλά και για τις προτεραιότητές μας. Αν τις αγνοήσουμε, το κόστος δεν θα είναι μόνο περιβαλλοντικό. Θα είναι και ανθρώπινο, κοινωνικό, πολιτισμικό. Ίσως τώρα είναι η στιγμή να σκεφτούμε όχι μόνο πώς θέλουμε να ζούμε σήμερα, αλλά και ποια γη θα αφήσουμε για εκείνους που έρχονται μετά από εμάς.
Η τεχνολογία μπορεί επίσης να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην πρόληψη και διαχείριση πυρκαγιών. Και είναι αδιανόητο το γιατί κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει δεδομένου ότι υπάρχει η τεχνολογία. Η αξιοποίηση δορυφορικών εικόνων, καμερών σε έδαφος και αέρα μέσω drones, αισθητήρων καπνού, συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και τεχνητής νοημοσύνης για την ανάλυση δεδομένων κινδύνου, τηλεειδοποίησης κατοίκων και επισκεπτών κ.λπ., μπορούν να συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη πρόληψη μύριων κακών σε πραγματικό χρόνο. Αντί να περιοριζόμαστε στην εκ των υστέρων διαχείριση των συνεπειών, μπορούμε να μεταβούμε σε ένα μοντέλο προληπτικής και άμεσης δράσης.
Παράλληλα, η εκπαίδευση του κοινού και η ευαισθητοποίηση γύρω από τους κινδύνους των πυρκαγιών είναι κρίσιμοι παράγοντες. Δεν λέω, γίνονται πολλά, αλλά μπορούν να γίνουν πολύ περισσότερα. Εκστρατείες ενημέρωσης σε σχολεία, κοινότητες και μέσα ενημέρωσης μπορούν να ενισχύσουν την κατανόηση του κοινού και να μειώσουν τις πιθανότητες αμέλειας. Κάθε πολίτης που κατανοεί τον κίνδυνο και τη σημασία της πρόληψης, γίνεται μέρος της λύσης.
Η αναδάσωση επίσης δεν είναι απλώς μια συμβολική πράξη αποκατάστασης, ούτε και μπορεί να αφήνεται αποκλειστικά στο Τμήμα Δασών ή σε δυο-τρεις ομάδες εθελοντών που φυτεύουν πέντε ρίζες μπροστά από κάμερες. Όλοι πρέπει να συμμετέχουμε υπό την καθοδήγηση του Τμήματος Δασών. Αν γίνει με μελέτη και μακροχρόνιο σχεδιασμό, μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των περιοχών, να βελτιώσει το μικροκλίμα και να αποτρέψει τη διάβρωση των εδαφών. Χρειάζεται όμως συντονισμένη προσπάθεια, επιστημονική υποστήριξη και συνέπεια, ώστε να μη βλέπουμε τις ίδιες εκτάσεις να καίγονται ξανά λίγα χρόνια αργότερα.
Σε τελική ανάλυση, η μάχη ενάντια στις πυρκαγιές και την αυθαίρετη ανάπτυξη δεν είναι μόνο περιβαλλοντική. Είναι και ηθική. Αφορά το δικαίωμα των μελλοντικών γενεών να γνωρίσουν ένα νησί με δάση, καθαρό αέρα και ισορροπημένη ανάπτυξη. Αφορά τη συλλογική μας βούληση να προστατεύσουμε κάτι που δεν μας ανήκει αποκλειστικά: τον φυσικό πλούτο της Κύπρου.
Ο κ. Ανδρέας Α. Ανδρέου, MRICS, είναι CEO της APS Andreou Property Strategy - Chartered Surveyors.