Του Γιάννη Ιωάννου
Η απόφαση για παύση του γενικού ελεγκτή -η οποία κρίθηκε στο ανώτατο επίπεδο της Δικαιοσύνης στην Κύπρο- πυροδότησε μια πολύ ενδιαφέρουσα δημόσια -νομική και πολιτική- συζήτηση η οποία ξεκινά από το ζήτημα για το οποίο ουσιαστικά ο κ. Μιχαηλίδης κρίθηκε ως προς την απομάκρυνσή του (παραβίαση τεκμηρίου αθωότητας του γενικού εισαγγελέα) και καταλήγει σε ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης στην Κύπρο, νομικών προηγουμένων σε σχέση με την -ουσιαστικά- απόλυση ενός εκπροσώπου ενός ανεξάρτητου θεσμού, αλλά και επιμέρους (παρα)πολιτικά θέματα σε σχέση με τη διαφθορά στη Κύπρο.
Η απόφαση per se αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τόσο για το πόσο «καταπελτική» είναι, όσο και για το μικρό περιθώριο παρέκκλισης ως προς οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία πέραν της πλήρους επικράτησης των θέσεων της Γενικής Εισαγγελίας. Είναι ωστόσο, απόλυτα, σεβαστή ως προς το τελεσίδικό της καθώς και σε σχέση με μια -καθόλου δημιουργική- συζήτηση για την απόφαση κυρίως στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης που ουσιαστικά την ακυρώνει -θεωρώντας εκ προοιμίου τη Δικαιοσύνη διεφθαρμένη στην Κύπρο. Στην Κύπρο υπάρχει, φυσικά, διαφθορά όπως και μια τεράστια συζήτηση για την αναποτελεσματικότητα του συστήματος δικαιοσύνης. Ωστόσο, η συζήτηση για μια τέτοια απόφαση -πρωτοφανή στο δημόσιο δίκαιο της ΚΔ και με επιμέρους αναφορές στο Σύνταγμα- πρέπει να γίνεται προσεκτικότερα και όχι με αφορισμούς. Η διάσταση που κατεξοχήν αφορά την saga Οδυσσέα Μιχαηλίδη είναι ωστόσο «πολιτικότερη» πέραν των νομικών αποτελεσμάτων που η (ομόφωνη) απόφαση των οκτώ δικαστών του Ανωτάτου τον έστειλε σπίτι του με τόσο ηχηρό τρόπο. Το θέμα ήδη πολιτικοποιείται (από ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ), ο κ. Μιχαηλίδης σινιάλαρε ήδη την ενεργή ενασχόλησή του με τα κοινά, ενώ σε όλο το εύρος της δημόσιας σφαίρας η συζήτηση γίνεται με όρους πολιτικής αποτίμησης τα ίχνη της οποίας φτάνουν στην προηγούμενη κυβέρνηση, τη συζήτηση για την αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Κύπρο και την τρέχουσα κυβέρνηση.
Και αυτή ακριβώς η διάσταση είναι αυτή που εφεξής θα μας απασχολήσει. Περισσότερο από το «αν η Εισαγγελία έφαγε τον Μιχαηλίδη», περισσότερο από το αν η απόφαση «θα φιμώνει τι γράφει κανείς στο Χ γκρουπ στο Facebook» και περισσότερο από το «τώρα που έδιωξαν τον Μιχαηλίδη ποιος θα κυνηγάει τη διαφθορά στη Κύπρο;» που διαβάσαμε κατά κόρον λίγα 24ωρα μετά την απόφαση της περασμένης Τετάρτης. Η απόφαση παύσης του κ. Μιχαηλίδη ανοίγει τη βεντάλια της πολιτικής αντιπαράθεσης με φόντο τις βουλευτικές εκλογές του 2026 και τις προεδρικές του 2028, ενώ παράλληλα υπενθυμίζει τις παθογένειες της αλληλεπίδρασης του Νόμου (ως πνεύμα και γράμμα) και της πολιτικής -όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά το 1977 και τη μετάβαση της ΚΔ σε συνθήκες εγκαθιδρυμένου κοινοβουλευτισμού και πολιτικής ομαλότητας. Ο κ. Μιχαηλίδης ήταν καλός στη δουλειά του. Σύμφωνα με το Ανώτατο υπήρξαν ζητήματα ειρωνείας, αλαζονείας και φυσικά όλη αυτή η διάσταση της χρήσης των ΜΚΔ -όπου σύμφωνα με την απόφαση υπήρξε κατάχρηση και ανάρμοστη συμπεριφορά- εκ μέρους του τέως γενικού ελεγκτή. Κάθε νομική απόφαση -ασχέτως του τρόπου λήψης της- έχει πολιτικές προεκτάσεις. Και σίγουρα ο κ. Μιχαηλίδης δεν υπήρξε αλάνθαστος. Καλό θα ήτανε με αφορμή την υπόθεση να οριοθετήσουμε τη συζήτηση που προκύπτει με νηφαλιότητα, χωρίς υπερβολή και με πλήρη διαχωρισμό του «νομικού» από το «πολιτικό» και από την κοινή γνώμη (σ.σ. η διάσταση της δημοφιλίας του κ. Μιχαηλίδη). Η Δικαιοσύνη -με ή χωρίς τα προβλήματά της- έχει κριτήρια λήψης απόφασης. Και μια ώριμη κοινωνία οφείλει να έχει κι αυτή τα κριτήριά της. Το κλειδί παραμένει, πάντα, ο χρυσός κανόνας εκείνος που θα διασφαλίζει την ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης και -παράλληλα- τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών εκείνων που δημιουργήθηκαν για να είναι ανεξάρτητοι.