
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται εντός των στόχων του πληθωρισμού, αφού καταφέρνει προς το παρόν να συγκλίνει στο μεσοπρόθεσμο όριο του 2%. Τα προβλήματα, όμως, είναι εκεί και αφορούν στην αβεβαιότητα που η νέα εμπορική πολιτική Τραμπ προκαλεί. Η συνέχιση και κατάληξη των διαπραγματεύσεων εντός Ιουλίου είναι σημαντική και αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Προς το παρόν, τα πιθανά σενάρια δίνουν και παίρνουν, με το καλύτερο να περιλαμβάνει διατήρηση του 10% στις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων προς τις ΗΠΑ. Στο χειρότερο σενάριο οι οικονομολόγοι «βλέπουν» ανταποδοτικούς δασμούς που θα οδηγήσουν σε μεγάλες εμπορικές επιβαρύνσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Οι αποφάσεις για περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων στο ευρώ θα κριθούν από τα στοιχεία Ιουνίου για το εμπόριο. Πάντως, κάποιοι οικονομολόγοι, που δεν ανήκουν στην πλειοψηφία, θεωρούν πως απομένει μια τελευταία κίνηση για φέτος. Πολύ σημαντική είναι και η τάση που δημιουργείται σε σχέση με τις εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού, αφού όλοι γνωρίζουν ότι η επιβολή δασμών θα προκαλέσει αύξηση των τιμών. Από την άλλη, οι αυξημένες τιμές θα προκαλέσουν αναστάτωση στην αγορά και εν τέλει μείωση στη ζήτηση. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιβολή δασμών μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και μείωση της ανάπτυξης.
Τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμα χειρότερα αν οδηγηθούμε σε έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, αφού μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να προκαλέσει κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας και κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η επανεμφάνιση του πληθωρισμού σε μακροχρόνια βάση, μια εξέλιξη που ούτε ως σενάριο δεν θα μπορούσε σήμερα να αξιολογηθεί με σχετική αξιοπιστία.
Όσον αφορά στο 2026 και εφόσον δεν προκύψουν εκπλήξεις στο μέτωπο των δασμών, ο πληθωρισμός εκτιμάται πως θα συνεχίσει την πτωτική πορεία λόγω μείωσης στις τιμές ενέργειας και ανατίμησης του ευρώ. Μια υπόθεση εργασίας που προς το παρόν δεν επιβεβαιώνεται, αφού η ένταση στη Μέση Ανατολή και οι φόβοι για ανάφλεξη των συγκρούσεων στέλνει για την ώρα τους επενδυτές στο δολάριο και τις τιμές ενέργειας στα ύψη. Με δεδομένες τις εστίες αβεβαιότητας που προκύπτουν, οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση των επιτοκίων αυτήν τη στιγμή θα ήταν παρακινδυνευμένη. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως σε περίοδο μόλις μερικών μηνών η ΕΚΤ αποκλιμάκωσε τα επιτόκια από το 4% στο 2%.
Πέραν του θολού τοπίου σε σχέση με τον πληθωρισμό, αβεβαιότητα προκύπτει και για τα δημοσιονομικά, αφού οι εξελίξεις που θα προκαλέσει το νέο φορο-νομοσχέδιο Τραμπ, θα συζητηθεί αρχές Ιουλίου, είναι ακόμα άγνωστες. Σήμερα πάντως η χώρα καταγράφει δανεισμό πέραν του 100% του ΑΕΠ και δημοσιονομικό έλλειμμα γύρω στο 7%. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν θα αργήσει να έρθει η στιγμή που θα προκληθεί το ενδιαφέρον των αγορών ανεβάζοντας τις αποδόσεις των ομολόγων. Αν και η δημοσιονομική κατάσταση στην Ευρώπη είναι εντελώς διαφορετική, οι μεγάλες ανάγκες που προκύπτουν σε σχέση με δαπάνες σε αμυντικά συστήματα και υποδομές σίγουρα θα προκαλέσουν πονοκεφάλους αφού αυτά τα ποσά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα και θα πρέπει από κάπου να εξευρεθούν. Είναι σημαντικό βέβαια να πεισθούν οι λαοί της Ευρώπης για την αναγκαιότητά αυτών των επενδύσεων, έτσι ώστε να αποφευχθεί κοινωνική αναταραχή.