ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η κοινωνία του ρίσκου

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Το 1986, λίγο μετά την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ, εκδόθηκε στη Γερμανία ένα σημαντικό βιβλίο για την κοινωνική μας ταυτότητα: «Η κοινωνία του ρίσκου. Στον δρόμο για μια άλλη Νεωτερικότητα». Το βιβλίο του Ulrich Beck δεν είναι ένα οικολογικό μανιφέστο, ούτε μια καταγγελία των πολλαπλών τεχνολογικών κινδύνων που κρύβει η σύγχρονη κοινωνία. Είναι μάλλον η φωνή αμφισβήτησης μιας κοινωνίας που θεωρεί όλα τα προβλήματά της ως κινδύνους και που καθιστά τον κίνδυνο πολιτική αρχή, θέτοντάς τον στην καρδιά της σύγχρονης πολιτικής. Ο κίνδυνος τοποθετείται στο επίκεντρο μιας νέας μορφής του κοινωνικού συμβολαίου, προσαρμοσμένου στις νέες τάσεις της βιομηχανίας και της οικονομίας. Βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής συζήτησης λόγω της μεταβολής των συνθηκών κοινωνικής διαβίωσης. Με άξονες την υγεία, την οικονομία και την οικολογία, η ανάδειξη της διαχείρισης των κινδύνων σε πρωταρχικό μέλημα των οργανωμένων δυτικών κρατών οδήγησε στην εδραίωση μιας νέας πολιτικής αρχής, της «αρχής της προφύλαξης». Για τον συγγραφέα, στις σύγχρονες κοινωνίες έχει επέλθει μια σημαντική αλλαγή. Ενώ στο παρελθόν ο κίνδυνος προερχόταν κυρίως από τη φύση (φυσικές καταστροφές, επιδημίες κ.λπ.) και αποτελούσε έτσι μια εξωτερική απειλή για την κοινωνία, σήμερα η ίδια η κοινωνία δημιουργεί τον κίνδυνο. Οι μεγάλοι τεχνολογικοί κίνδυνοι (ιδίως η πυρηνική ενέργεια), οι βιομηχανικές καταστροφές, η θεμελιώδης αστάθεια της αγοράς εργασίας σε συνθήκες προηγμένης χρηματοοικονομίας, τα ερωτήματα σχετικά με την κλιματική αλλαγή, η αύξηση των κινδύνων για την υγεία (μολυσματικές ασθένειες, AIDS, καρκίνος) και των κινδύνων για τα τρόφιμα (νόσος των τρελών αγελάδων) οδήγησαν τα κράτη να καθορίσουν μια νέα πολιτική, που έχει αναγάγει τις συλλογικές απειλές σε ενδογενείς κινδύνους. Οι ενδογενείς αυτοί κίνδυνοι απειλούν την κοινωνική συνοχή και την εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου.

Ως εκ τούτου, η «αρχή της προφύλαξης» και το νέο κράτος ασφάλειας που αυτή προδιαγράφει δεν πηγάζουν από τη φύση των συλλογικών προβλημάτων ή απειλών, αλλά από το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά νοούνται από τις κοινωνικές και πολιτικές ηγεσίες ως «κίνδυνοι», ως αδικαιολόγητα ρίσκα που τα ίδια τα άτομα παίρνουν για τον εαυτό τους και τους άλλους. Στο επίκεντρό της προφύλαξης από τις συνέπειες του αδικαιολόγητου ρίσκου που απειλεί τις κοινωνίες βρίσκεται το ζήτημα της γνώσης και των πολιτικών-επιστημονικών διαδικασιών εμπειρογνωμοσύνης που οδηγούν στην απόφαση ότι μια συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική αποτελεί ή όχι κίνδυνο. Οι ίδιες διαδικασίες καθορίζουν εάν ο βαθμός κινδύνου που εισάγεται στο κοινωνικό σύνολο μέσω των πρακτικών αυτών των διαφόρων κοινωνικών ομάδων είναι ή όχι αποδεκτός. Εάν κριθεί μη αποδεκτός, τότε το κράτος λαμβάνει «κατάλληλα μέτρα» για τον αποτελεσματικό έλεγχο των κοινωνικών ομάδων και των επικίνδυνων πρακτικών τους και την εξάλειψή του κινδύνου. Ενίοτε και η ίδια η κοινωνία, μέσω μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου, υιοθετεί τη λογική αυτή, η οποία αντιτίθεται ουσιωδώς στη φιλελεύθερη αρχή που θεμελιώνει το νεότερο και σύγχρονο Δυτικό κράτος.

Στην παρούσα κρίση της πανδημίας, η αρχική αντιμετώπιση μιας εξωτερικής απειλής έχει μετατραπεί σε διαχείριση «ανυπάκουων» κοινωνικών ομάδων, «ανεμβολίαστων» και «αρνητών», οι οποίοι πλέον αποτελούν τον νέο κίνδυνο. Ας αναλογιστούμε απλά πότε τελειώνει η πανδημία. Και, το σημαντικότερο, ας αναρωτηθούμε πού τελειώνει η αρμοδιότητα του κράτους να επιβάλει μέτρα για την πανδημία, περιορίζοντας την οικονομική ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα. Τον Μάρτιο του 2020, τα μέτρα περιορισμού των κοινωνικών δραστηριοτήτων και η αναστολή ενός τεράστιου μέρους της οικονομίας είχαν έναν σαφή στόχο: να εξοικονομηθεί χρόνος για την παρασκευή εμβολίου ή φαρμάκου. Τότε ο σκοπός ήταν σαφής και ο χρόνος λήξης της έκτακτης κατάστασης ορατός. Γι’αυτό και τα μέτρα εκείνα είχαν την κοινωνική συναίνεση των λαών της Ευρώπης. Την παρούσα στιγμή, ενώ έχουμε αποτελεσματικότατα εμβόλια αλλά και φαρμακευτικές αγωγές ικανές να μειώσουν σημαντικά τον αριθμό των θανάτων, όχι μόνο δεν προβλέπεται το τέλος, αλλά τα ευρωπαϊκά κράτη σύρονται στο παιχνίδι της ολοκληρωτικής ασφάλειας. Πλέον δεν αντιμετωπίζουμε πραγματικούς και ορατούς «εχθρούς», αλλά δυνητικούς: ο ιός δεν θα τελειώσει αν δεν βρεθεί τρόπος αντιμετώπισης όλων των δυνατών μεταλλάξεών του και κυρίως, αν δεν καμφθούν οι «εσωτερικές» κοινωνικές αντιστάσεις και «επικίνδυνες» συμπεριφορές. Συνεπώς, ο πολλαπλασιασμός των μέτρων και η μακροημέρευσή τους δεν θα αφορούν τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού, αλλά τις διαρκείς «μεταλλάξεις»της κρατικής νοοτροπίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Αν δεν θέσει όρια στον εαυτό του, το σύγχρονο κράτος θα απωλέσει τον κριτικό, φιλελεύθερο χαρακτήρα του.Η επιστήμη έχει κάνει ένα τεράστιο άλμα σημαίνοντας το ουσιαστικό τέλος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης έναντι της εξωτερικής απειλής της επιδημίας. Πλέον, η ορθολογική πολιτική επιβάλλει τον άμεσο τερματισμό των περιοριστικών μέτρων και την απελευθέρωση της αγοράς. Το εμβόλιο υπάρχει για όποιον θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του. Το κράτος μπορεί σαφώς να προτρέπει τους πολίτες του να εμβολιαστούν, καθώς και να επιτρέπει σε δημόσιους οργανισμούς και ιδιωτικές επιχειρήσεις να λαμβάνουν μέτρα απαραίτητα για την απρόσκοπτη λειτουργία τους, όπως η γενικευμένη χρήση του πιστοποιητικού εμβολιασμού. Δεν επιτρέπεται όμως να επιβάλει μέτρα στο όνομα της «ανοσίας της αγέλης», διότι, ακριβώς, οι σύγχρονες φιλελεύθερες ατομοκεντρικές κοινωνίες δεν λειτουργούν ως αγέλες. Όσο ολισθαίνουμε στην πολιτική της προφύλαξης, τόσο περισσότερο γίνεται ορατός ο αντιφιλελεύθερος χαρακτήρας της κοινωνίας του ρίσκου, για την οποία ο κίνδυνος έγκειται στον ατομοκεντρικό και μη αγελαίο τρόπο ζωής μας.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση

X