ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ο νομοθέτης και η διαφθορά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Η γενική βούληση, η βούληση δηλαδή ενός λαού, δεν σφάλλει ποτέ στο νομοθετικό της έργο, υποστηρίζει με έμφαση ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ στο «Κοινωνικό συμβόλαιο» (1762). Ο λαός, αποκλειστικός κάτοχος της νομοθετικής εξουσίας χωρίς δικαίωμα παραχώρησής της σε τρίτους, σύμφωνα πάντα με τον Γάλλο διαφωτιστή, δεν σφάλλει ποτέ όταν την ασκεί.

Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο ερώτημα στη νεότερη πολιτική φιλοσοφία και πρακτική. Ποιος λαός δεν σφάλλει ποτέ και, αν σφάλλει, πώς μπορούμε να του εμπιστευτούμε ένα τόσο σημαντικό έργο; Η απάντηση στο φαινομενικό αυτό παράδοξο δεν έχει να κάνει με το ποιόν του κάθε λαού, αλλά με την ουσία της νομοθετικής πράξης. Η γενική βούληση δεν είναι η αυθαίρετη θέληση ενός λαού, αλλά η έλλογη άσκηση της νομοθετικής αρχής από τον λαό. Πότε λειτουργεί ορθά η γενική βούληση; Όταν νομοθετεί υπέρ του γενικού συμφέροντος και όχι υπέρ του συμφέροντος συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων. Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, ο Λέο Στράους συνέδεσε τη νομοθετική πράξη με την αρχή της γενίκευσης, όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Ιμάνουελ Καντ: «Κάνε σαν η κάθε σου πράξη να έχει γενική ισχύ». Αν για παράδειγμα εγώ δεν πληρώνω τους φόρους μου, είναι σαν να νομοθετώ τη γενική κατάργηση της φορολογίας και άρα την κατάργηση του Δημοσίου. Αυτό όμως αντιβαίνει στο δημόσιο συμφέρον εφόσον θα καθιστούσε αδύνατη την όποια δημόσια λειτουργία. Επομένως, ο νόμος, ο οποίος θα επέτρεπε σε συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες να μην τιμούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις δεν είναι συμβατός με τη γενική βούληση. Η τελευταία, ως «γενική», είναι προσανατολισμένη αποκλειστικά στο γενικό συμφέρον και έχει πάντοτε καθολική ισχύ.

Το δυστύχημα είναι ότι η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία μας μόνο υπό συγκεκριμένους όρους μπορεί να γίνει ο εκφραστής της γενικής βούλησης και έτσι να μη σφάλλει στο νομοθετικό της έργο. Πιο συγκεκριμένα, οι αντιπρόσωποι του λαού, οι βουλευτές, νομοθετούν ορθά μόνο όταν εφαρμόζουν την αρχή της γενίκευσης σε κάθε σχέδιο νόμου, για να διαπιστώσουν αν έχει όντως καθολική ισχύ και αν είναι ως εκ τούτου συμβατό με το γενικό συμφέρον. Σε κάθε αντίθετη περίπτωση, ακόμη και όταν ομοφωνούν, δεν εκφράζουν τη γενική βούληση, αλλά υπηρετούν αλλότρια συμφέροντα. Νομοθετούν δηλαδή για συγκεκριμένα άτομα, δίνουν «προνόμια» (privilegia) σε ιδιώτες ή ομάδες ιδιωτών εις βάρος του όλου. Αυτοί οι «κατά παραγγελία» νόμοι είναι ο θεμέλιος λίθος της διαφθοράς. Το κοινοβούλιο μετατρέπεται έτσι σε όργανο εξυπηρέτησης ιδιωτικών συμφερόντων και οι βουλευτές σε πιόνια ομάδων πίεσης και ατόμων με ισχυρή επιρροή στα κέντρα εξουσίας. Κανένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να δημιουργηθεί και να ευδοκιμήσει υπό αυτούς τους όρους. Πόσο μάλλον που η συγκεκριμένη λογική χειραγώγησης της νομοθετικής εξουσίας λειτουργεί κυρίως διαβρωτικά ενάντια στα καλώς κείμενα, στο ορθό δηλαδή νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους δικαίου. Πιο απλά, εφόσον ο νομοθέτης που έκανε τον νόμο μπορεί και να τον αλλάξει, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμμορφωθούμε στον νόμο αν είμαστε σε θέση να τον αλλάξουμε.

Η συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική στάση είναι η ουσία της ανομίας. Τι κι αν κανένας νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ; Τι κι αν, ακόμη κι αν ψηφισθεί νόμος που να επιτρέπει σήμερα αυτό που ο ίδιος νόμος απαγόρευε χθες δεν θα έχει ισχύ για το χθες; Η λογική της διαφθοράς λέει ότι, αν ο νομοθέτης αλλάξει τον νόμο, τότε αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος νόμος ήταν κακός και συνεπώς η μη τήρησή του κατά το παρελθόν επιτρεπτή. Η προσδοκία αλλαγής του νόμου καταστρέφει τον νόμο και επιτρέπει την καταστρατήγησή του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταργούνται νόμοι οι οποίοι δε ακολουθούν πλέον το πνεύμα και το ήθος της εποχής. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν πρέπει να έχει υπόψη του συγκεκριμένα συμφέροντα όταν νομοθετεί, αλλά μόνο γενικές περιπτώσεις. Δεν είναι η εξαίρεση που θα καθορίσει τον νόμο αλλά ο κανόνας. Όποιος νομοθετεί με σκοπό να εξαιρέσει ιδιώτες από τη γενική ισχύ του νόμου δεν νομοθετεί σύμφωνα με τη γενική βούληση και άρα δεν δρα ως αντιπρόσωπος του λαού αλλά ως σφετεριστής της ψήφου του.

Δυστυχώς, η πρακτική αυτή είναι διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Έχει συντελέσει κατά το παρελθόν και εξακολουθεί να συντελεί στην απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος τους. Επιτρέπει στους εχθρούς του κοινοβουλευτικού συστήματος να επηρεάσουν τους πολίτες εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας προκρίνοντας ουτοπικές λύσεις όπου η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των λίγων ενάρετων και αδιάφθορων. Στην παρούσα συγκυρία, στον βαθμό που προωθεί όχι μόνο την ανομία αλλά και προάγει ένα γενικευμένο κοινωνικό αίσθημα ανομίας σε έναν τόπο, η κάθε προνομιακή αλλαγή νόμου για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων ωθεί τους ψηφοφόρους στα πολιτικά άκρα, στέλνοντάς τους στα δίχτυα όσων προπαγανδίζουν το τέλος του «συστήματος». Τα «αντισυστημικά» κόμματα και οι αυτόκλητοι «σωτήρες» πιάνουν δουλειά, διαβάλλουν τα δημοκρατικά ήθη και προωθούν το πνεύμα μισαλλοδοξίας και φανατισμού σε ένα κλίμα διάχυτης αμφισβήτησης των θεσμών. Μοναδικός φραγμός σε κάθε είδους πολιτική παρεκτροπή είναι η συνέπεια και συνέχεια του νόμου. Ο νομοθέτης έχει την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση

X