
Της Μαρίνας Οικονομίδου
Τη βδομάδα που πέρασε, υποστηρικτές του Προέδρου της Δημοκρατίας μιλούσαν για άκρατη τοξικότητα, για μηδενισμό και τυφλό φανατισμό που έχουν επικρατήσει στη δημόσια σφαίρα, τόσο από τους πολιτικούς αντιπάλους του Νίκου Χριστοδουλίδη που δεν αποδέχτηκαν την ήττα τους όσο και από ένα μέρος της κοινωνίας που ρέπει εύκολα στον λαϊκισμό. Αφορμή υπήρξε η κίνησή του να παραχωρήσει για το υπόλοιπο της θητείας του σε κοινωφελή ιδρύματα τη σύνταξη που λαμβάνει από το δημόσιο και οι ερμηνείες που δόθηκαν από την κίνηση αυτή.
Η περιβόητη σύνταξη αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια για τον ίδιο. Μία μεγάλη σκιά στο άλλοτε καλογυαλισμένο προφίλ του, που μεγάλωνε κάθε φορά που ο περίγυρος του Προέδρου εξηγούσε ότι δικαιούται να τη λαμβάνει. Και που οι υποστηρικτές του διαμήνυαν πως καλύτερα ένας Πρόεδρος που «διπλοπληρώνεται» νομότυπα παρά ένας που εμπλέκεται σε σκάνδαλα όπως άλλοι στο παρελθόν.
Γιατί όμως μία νομότυπη σύνταξη, την οποία «δούλεψε για να λαμβάνει» όπως έλεγαν πολλοί, προκαλούσε τόσες αντιδράσεις, τη στιγμή που η ίδια κοινωνία ανέχτηκε πολιτικά πρόσωπα να εμπλέκονται σε σκάνδαλα, να έχουν σκιές εξαιτίας των επιχειρηματικών τους δοσοληψιών και των δραστηριοτήτων του οικογενειακού τους περίγυρου; Επειδή ο Νίκος Χριστοδουλίδης εκλέγηκε ακριβώς ως αντίδραση σε όλα όσα προηγήθηκαν. Και επειδή είχε καταφέρει να εμπεδώσει σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας την αίσθηση πως η δική του υποψηφιότητα αποτελεί την αλλαγή σε ένα σύστημα διαπλοκής, ημετεροκρατίας, της επικράτησης μίας ελίτ που κυβερνά με υπερπρονόμια, διπλές συντάξεις και πολλαπλά ωφελήματα.
Δεν είναι ότι το ταμείο του κράτους θα σωθεί προφανώς από τα 730 ευρώ που λαμβάνει ο Πρόεδρος, όπως ούτε ο ίδιος όμως θα σωθεί από αυτά. Είναι η ηθική διάσταση της σύνταξης, την οποία βολικά αγνοούσε, που ενοχλούσε. Διαμόρφωσε συνεπώς με τη στάση του την αίσθηση πως ο Πρόεδρος με το «ανθρώπινο προφίλ» ήταν σε πλήρη διάσταση με τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Μίας κυβέρνησης που μετρά και το τελευταίο ευρώ, συγκρίνει ωφελήματα, προνόμια και που γράφει υπερωρίες σαν δημόσιος υπάλληλος αντί αξιωματούχος που κλήθηκε να κυβερνήσει. Τέτοια εικόνα διαμόρφωσε που η ανακοίνωση της παραχώρησής της σήμερα σε κοινωφελή σκοπό, ενέτεινε τις αντιδράσεις. Αφενός, γιατί η σπουδή του Προέδρου να το δημοσιοποιήσει μέσω επίσημης ανακοίνωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας προκάλεσε την εντύπωση πως έγινε για να κερδίσει επικοινωνιακούς πόντους, σε μία περίοδο που η εικόνα του καταρρέει. Αφετέρου, γιατί αυτό έγινε πολύ αργά και εν πολλοίς υποκριτικά. Δίδοντας την αίσθηση πως δεν ήταν κάτι που ο ίδιος θεωρούσε ηθικά ορθό, αλλά μία κίνηση εξαναγκασμού λόγω της κοινωνικής κατακραυγής. Μία κίνηση σκοπιμότητας.
Όμως η χρονική συγκυρία και τα καλά αντανακλαστικά έχουν τη δική τους σημασία στην πολιτική. Και αν κάτι διαπιστώνεται από τις αντιδράσεις για τη σύνταξη που παραχωρήθηκε αργοπορημένα και λίγο πολύ εξαναγκαστικά, είναι πως ένα πολιτικό πρόσωπο οφείλει να προλαβαίνει τις κρίσεις. Να μην τρέχει πίσω από τις εξελίξεις ασθμαίνοντας. Προσπαθώντας ανέλπιστα πλέον να διορθώσει μία εικόνα που έχει εμπεδωθεί και που δύσκολα ανατρέπεται.
Η σύνταξη, λοιπόν, ήταν ένα μάθημα για το πώς μια κίνηση, που θα μπορούσε να επικροτηθεί από τον κόσμο, γύρισε μπούμερανγκ λόγω του χειρισμού και του κακού timing. Αυτό το κακό timing τείνει να επαναληφθεί στην περίπτωση του ανασχηματισμού. Γιατί εδώ και έξι μήνες διαρρέεται ποιοι θα φύγουν. Συζητείται στο παρασκήνιο ποιοι έχουν προκαλέσει δυσφορία στον Πρόεδρο και ποιοι είναι με το ένα πόδι εκτός. Μία κατάσταση που όχι μόνο εκθέτει τον Πρόεδρο, αλλά παράλληλα προκαλεί βραχυκύκλωμα στο κυβερνητικό σχήμα.
Γιατί αν κάποιοι υπουργοί αποτελούν τους αδύναμους κρίκους, τότε έπρεπε να αντικαθίστανται αμέσως. Ένας ανασχηματισμός δεν προαναγγέλλεται. Δεν διαρρέεται διά του ψιθύρου και μέσω δημοσιευμάτων. Γίνεται διαφυλάσσοντας την αξιοπρέπεια των υπουργών που διετέλεσαν, γίνεται όμως με στόχο την ομαλή διακυβέρνηση του τόπου. Γιατί ο Πρόεδρος μπορεί να ξεπεράσει την κακή εικόνα που διαμορφώθηκε από την περιβόητη σύνταξη. Δεν θα μπορεί όμως να προχωρήσει ομαλά τη διακυβέρνησή του αν εμπεδωθεί η αίσθηση ότι δεν μπορεί να βρει ικανά πρόσωπα και κατ’ επέκταση να κυβερνήσει με επάρκεια το υπόλοιπο μισό της θητείας.