
Της Μαρίνας Οικονομίδου
Λένε πως η μεγαλομανία είναι το καταφύγιο των ανασφαλών, πως τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να πιστεύει κανείς πως είναι σπουδαιότερος από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Και ακόμα πως η αλαζονεία γεννιέται όταν η αυταπάτη φοράει εκείνον ακριβώς τον μανδύα της βεβαιότητας για όλα. Όταν η μεγαλομανία όμως ξεπερνά τον άνθρωπο και σύρει μια κυβέρνηση σε κρεσέντο λαϊκισμού και μεγαλοϊδεατισμού, τότε τα πράγματα προβλέπονται δύσκολα. Και γι’ αυτούς που διοικούν, αλλά και για το μέλλον της χώρας που ηγούνται.
Όταν λοιπόν το Ιράν διέψευδε κοφτά τους δημόσιους κομπασμούς του Προέδρου, ότι του ζήτησε να μεταφέρει «ορισμένα μηνύματα» στο Ισραήλ, καθώς θα μιλούσε την ίδια μέρα με τον Βενιαμίν Νετανιάχου, οι αντιδράσεις ήταν έντονες και επανέφεραν στο προσκήνιο το εξής ερώτημα: Πότε βάζει τελεία ένας Πρόεδρος που ζητεί απεγνωσμένα το χειροκρότημα και πότε αυτός παγιδεύεται στις αυταπάτες; Γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που φούσκωσε γεγονότα ώστε να κερδίσει στο εσωτερικό πολιτικούς πόντους. Αντιθέτως, κάθε παρουσία του Προέδρου μπροστά από μικρόφωνο, ισοδυναμούσε με μία νέα αποκάλυψη. Άλλοτε κάνοντας σημαία του Κυπριακού τον διορισμό αξιωματούχου της Ε.Ε., αποκαλύπτοντας τηλεφωνήματα που «αλλάζουν άρδην το παιχνίδι» και διαρρέοντας τρελά ονόματα. Άλλοτε αποκαλύπτοντας πως εν τω μέσω του προεκλογικού στις ΗΠΑ, κάποιος στενός συνεργάτης του Τραμπ τον επισκέφτηκε και συζήτησε μάλιστα μαζί του τους πιθανούς υπουργούς Άμυνας και Εξωτερικών, ενώ κατά τη διάρκεια των επικρίσεων για τους χειρισμούς στο υδατικό αποκάλυπτε, παρά το ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν ήθελαν να γίνει γνωστό όπως είπε, πως ο ίδιος με τη συμβολή τους έλυσε το υδατικό. Μεσολάβησαν κι άλλα. Από τη σπουδή του να αποκαλύψει την ημερομηνία συνάντησης με τον Τατάρ, βραχυκυκλώνοντας την όλη διαδικασία, τις προεκτάσεις που έβλεπαν πίσω από τον καφέ που είχε στο ίδιο τραπέζι με τον Ερντογάν, μέχρι και τις υπερβολές για το τι λέχθηκε στον πρόσφατο χαιρετισμό που έγινε στο πόδι με τον Γκουτέρες.
Όλα αυτά έδωσαν την αίσθηση μιας υπερφίαλης πολιτικής προσέγγισης. Ενίσχυσαν όμως και το συμπέρασμα πως ο Πρόεδρος δεν διστάζει να εκθέσει τους συνομιλητές του, αν αυτό κρίνει πως θα βοηθήσει την εικόνα του. Έτσι και στην περίπτωση του Ιράν οι προεκτάσεις ήταν πολλές και τα συμπεράσματα ανησυχητικά. Ένας ηγέτης που αυτοπροβάλλεται ως ανθρώπινος, όφειλε να είναι πιο προσεκτικός μπροστά σε ό,τι εκτυλίσσεται. Όχι να λειτουργεί ως τυμβωρύχος, επιχειρώντας να κερδίσει πόντους στο εσωτερικό από την τραγωδία άλλων λαών. Και ένας διπλωμάτης καριέρας όπως άλλωστε ήταν, όφειλε να είναι διακριτικός, εχέμυθος και αξιόπιστος. Συνεπώς, αν το Ιράν ζητούσε όντως από την Κυπριακή Δημοκρατία να περάσει κάποια μηνύματα, τότε η κυβέρνηση όφειλε να το κάνει αθόρυβα και όχι διατυμπανίζοντάς το, να τα «σκοτώσει».
Το πιο σοβαρό, ωστόσο, ήταν το τι ακολούθησε της διάψευσης. «Θα πιστέψουμε τους μουλάδες;» πυροβολούσαν οι κατευθυνόμενοι της κυβέρνησης λογαριασμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όποιον διερωτήθηκε τι τελικά έγινε, ενώ αξιωματούχοι άφησαν να νοηθεί πως το Ιράν λέει ψέματα. Για μια χώρα που μέχρι προχθές ο Πρόεδρος κόμπαζε πως έχει κτίσει τέτοιες σχέσεις που τον καθιστούν μεσολαβητή της κρίσης. Και κουνώντας το δάκτυλο, άφησαν να εννοηθεί ότι όποιος δεν εμπιστεύεται τυφλά τον Πρόεδρο, είναι εμπαθής, εμμονικός και διακατέχεται από σκοπιμότητες.
Δεν ξέρω πώς ένας άνθρωπος που εξελέγη λόγω και της επικοινωνιακής του δεινότητας, κατάφερε να εγκλωβιστεί σε ένα τέτοιο φιάσκο μεγαλοϊδεατισμού. Ούτε ποια ανάγκη τον οδηγεί να ζητεί συνεχώς το χειροκρότημα και να θυμώνει όποτε δεν του δίδεται. Σε τέτοιο σημείο που εξ υπαιτιότητάς του να επισκιάζονται και επιτυχημένες κινήσεις, όπως ήταν η επίσκεψη του Μόντι στην Κύπρο.
Ένας Πρόεδρος, όμως, που για να διασώσει την εικόνα του επιχειρεί σε μία τραγωδία να στρέψει τα βλέμματα πάνω του, ένας Πρόεδρος που δεν διστάζει να εκθέσει συνομιλητές του για να κερδίσει πόντους στο εσωτερικό, εμπεδώνει στην κοινή γνώμη πως όχι μόνο ζει σε αυταπάτες, αλλά και πως δεν είναι πλέον αξιόπιστος. Και επειδή το τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει οι συγκρίσεις των χειρισμών του με τη μεγαλομανία του Σπύρου Κυπριανού, ας κάνει ένα βήμα πίσω και να σκεφτεί αν αυτή θέλει να είναι η δική του παρακαταθήκη. Γιατί μία τέτοια επανάληψη σίγουρα δεν ωφελεί τη χώρα.